fb

Πληροφορίες για: Κύπρος

Περιγραφή

Η Κύπρος, επίσημα Κυπριακή Δημοκρατία είναι ανεξάρτητη νησιωτική χώρα της ανατολικής Μεσογείου. Συνορεύει θαλάσσια με την Ελλάδα (Καστελόριζο), την Τουρκία, την Συρία, τον Λίβανο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Η βόρεια πλευρά της βρίσκεται υπό κατοχή από την Τουρκία από το 1974. Το 1983, κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, η Τουρκία προέβη στην ανακήρυξη της λεγόμενης "Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου" (ΤΔΒΚ) η οποία μέχρι σήμερα αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία.

Οι ραγδαίες και σοβαρές εξελίξεις της περιόδου από την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητη Δημοκρατία (1960) μέχρι την υιοθέτηση από τον Ο.Η.Ε. της Έκθεσης Πλάζα (1965-1966) ανέδειξαν τους Ελληνοκυπρίους νικητές.
Κι αυτό, επειδή:
Η προσπάθεια της Τουρκίας να διαλύσει την Κυπριακή Δημοκρατία απέτυχε.
Η Κύπρος συνέχισε ν' αναγνωρίζεται διεθνώς ως ανεξάρτητο κράτος, η δε κυβέρνηση του προέδρου Μακαρίου ως η νόμιμη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η προσπάθεια επιβολής διχοτομικής λύσης (Σχέδιο Άτσεσον) απέτυχε.
Οι Τουρκοκύπριοι αυτοεγκλωβίστηκαν στους θυλάκους τους κι απομονώθηκαν, ενώ έπαψαν και να συμμετέχουν στις τρεις εξουσίες (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική).
Στην Κύπρο είχε μεταφερθεί μια ολόκληρη μεραρχία ελληνικού στρατού που αποτελούσε εγγύηση ενάντια σε κάθε προσπάθεια της Τουρκίας να επιχειρήσει οτιδήποτε. Όταν αποκαλύφτηκε η παρουσία της μεραρχίας στο νησί, έγιναν διάφορες διαμαρτυρίες και εκ μέρους της Τουρκίας σημειώθηκαν λυσσώδεις αντιδράσεις. Όμως, η παρουσία του ελληνικού στρατού στην Κύπρο ήταν πια ένα τετελεσμένο γεγονός. Μάλιστα, ο ίδιος ο ηγέτης των εξτρεμιστών Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντενκτάς είχε πει ότι γι' αυτούς χάθηκε το παιχνίδι κι ότι η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα είχε πραγματοποιηθεί.
Με τα δεδομένα αυτά, οι περαιτέρω εξελίξεις διαγράφονταν πολύ ρόδινες για τους Έλληνες.
Κι όμως! Η επόμενη σοβαρή εξέλιξη σημειώθηκε στην Ελλάδα, αλλά είχε τεράστιες επιπτώσεις πάνω στην Κύπρο.
Το 1965 ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου "φαγώθηκε" μέσω των ανακτόρων και η χώρα περιήλθε σε κατάσταση πολιτικής αποσταθεροποίησης. Διάφορες κυβερνήσεις σχηματίζονταν, για να διαλυθούν λίγο αργότερα. Η κρίση κράτησε από τον Ιούλη του 1965, μέχρι και τον Απρίλη του 1967.
Το Μάη του 1967 ο Παπανδρέου αναμενόταν ότι θα ήταν ο θριαμβευτής των εκλογών που είχαν προγραμματιστεί να διεξαχθούν, αλλά μια τέτοια εξέλιξη δεν ήταν πια αρεστή, ούτε στους Αμερικανούς, ούτε και στο παλάτι των Αθηνών, που ενδεχομένως θα κινδύνευε. Πάντως, την 21.4.1967 κύλησαν στους δρόμους της ελληνικής πρωτεύουσας οι ερπύστριες των τανκς και η χώρα περιήλθε κάτω από στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς.
