fb

Πληροφορίες για: Μεσσηνία

Μια πρώτη γνωριμία
Η Μεσσηνία είναι νομός της Ελλάδας που βρίσκεται στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο. Γεωγραφικά είναι η περιοχή η οποία ορίζεται στα βόρεια από τον ποταμό Νέδα και τα Αρκαδικά Όρη, στα ανατολικά από το όρος Ταΰγετος, στα νότια από τον Μεσσηνιακό Κόλπο και στα δυτικά από το Ιόνιο Πέλαγος. Συνορεύει στα βόρεια με το νομό Ηλείας, στα βορειοανατολικά με το νομό Αρκαδίας και στα ανατολικά με το νομό Λακωνίας.

Ιδανικός προορισμούς
Εύφορες εκτάσεις, δαντελωτές ακρογιαλιές, αμμουδερές παραλίες, ήπιο κλίμα, παραθαλάσσιες και μεσόγειες κωμοπόλεις, γραφικά παραλιακά και ορεινά χωριά, αξιόλογοι αρχαιολογικοί χώροι και σημαντικά ιστορικά μνημεία καθώς και η τουριστική υποδομή προσελκύουν μεγάλο αριθμό ελλήνων και ξένων επισκεπτών στην Μεσσηνία.

Μην λησμονήσετε
Στη Μεσσηνία αξίζει να ψωνίσετε ελιές, λάδι, κρασί, σύκα, παστέλια, σταφίδες, ούζο, ρακί, μαστίχα, λαλάγκια, λουκάνικα με πορτοκάλι, καθώς επίσης, μεταξωτά από τη μονή Καλογραιών. Τοπικές νοστιμιές έχει πολλές η Μεσσηνία, όμως ξεχωρίζει η γίδα βραστή και το παστό, ο τηγανητός μπακαλάος με σκορδαλιά και το ψητό γουρουνόπουλο.

Πύλος

Φωτισμένη από το μακρύ ελληνικό καλοκαίρι στις άκρες της δυτικής Μεσσηνίας και χορτασμένη από φως ακόμα και τους χειμωνιάτικους ευλογημένους μήνες, στέκει η Νέα Πύλος αντίκρυ στη Σφακτηρία και τις προστατευόμενες ακτές στο φυσικό λιμάνι του Ναβαρίνου. Φέρνει ακούσματα και ομηρικές ιστορίες από τους αιώνες - βαριά κληρονομιά - που συμπληρώνει όλα τα χαρακτηριστικά της "Ευτοπίας". Ο καλός ο τόπος, ο ήλιος, η θάλασσα, η μακρά ιστορία και το φυσικό περιβάλλον∙ εύλογα θεωρείται το κέντρο της Νοτιοδυτικής Μεσσηνίας! Τι περισσότερο να ζητήσει κανείς και πως να μετρήσει τις αρετές της; Ολόκληρη η τοποθεσία του Ναβαρίνου, από τα ψηλά του όρους Αιγάλεω, το Κορυφάσιο και τον Άγιο Νικόλαο, μέχρι την Σφακτηρία, όλα αγκαλιάζονται από το φως και τις μνήμες, το πράσινο, τα λιόδεντρα, τους καρπούς και τις πηγές. Η Πύλος ώριμη πια, στη Νότια είσοδο του Ναβαρίνου με το Νιόκαστρο να δεσπόζει από πάνω της, απλώνεται μπροστά σου στα τελειώματα του Άγιου Νικόλαου στην μικρή "κοιλάδα" ανάμεσα στους λόφους. Γραφική και όμορφη απ'όπου και αν την προσεγγίσεις. Σαν έρχεσαι από την βορειο-δυτική πλευρά της αξίζει να τη χαζέψεις για λίγα λεπτά από το δρόμο. Τη βλέπεις ολόκληρη, με τη μαρίνα και το λιμάνι της, με τα καΐκια των ψαράδων και τα τουριστικά σκάφη των επισκεπτών της που αράζουν στα ήρεμα νερά της. Το γραφικό σκηνικό συμπληρώνουν τα σπίτια με τα κόκκινα κεραμίδια, το κάστρο, και απέναντι η Γιάλοβα με το Διβάρι, την Βοϊδοκοιλιά, το πέρασμα της Συκιάς και το Παλαιόκαστρο. Όμορφη και το βράδυ, μισοφωτισμένη χωρίς εξάρσεις. Διακρίνεις τα φώτα από τα παραλιακά μαγαζιά και τις κολώνες να φέγγουν διακριτικά. Το μάτι σου χάνεται στα χρώματα της νύχτας σαν κοιτάξεις την προστατευόμενη ζώνη (Natura 2000). "Ευτυχώς αναφωνείς!". O κόσμος αρχίζει σιγά-σιγά να αναγνωρίζει την ομορφιά και τη σημασία της πολιτιστικής του κληρονομιάς στις αρχές της Νέας χιλιετηρίδας! Η Πύλος ακροβατεί στις μέρες μας ανάμεσα στο κάλεσμα του Νέου τουριστικού ρεύματος των μεγάλων επενδύσεων και την ιστορική κληρονομιά (δεν γίνεται να απεμποληθεί) και τη φυσιογνωμία του τόπου με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η κυρά της Δυτικής Μεσσηνίας (Δήμος Πύλου-Νέστορος) στις νέες ισορροπίες των καιρών είναι πια συνηθισμένη στο να επιβιώνει και να αναδημιουργείται!