Η ελληνική χούντα, στην προσπάθειά της να πετύχει μια εντυπωσιακή πρώτη νίκη που θα της έδινε αίγλη στο εσωτερικό, στράφηκε προς την κατεύθυνση επίλυσης του Κυπριακού με απευθείας επαφή μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Πραγματοποιήθηκε έτσι, μέσα στο 1967, η περιβόητη συνάντηση του Έβρου (στα ελληνοτουρκικά σύνορα της Θράκης), που κατέληξε σε πλήρη αποτυχία. Εκτός όμως από την αποτυχία, η ηγεσία της Άγκυρας μπόρεσε να εκτιμήσει από την αρχή σωστά την ανικανότητα των συνταγματαρχών της ελληνικής χούντας, την οποία κι εκμεταλλεύτηκε αργότερα.
Χαρακτηριστικά, ο τότε Τούρκος πρωθυπουργός Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ δήλωσε αργότερα ότι του ζήτησαν να πάει στον Έβρο και πήγε να δει τι τον ήθελαν οι Έλληνες. Ωστόσο, λίγο πριν από τη συνάντηση, στην Αθήνα επικρατούσε στους διαδρόμους των κυβερνητικών γραφείων μια εντελώς αναίτια όσο και ανόητη ευφορία και αισιοδοξία, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε πολλοί "παράγοντες" επιζητούσαν να περιληφθούν στην ελληνική αντιπροσωπεία για να μοιραστούν τη δόξα που θ' αποκομιζόταν με την επίτευξη της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα! Στην Κύπρο, η κυβέρνηση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου δεν εκδηλώθηκε, γιατί γνώριζε πως δεν ήταν δυνατό μια τέτοια συνάντηση να έχει σοβαρά αποτελέσματα. Η συνάντηση ήταν διάρκειας 2 ημερών. Οι συνομιλίες έγιναν, στις 9.9.1967, στην Αλεξανδρούπολη, πάνω σε ελληνικό έδαφος. Της ελληνικής αντιπροσωπείας "ηγείτο" ο διορισμένος από τη χούντα πρωθυπουργός, Κόλλιας. Μετείχαν ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος, ο στρατηγός Σπαντιδάκις και αρκετοί άλλοι.
Η συνάντηση ήταν τόσο φαιδρή, ώστε κατέληξε μέχρι του σημείου η ελληνική αντιπροσωπεία να παρακαλεί τον Τούρκο πρωθυπουργό Ντεμιρέλ να δεχτεί την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, προβάλλοντας μάλιστα το "επιχείρημα" ότι η Τουρκία δε χρειαζόταν την Κύπρο γιατί διέθετε στη Μικρά Ασία μεγάλες και ακαλλιέργητες ακόμη εκτάσεις! Ο Ντεμιρέλ διέκοψε τη συνάντηση τη δεύτερη μέρα δηλώνοντας (και σωστά) ότι έχανε άσκοπα το χρόνο του. Η ελληνική αντιπροσωπεία επέστρεψε στην Αθήνα με έντονη τη γεύση της αποτυχίας, ανίκανη ωστόσο, ν' αντιληφτεί, έστω και μετά, ότι τα διάφορα θέματα και ιδίως τα εθνικά, δεν είναι αστείες υποθέσεις.
Μέσα στον ίδιο χρόνο (1967) ξέσπασε η γνωστή κρίση της Κοφίνου που οδήγησε στην πρώτη μεγάλη ελληνική υποχώρηση. Λίγο πιο πριν όμως, τον Ιούνη του 1967, ξέσπασε ο Αραβοϊσραηλινός πόλεμος, που ο αντίκτυπός του έφτασε μέχρι την Κύπρο. Τον Ιούλη οι Τουρκοκύπριοι, εκτελώντας προφανώς οδηγίες της Άγκυρας, προκάλεσαν ένταση με απρόκλητη ένοπλη επίθεση κατά ανύποπτων Ελληνοκυπρίων που έκαναν τα ψώνια τους στη δημοτική αγορά της Πάφου. Το αιματηρό αυτό επεισόδιο είχε ένα σκοπό: να εκτιμηθεί η αντίδραση των Ελληνοκυπρίων, αλλά και των Αθηνών μετά την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα. Οι Ελληνοκύπριοι ανταπέδωσαν κτύπημα.
Το Σεπτέμβρη, έγινε η φαιδρή συνάντηση στον Έβρο και στα μέσα του Νοέμβρη του 1967 ξέσπασε η κρίση της Κοφίνου.

Η εξωτερική πολιτική της Κύπρου είναι σήμερα εναρμονισμένη με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα στο ενιαίο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Ειδικότερα από το 1974 οι προσπάθειες της χώρας στον τομέα αυτό επικεντρώνονται στο τερματισμό της τουρκικής κατοχής και διαίρεσης της νήσου. Παρότι όμως η Κύπρος ταυτίζεται με τη Δύση, έχει αναπτύξει παράλληλα στενούς δεσμούς με το Ισραήλ, τον Αραβικό κόσμο, χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής.

Η Κύπρος είναι το τρίτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου. Βρίσκεται ανατολικά της Ρόδου, 215 μίλια, και της Κρήτης, νότια των ακτών της Τουρκίας 37 μίλια, δυτικά των Συριακών ακτών 56 μίλια, και βόρεια των ακτών της Αιγύπτου 190 μίλια.
Πρώτοι που φέρονται να ασχολήθηκαν επισταμένως με την γεωγραφία της Κύπρου ήταν οι αρχαίοι Έλληνες: Στράβων (63 π.Χ.-23 μ.Χ.) και Κλαύδιος Πτολεμαίος (127-151 μ.Χ.), οι οποίοι και είναι οι πρώτοι χαρτογράφοι της Κύπρου.
Μορφολογία εδάφους

Από μορφολογική άποψη η Κύπρος μπορεί να υποδιαιρεθεί στις πιο κάτω μορφολογικές περιφέρειες:

  • Το ορεινό σύμπλεγμα Τροόδους.
  • Τη βόρεια οροσειρά.
  • Τη κεντρική πεδιάδα.
  • Τη λοφώδη περιοχή γύρω από το ορεινό σύμπλεγμα Τροόδους.
  • Τις παράκτιες πεδιάδες.

λίμα είναι η μέση κατάσταση της ατμόσφαιρας σε μια μεγάλη περιοχή για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (τουλάχιστον 30 χρόνια). Η μέση κατάσταση καθορίζεται από τις μέσες τιμές και τις διακυμάνσεις των τιμών των διαφόρων μετεωρολογικών στοιχείων, όπως είναι η βροχόπτωση, ο άνεμος, η ηλιοφάνεια, η νέφωση, η ομίχλη, η θερμοκρασία, η υγρασία και η πίεση. Το κλίμα μιας περιοχής εξαρτάται κυρίως από τα καιρικά συστήματα που την επηρεάζουν καθώς και από τη μορφολογία της ίδιας της περιοχής.
Η Κύπρος χαρακτηρίζεται από ένα θαυμάσιο μεσογειακό κλίμα. Τα κύρια χαρακτηριστικά του κλίματος αυτού είναι τα ζεστά και ξηρά καλοκαίρια από τα μέσα του Μάη ως τα μέσα του Σεπτέμβρη και ο βροχερός και ήπιος χειμώνας από το Νοέμβρη μέχρι το Φεβρουάριο. Ενδιάμεσα επικρατούν οι δύο μεταβατικές εποχές, το φθινόπωρο από τα μέσα του Σεπτέμβρη ως το τέλος του Οκτώβρη και η άνοιξη από το Μάρτη ως τα μέσα του Μάη.
Το θαυμάσιο ήπιο κλίμα της Κύπρου οφείλεται τόσο στα διάφορα καιρικά συστήματα που την επηρεάζουν όσο και στη μορφολογία του εδάφους της. Η οροσειρά του Τροόδους, με μεγαλύτερο υψόμετρο 1.952 μέτρα, και σε μικρότερο βαθμό η οροσειρά του Πενταδακτύλου, με κορυφές που φτάνουν τα 1.024 μέτρα, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των μετεωρολογικών συνθηκών στις διάφορες περιοχές του νησιού και στη δημιουργία τοπικών φαινομένων. Η παρουσία επίσης της θάλασσας που περιβάλλει την Κύπρο είναι η αιτία δημιουργίας τοπικών φαινομένων στις παράλιες περιοχές.