Μεσσήνη

Η Μεσσήνη (ή Νησί) είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Παμίσου, στο κάτω μέρoς της Μεσσηνιακής πεδιάδας, το Ομηρικό «Μάκαρ πεδίον» ή «Μακαρία», όπως λέγεται ακόμα και σήμερα. Είναι έδρα ομώνυμου Δήμου (11.041 κατ.) και η πόλη, έγινε η μούσα του λογοτέχνη Σωτήρη Πατατζή που την απαθανάτισε ως «Μεθυσμένη Πολιτεία» στο ομώνυμο μυθιστόρημα, το οποίο περιγράφει ένα μεγάλο μέρος από τη ζωή της πόλης στο Μεσοπόλεμο. Πιθανότατα είναι η τοποθεσία «Λίμναι» που αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας «έστι δε εν τη μεσογαίω, κώμη Καλάμαι και Λίμναι χωρίον» (Βιβλίο 4 , 31,3,1-2) Παρ΄ότι η λέξη «χωρίον» σημαίνει χώρο και όχι «χωριό» μάλλον πρέπει να θεωρήσουμε την αναφορά ως υποδηλούσα χώρο κατοικημένο.Παράλληλα η «κώμη Καλάμαι» είναι ίσως το σημερινό χωριό Καλάμι και όχι βέβαια η Καλαμάτα. Ακόμα και σήμερα, μια συνοικία της αρχαιότερης Ενορίας της Μεσσήνης, αυτή του Αγίου Δημητρίου, ονομάζεται «Λιμοχώρι», πιθανώς εκ παραφθοράς του «Λιμνοχώρι» (αφού λιμός-πείνα δεν θα μπορούσε ποτέ να ενσκήψει στο ευφορότερο σημείο της Μεσσηνίας).

Κυπαρισσία

Η Κυπαρισσία είναι είναι η τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Μεσσηνίας, μετά την πρωτεύουσα του νομού Καλαμάτα και τη Μεσσήνη. Στην τελευταία απογραφή (2011) είχε 5.131 κατοίκους και η Δημοτική ενότητα Κυπαρισσίας 7.728 κατοίκους. Είναι χτισμένη σε αμφιθεατρική θέση, στους πρόποδες του όρους Αιγάλεω (γνωστό και ως "Ψυχρό"), και εκτείνεται έως τα νερά του Ιονίου. Είναι πρωτεύουσα και έδρα του δήμου Τριφυλίας. Απέχει 255 χλμ. ΝΔ από την Αθήνα, 63 χιλιόμετρα Ν. από τον Πύργο Ηλείας, 100 χλμ. ΝΔ από την Τρίπολη, 67 χλμ ΒΔ. από την Καλαμάτα και 74 χλμ. Β. από την Μεθώνη. Η Κυπαρισσία έχει άριστη ρυμοτομία και διαθέτει όλες τις ανέσεις μιας σύγχρονης πόλης. Είναι αγροτικό και εμπορικό κέντρο. Η πόλη είναι χωρισμένη στην παλαιά Άνω Πόλη - η οποία έχει κηρυχθεί παραδοσιακός διατηρητέος οικισμός - και στη Νέα (ή Κάτω) Πόλη, μία πρόσφατα χτισμένη περιοχή που φθάνει μέχρι την ακτή. Στην Άνω Πόλη υπάρχουν πολλά διάσπαρτα ιστορικά μνημεία που μαρτυρούν την ιστορία της, όπως το Κάστρο της Αρκαδιάς, η πλατεία της Αρκαδιάς με τον πλάτανο και τις Κρήνες στην είσοδο του κάστρου, τα Δημόσια Λουτρά (χαμάμ), τα καλντερίμια κ.α. Η Κάτω Πόλη είναι μία σύγχρονη πόλη με ελάχιστα παραδοσιακά στοιχεία. Η ιστορία της είναι πολύ μεγάλη και συμβαδίζει με αυτήν της Πελοποννήσου. Το ξεκίνημά της χάνεται στα βάθη της προϊστορίας. Κατά τα ομηρικά χρόνια η Κυπαρισσία ονομαζόταν "Κυπαρισσίεντας" και ανήκε στο βασίλειο της Πύλου, του βασιλιά Νέστορα. Μάλιστα στον Τρωικό Πόλεμο ο Κυπαρισσίεντας απέστειλε 11 πλοία υπό τη διοίκηση του Νέστορα, σύμφωνα με τον Όμηρο. Αργότερα η περιοχή υποδουλώθηκε στους Σπαρτιάτες μαζί με την υπόλοιπη Μεσσηνία. Ο Κυπαρισσίεντας ήταν μια ακμάζουσα πολιτισμικά, οικονομικά και εμπορικά πόλη. Μάλιστα το 199 π.Χ. έκοψε δικό του νόμισμα. Πολλοί ενδιαφέρθηκαν για τη στρατηγική θέση της πόλης ανά τους αιώνες: Στη θέση της αρχαίας Ακρόπολης χτίστηκε κάστρο κατά τα Βυζαντινά χρόνια (χαρακτηριστικά ο ένας πύργος έμεινε γνωστός ως "πύργος του Ιουστινιανού"), στη συνέχεια οι Τούρκοι και Φράγκοι κατακτητές ανακατασκεύασαν το φρούριο κάνοντας τις απαραίτητες προσθήκες δίνοντας του τη σημερινή του μορφή. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η Αρκαδιά, όπως ονομαζόταν το Μεσαίωνα η Κυπαρισσία, είχε προνομιούχο θέση ως εμπορικό κέντρο της περιοχής και το κάστρο της στελέχωνε φρουρά 300 Αλγερινών. Το σημερινό της όνομα οφείλεται στον Όθωνα. Στην Κυπαρισσία ανακαλύφθηκαν τάφοι της Κλασικής και Ρωμαϊκής εποχής, ενώ στην κορυφή του όρους Ψυχρό υπάρχει Φράγκικο Κάστρο. Τ' όνομά της, η Κυπαρισσία τ' οφείλει κατ' άλλους μεν στα πολλά κυπαρίσσια, κατ' άλλους σε στον Κυπάρισσο. Αυτός ήταν γιος του Μινύα. Ο μύθος πάντα, θέλει τον Κυπάρισσο, καλό κυνηγό και φίλο του θεού της μουσικής και του φωτός, του Απόλλωνος. Κάποτε στο κυνήγι του σκότωσε ένα ελάφι και από τότε μελαγχόλησε. Πριν πεθάνει, τον λυπήθηκαν οι θεοί και άκουσαν τις παρακλήσεις του και τον έκαναν κυπαρίσσι. Και πολλά ήταν τα κυπαρίσσια την εποχή εκείνη στην Κυπαρισσία, στην πόλη δηλαδή που λατρευόταν ο θεός - φίλος του Κυπάρισσου, ο Απόλλων. Στην Κυπαρισσία, λατρευόταν τότε πλην του Απόλλωνος και η θεά της σοφίας, η Αθηνά. Η λατρευόμενη μάλιστα στην Κυπαρισσία Αθηνά, είχε και την επωνυμία "Κυπάρισσος" ή "Κυπαρίσσια" Αθηνά, της οποίας μάλιστα ο ναός βρισκόταν στη θέση του σημερινού ναού της Αγίας Τριάδας (λέγεται ότι η Αγία Τράπεζα του Ιερού Ναού στηρίζεται πάνω στα απομεινάρια μιας κολόνας του αρχαίου). Και ο ναός του Απόλλωνος, πρέπει να ήταν εκεί που είναι σήμερα το παλαιοκτισμένο εκκλησάκι του καβαλάρη Αη-Γιώργη, κοντά στην είσοδο του σιδηροδρομικού σταθμού. Επίσης λατρευόταν και ο θεός Διόνυσος. Αναζητώντας τις ρίζες, βρίσκουμε τις πρώτες αναφορές για την Κυπαρισσία στους στίχους του Ομήρου. Ακόμα ο μεγάλος ταξιδευτής και γεωγράφος της αρχαιότητας Παυσανίας πέρασε από τον Κυπαρισσίεντα και έκανε αναφορές, μεταξύ άλλων και στη Διονυσιάδα πηγή (σημερινό Αη Λαγούδη), στην παραλία της πόλης.