Ο πληθυσμός της Κύπρου γνώρισε συνεχή αύξηση από το 1881 μέχρι το 1973 με μέσο ετήσιο ποσοστό αύξησης μεταξύ 0,8% και 1,7%.
Οι απογραφές πληθυσμού μετά το 1973 καλύπτουν μόνο τον πληθυσμό των ελεύθερων περιοχών της Κύπρου.
Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή πληθυσμού του έτους 1992, ο πληθυσμός που κατοικούσε στις ελεύθερες περιοχές του νησιού ανερχόταν στις 725.000.
Η πολυπληθέστερη επαρχία της Κύπρου είναι η επαρχία Λευκωσίας και ακολουθούν οι επαρχίες Λεμεσού, Αμμοχώστου, Λάρνακας, Πάφου και Κερύνειας.
Η πυκνότητα του πληθυσμού το 1973 ήταν 68,3 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Η πυκνότητα αυτή παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις. Οι αστικές περιοχές, λόγω της αστικοποίησης, έχουν πολύ μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα. Σε βαθμό πυκνότητας ακολουθούν ορισμένα περιαστικά χωριά και εύφορες αρδευόμενες αγροτικές περιοχές. Τέτοιες περιοχές είναι εκείνες των Κοκκινοχωριών, της Μόρφου, της Λεύκας, της Λαπήθου, του Καραβά κ.α. Οι πιο αραιοκατοικημένες περιοχές του νησιού είναι οι ορεινές καθώς και οι περιοχές με πολύ φτωχά εδάφη.
Η αναλογία του αστικού / αγροτικού πληθυσμού το 1881 ήταν 18,7% / 81,3%. Το 1960 η αναλογία αλλοιώθηκε σε 35,9% / 64,1% και το 1973 σε 42,2% / 57,8% Αυτό δείχνει μια σαφή τάση για αστικοποίηση που εντάθηκε μετά το 1946.
Ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής του 1974 και του βίαιου εκτοπισμού του ενός τρίτου περίπου του πληθυσμού στις μη κατεχόμενες περιοχές και της μετακίνησης των Τουρκοκυπρίων από τις ελεύθερες περιοχές του νησιού προς τις κατεχόμενες, η κατανομή του πληθυσμού κατά επαρχία, και κατά αστική και αγροτική περιοχή, αλλοιώθηκε σημαντικά. Οι εκτοπισμένοι Ελληνοκύπριοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της ελεύθερης Κύπρου αυξάνοντας έτσι σημαντικά τον πληθυσμό τους. Σύμφωνα με την Απογραφή Πληθυσμού του 1982, το 63,5% του πληθυσμού της Κύπρου διαμένει σε αστικές περιοχές και το 36,5% σε αγροτικές. Έκδηλη είναι επίσης, μετά την εισβολή, η αύξηση του αστικού πληθυσμού σε βάρος του αγροτικού και κατά επαρχία.
Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή πληθυσμού που κάλυψε ολόκληρη την Κύπρο (1973), οι Ελληνοκύπριοι αποτελούσαν το 78,9% του πληθυσμού, οι Τουρκοκύπριοι το 18,4% και άλλες εθνικότητες το 2,7%. Η κατανομή των διαφόρων εθνικοτήτων κατά επαρχία δείχνει ότι ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός κατά το 1973 ήταν κατεσπαρμένος σε όλες τις επαρχίες, και η εκατοστιαία του αναλογία κατά επαρχία κυμαινόταν μεταξύ 12% στην επαρχία Λεμεσού και 26,3% στην επαρχία Πάφου.

Η οδήγηση γίνεται αριστερά