Καλαμάτα

Η Καλαμάτα, παλαιότερα Καλάμαι, είναι πόλη της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Μεσσηνίας και λιμάνι της νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο δήμος Καλαμάτας έχει πληθυσμό 74.100 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Η πόλη είναι κτισμένη στους πρόποδες του όρους Καλάθι (παρυφή του Ταϋγέτου), στην καρδιά του Μεσσηνιακού κόλπου. Απέχει 223 χιλιόμετρα από την Αθήνα, 215 από την Πάτρα και 715 από τη Θεσσαλονίκη. Έχει εύκρατο μεσογειακό κλίμα με ζεστό χειμώνα και ήπια καλοκαίρια. Καθημερινά στο ευρύτερο αστικό κέντρο της Καλαμάτας έρχονται και εργάζονται πάνω από 100.000 άνθρωποι από τις διπλανές πόλεις Μεσσήνη, Θουρία, Μελιγαλά, Άρι κ.α.

Αρχαία Μεσσήνη: Ταξίδι πίσω στο χρόνο

Ένας εξαιρετικά διατηρημένος αρχαιολογικός χώρος, που ακτινοβολεί πολιτισμό μέσα στους αιώνες. H μεγαλοπρέπεια των Δελφών, αλλά και η ομορφιά του φυσικού τοπίου της αρχαίας Ολυμπίας, δένουν αρμονικά μέσα στο μεγαλείο της Αρχαίας Μεσσήνης. Η ονομασία επιλέχθηκε από τη μυθική βασίλισσα Μεσσήνη, κόρη του Τρίοπα, βασιλιά του Άργους. Χτισμένη με βάση το ιπποδάμειο σύστημα, στο νοτιοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου στους πρόποδες του όρους Ιθώμη, αποτελεί μία από τις πιο καλοδιατηρημένες πόλεις του αρχαίου κόσμου. Η ίδρυσή της τοποθετείται στο 369 π.Χ. από τον Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα  μετά τη νίκη του επί των Σπαρτιατών στη μάχη των Λεύκτρων. Ο Επαμεινώνδας απελευθέρωσε τη Μεσσηνία από τους Σπαρτιάτες για να χτίσει την πρωτεύουσα των ελεύθερων Μεσσηνίων. Η οικοδόμησή της έγινε σχεδόν ταυτόχρονα με την αρκαδική Μεγαλόπολη, ώστε να περιοριστεί η επιρροή της Σπάρτης. Η Αρχαία Μεσσήνη παρέμεινε το πολιτιστικό κέντρο της Μεσσηνίας μέχρι το 395 π.Χ., όπου καταστράφηκε ολοσχερώς από την επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου. Η πόλη είχε τεράστιο τείχος, η περίμετρος του οποίου έφτανε τα εννέα χιλιόμετρα, και δύο πύλες, την Αρκαδική και τη Λακωνική. Η μεγαλοπρεπής Αρκαδική πύλη είναι ιδιαίτερη περίπτωση εισόδου αρχαίας πόλης, καθώς μοιάζει χτισμένη από Κύκλωπες, λόγω των γιγαντιαίων ογκόλιθων που την περιβάλουν. Το Θέατρο, είναι το πρώτο μνημείο που συναντά κανείς μπαίνοντας στον αρχαιολογικό χώρο. Ακριβώς δίπλα βρίσκεται η Κρήνη Αρσινόη (ονομάστηκε κατά την κόρη του μυθικού βασιλιά της Μεσσήνης Λεύκιππου και μητέρα του Ασκληπιού). Το νερό έφτανε εδώ από την πηγή της Κλεψύδρας, ενώ η δεξαμενή της Κρήνης είχε μήκος 40 μέτρα. Τα ιερά του Διός Σωτήρος και ήρως (πιθανώς του Αριστομένη), το τεραστίων διαστάσεων Στάδιο, το Γυμνάσιο, το Εκκλησιαστήριο με τα χαρακτηριστικά χρωματιστά μωσαϊκά, το υποβλητικό Ασκληπιείο, το Ιερό της Αρτέμιδος με το διάφανο στέγαστρο, η Αγορά που καλύπτει έκταση 35 στρεμμάτων, το επιβλητικό Πρόπυλο, το Συνέδριο, ταφικά μνημεία, αλλά και διατηρητέοι ναοί, ακτινοβολούν μυστηριακή ενέργεια μέσα από ένα αστικό ταξίδι στο παρελθόν...

...

περισσότερα

Πληροφορίες για τις Χώρες

Ελλάδα

Η Ελλάς είναι κράτος στο νότιο άκρο της Βαλκανικής ή χερσονήσου του Αίμου και αποτελεί επίσης τη νοτιοανατολική άκρη της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, συνορεύοντας προς Βορρά με την Αλβανία, τη FYROM ή ΠΓΔM, τμήμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας και την Βουλγαρία και προς Ανατολάς με την Τουρκία.

Γεωγραφία

Γεωλογική διαμόρφωση
Ο σημερινός ελληνικός χώρος διαμορφώθηκε ύστερα από σειρές γεωλογικών ανατροπών, ηπειρογενετικών και ορογενετικών κινήσεων της Πλειόκαινης εποχής. Τα γεωλογικά αυτά φαινόμενα, στην περιοχή της προϊστορικής "Αιγηίδος", προκάλεσαν κατακερματισμό και καταποντισμό διάφορων τμημάτων ξηράς, ενώ αλλού ανάδυση άλλων τμημάτων ξηράς από τη θάλασσα. Προηγουμένως, κατά την Ολιγόκαινη εποχή, με την αλπική πτύχωση σχηματίστηκαν με προέκταση των "Δειναρίδων" οροσειρών οι "Ελληνίδες" οροσειρές, οι οποίες σκέπασαν τον ηπειρωτικό κορμό της Ελλάδας, την Πελοπόννησο, την Κρήτη. Έτσι, η χώρα διαμορφώθηκε κυρίως σε ορεινή, με μέγιστο κατακόρυφο και οριζόντιο διαμελισμό και με πολλά ρήγματα (Κορινθιακός κόλπος, κοιλάδα Σπερχειού, Μαλιακός κόλπος, στενό Ευρίπου, ρήγμα Ιονίου πελάγους κ.λ.π.). Παράλληλα δημιουργήθηκαν πολυάριθμα νησιά, πολλά από τα οποία είναι ηφαιστειογενή, σκορπισμένα σε μια θαλάσσια περιοχή γεμάτη από υποβρύχιες τάφρους, φρέατα και βυθίσματα. Η γεωλογική διαμόρφωση δεν έχει ακόμα εντελώς οριστικοποιηθεί και γι` αυτό η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μία από τις πιο σεισμογενείς χώρες του κόσμου, αν και η ηφαιστειακή δράση έχει ουσιαστικά ατονήσει και ελάχιστα είναι σήμερα τα ενεργά ηφαίστεια (Σαντορίνη, Νίσυρος).

Όρη
Το ελληνικό ανάγλυφο έχει γενικά ως κύριο χαρακτηριστικό τη συσσώρευση πολλών ορεινών όγκων. Τα 3/5 της χώρας καλύπτονται από βουνά, με ψηλότερο τον Όλυμπο (2.904 μ.) (βλέπε πίνακα βουνών).

Πεδιάδες
Η Ελλάδα είναι ορεινή κυρίως χώρα, γι` αυτό και δεν έχει παρά λίγες και μέτριες σε έκταση πεδιάδες. Μόνο το 1/5 της ξηράς αποτελείται από πεδιάδες, που περιβάλλονται συνήθως από φραγμό ψηλών βουνών ή περιορίζονται από τη θάλασσα. Η μεγαλύτερη πεδινή έκταση της Ελλάδας βρίσκεται στην κεντρική Μακεδονία και απαρτίζεται από τις πεδιάδες της Θεσσαλονίκης, των Γιαννιτσών και της Κατερίνης, οι οποίες όμως αποτελούν ουσιαστικά ενιαίο σύνολο, με έκταση 2.616 τ.χλμ. (βλέπε πίνακα πεδιάδων). Από τις υπόλοιπες πεδιάδες της Κοζάνης-Καϊλαρίων και της Φλώρινας είναι υψίπεδα, που βρίσκονται σε ύψος 620-650 μ., του Δομοκού σε ύψος 300μ., των Φαρσάλων και Τρικάλων-Καρδίτσας με υψόμετρο 120μ., ενώ όλες οι άλλες βρίσκονται σε υψόμετρο κάτω από 100μ.

Ποταμοί
Οι ποταμοί της Ελλάδας είναι μικροί, ακολουθούν τη διεύθυνση των κοιλάδων και χύνονται στις ελληνικές θάλασσες. Γενικά αβαθείς και ορμητικοί, κανένας τους δεν είναι πλωτός και μόνο σε ορισμένα σημεία του Έβρου και του Λουδία μπορούν να κυκλοφορήσουν λέμβοι. Οι ελληνικοί ποταμοί μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες λάσπης και έτσι σχηματίζουν συχνά προσχώσεις και δέλτα στις εκβολές τους. Τα νερά τους όμως από το 1952 άρχισαν να χρησιμοποιούνται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως στον Αχελώο, στον Αλιάκμονα κ.ά. Επίσης αρδεύουν τις γύρω απ` αυτούς πεδινές εκτάσεις και καθιστούν γόνιμο το έδαφός τους. Οι μεγαλύτεροι ποταμοί που διαρρέουν την Ελλάδα είναι ο Έβρος και ο Αξιός. Και οι δύο όμως πηγάζουν έξω από την ελληνική επικράτεια, ο Έβρος από τη Βουλγαρία και ο Αξιός από τα Σκόπια (FYROM). Το μήκος τους μέσα στην Ελλάδα είναι περιορισμένο. Από τους ποταμούς που πηγάζουν μέσα στον ελληνικό χώρο ο μεγαλύτερος είναι ο Αλιάκμονας, που διασχίζει τη Δυτική Μακεδονία και χύνεται στο Θερμαϊκό κόλπο (βλέπε πίνακα ποταμών).

Λίμνες
Οι ελληνικές λίμνες είναι λίγες και μικρές, εκτός από τη Μεγάλη Πρέσπα, η οποία όμως δε βρίσκεται ολόκληρη μέσα στην ελληνική επικράτεια, καθώς μέρος της ανήκει στην Αλβανία και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Η στάθμη των νερών τους δεν είναι σταθερή λόγω των υπόγειων ροών, ενώ πολλές δεν είναι πλωτές σε μεγάλη έκταση. Σε πολλές από αυτές λειτουργούν ιχθυοτροφεία, στα οποία εκτρέφονται κυρίως χέλια και πέστροφες. Οι περισσότερες και μεγαλύτερες βρίσκονται στη Μακεδονία, ενώ υπάρχουν και ορισμένες λιμνοθάλασσες (Αγουλινίτσας, Μεσολογγίου). Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει σοβαρά αποστραγγιστικά έργα στις ελληνικές λίμνες, δύο μάλιστα από αυτές, των Γιαννιτσών και η Κωπαΐδα, έχουν αποξηρανθεί και μεταβλήθηκαν σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις. (βλέπε πίνακα λιμνών).

Θάλασσες
Η Ελλάδα βρέχεται από τρία πελάγη της Ανατολικής Μεσογείου: το Αιγαίο, το Ιόνιο και το Κρητικό, σπουδαιότερο από τα οποία είναι το Αιγαίο, γιατί αποτελεί το δρόμο που συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με τη Μεσόγειο, καθώς και την Ευρώπη με τη Μικρά Ασία, ενώ είναι διάσπαρτο από μικρά και μεγάλα νησιά. Το Κρητικό πέλαγος, καθώς και το Θρακικό και το Μυρτώο, αποτελούν τμήματα του Αιγαίου.
Το Ιόνιο πέλαγος είναι πιο ομαλό από το Αιγαίο. Τα λίγα νησιά του έχουν διάταξη παράλληλη προς τη δυτική ακτή της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το βάθος του πελάγους μέχρι τα νησιά αυτά μόλις που ξεπερνά τα 200 μ. Πέρα όμως από τα νησιά ανοίγεται απότομη και εκτεταμένη υφαλολεκάνη με βάθη που διαρκώς αυξάνονται.
Παραθέτουμε τα μέγιστα βάθη των θαλασσών της Ελλάδας:
α) Φρέαρ Οινουσών: το μέγιστο βάθος 5.090 μ. σημειώνεται σε απόσταση 68 μιλίων νοτιοδυτικά του ακρωτηρίου Ταίναρου. Το βάθος αυτό είναι το μέγιστο της Ελληνικής Τάφρου και της Μεσογείου.
β) Τάφρος Καρπάθου: Μέγιστα βάθη 3.048 μ. και 2.532 μ. νοτιοδυτικά της βορειότερης άκρης της νήσου Καρπάθου. Είναι υφαλοχαράδρα με κατεύθυνση προς τη βορειοανατολική άκρη Σίδερο της Κρήτης και από εκεί προς το μεταξύ της Κρήτης και Θήρας διάστημα. Το μέγιστο βάθος 3.048 μ. βρίσκεται σε απόσταση 40 μιλίων νοτιοανατολικά της άκρης Σίδερο της Κρήτης, ενώ το βάθος των 2.532μ. βρίσκεται σε απόσταση 13 μιλίων βόρεια της νήσου Κάσου.
γ) Τάφρος Βόρειου Αιγαίου. Εκτείνεται μεταξύ Βόρειων Σποράδων και Χαλκιδικής, με μέγιστο βάθος 1.950 μ., 4 μίλια βορειοανατολικά της Σκοπέλου.
δ) Λεκάνη Ρόδου: Βρίσκεται ανατολικά-νοτιοανατολικά της Ρόδου και το μέγιστο βάθος 4.452 μ. σημειώνεται σε απόσταση 49 μιλίων ανατολικά της Ρόδου.

Ακτογραφία
Οι ελληνικές ακτές σχηματίζουν μεγάλο αριθμό χερσονήσων και κόλπων.
α) Χερσόνησοι. Κυριότερη χερσόνησος είναι η Χαλκιδική στο Αιγαίο πέλαγος. Αυτή διαιρείται σε τρεις μικρότερες χερσονήσους: του Αγίου Όρους ή Άθωνος (αρχ. Ακτή), της Κασσάνδρας (αρχ. Παλλήνη) και της Λόγγου (αρχ. Σιθωνία). Η Πελοπόννησος ουσιαστικά είναι και αυτή χερσόνησος, γιατί συνδέεται με τον κορμό της ηπειρωτικής Ελλάδας με τον Ισθμό της Κορίνθου.
β) Κόλποι. Πολυάριθμοι και βαθείς κόλποι σχηματίζονται κατά μήκος των ακτών. Κυριότεροι από αυτούς κατά σειρά από τα ανατολικά όρια της χώρας (Θράκη) είναι ο κόλπος της Αλεξανδρούπολης (Δεδέ Αγάτς), κόλπος που σχηματίζεται στις εκβολές του ποταμού Έβρου, ο κόλπος της Καβάλας, ο Στρυμονικός (Κόλπος Ορφανού) ανάμεσα στη Χαλκιδική και την Ανατολική Μακεδονία, ο κόλπος του Αγίου Όρους (αρχ. Σιγγιτικός) και της Κασσάνδρας (αρχ. Τορωναίος), ανάμεσα στις χερσονήσους της Χαλκιδικής, ο Θερμαϊκός ανάμεσα στη Χαλκιδική και στην Κεντρική Μακεδονία, στον οποίο εκβάλλουν οι ποταμοί Αξιός, Αλιάκμονας, Γαλλικός και Λουδίας, ο Παγασητικός, απέναντι από τη Βόρεια Εύβοια, ο Ευβοϊκός, ανάμεσα στην Εύβοια και τη Στερεά Ελλάδα, ο Μαλλιακός, στο μυχό του Βόρειου Ευβοϊκού κόλπου, ο Σαρωνικός μεταξύ Στερεάς και Βορειοανατολικής Πελοποννήσου, ο Κορινθιακός, που αποτελεί θαλάσσια διαχωριστική ζώνη μεταξύ Στερεάς και Πελοποννήσου και επικοινωνεί με το Ιόνιο πέλαγος με τον πορθμό του Ρίου (ελάχιστο πλάτος 1.850μ.) και με το Αιγαίο με τη διώρυγα της Κορίνθου, που ανοίχτηκε το 1893. Η νότια ακτή του Κορινθιακού κόλπου είναι ομαλή, η βόρεια όμως σχηματίζει τρεις μικρότερους κόλπους, της Ιτέας, των Αντικύρων και των Αιγοσθένων.
Η Πελοπόννησος από ανατολικά προς δυτικά επίσης σχηματίζει τους εξής κόλπους: τον Αργολικό, το Λακωνικό, το Μεσσηνιακό, τον Κυπαρισσιακό και τον Πατραϊκό.
Στη Δυτική ηπειρωτική Ελλάδα κυριότερος κόλπος είναι ο Αμβρακικός, ανάμεσα στην Ήπειρο και τη Στερεά. Συνδέεται με το Ιόνιο πέλαγος διαμέσου του πορθμού της Πρέβεζας, που έχει ελάχιστο πλάτος 400μ.
Στην Κρήτη σχηματίζονται τρεις μεγάλοι κόλποι, της Σούδας, του Μιραμπέλλου και της Μεσσαράς. Στη Λέσβο σχηματίζεται ο κόλπος της Καλλονής, στην Κεφαλονιά του Αργοστολίου και στη Ζάκυνθο ο ομώνυμος κόλπος.
Στους κόλπους αυτούς πρέπει να προστεθούν ορισμένα φυσικά λιμάνια και όρμοι, όπως του Πειραιά, του Βαθέος Σάμου, της Μήλου, του Μούδρου και της Πύλου.
γ) Λιμάνια. Από άποψη εμπορικής κίνησης, αλλά και συγκοινωνιακής, τα σημαντικότερα λιμάνια της Ελλάδας είναι i. Του Πειραιά: Είναι ευρύτατο και βαθύ και έχει κατάλληλη είσοδο, ώστε εύκολα να προσορμίζουν σ` αυτό κάθε είδους πλοία, χωρίς να επηρεάζονται από θαλασσοταραχές. Αποτελεί συγχρόνως συγκοινωνιακό κόμβο με πολλά λιμάνια της Ευρώπης και άλλων ηπείρων. ii. Της Θεσσαλονίκης: Είναι το μεγαλύτερο της Βαλκανικής και εξυπηρετεί τις θαλάσσιες συγκοινωνίες πολλών βαλκανικών χωρών, καθώς αποτελεί τη μοναδική έξοδό τους στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Άλλα μεγάλα λιμάνια της χώρας είναι του Βόλου, του Ηρακλείου, της Ρόδου, της Σύρου, της Ελευσίνας, της Καλαμάτας, της Μυτιλήνης, της Καβάλας, της Πρέβεζας κλπ.
δ) Ακρωτήρια. Τα μεγαλύτερα ακρωτήρια είναι το Ρίο, ο Ακρίτας, το Ταίναρο και ο Μαλέας στην Πελοπόννησο, το Άκτιο απέναντι από την Πρέβεζα, το Σούνιο στην Αττική, το Αρτεμίσιο και ο Καφηρέας στην Εύβοια, το Τρίκερι στη Θεσσαλία και ο Άθως στη Χαλκιδική.
ε) Πορθμοί, διώρυγες κ.τ.λ. Οι σημαντικότεροι πορθμοί και διώρυγες είναι οι εξής: ο πορθμός του Ευρίπου με ελάχιστο πλάτος 40 μ., το Στενό του Ρίου-Αντιρρίου με ελάχιστο πλάτος 1.920 μ., η διώρυγα της Λευκάδας με ελάχιστο πλάτος 20 μ. και μήκος 3,4 μίλια, η διώρυγα της Κορίνθου με ελάχιστο πλάτος 21 μ. και μήκος 6,3 χλμ., ο δίαυλος Ηγουμενίτσας με ελάχιστο πλάτος 70 μ. και μήκος 920 μ., ο δίαυλος της Πρέβεζας με ελάχιστο πλάτος 60 μ. και μήκος 2.650 χλμ., ο δίαυλος Ναυστάθμου Σαλαμίνας με ελάχιστο πλάτος 240 μ. και μήκος 1.020 μ. και ο δίαυλος Πόρου Μεγάρων με ελάχιστο πλάτος 200 μ. και μήκος 2.400 μ.

Θαλάσσια ρεύματα
Μεγάλα θαλάσσια ρεύματα δεν παρουσιάζουν οι ελληνικές θάλασσες. Τα κυριότερα από αυτά είναι τα εξής: α) Το ψυχρό ρεύμα του Εύξεινου Πόντου, που προχωρεί κατά μήκος των ανατολικών ακτών της ηπειρωτικής Ελλάδας και εξαφανίζεται στο νότιο Αιγαίο. Από το ρεύμα αυτό επηρεάζεται το κλίμα των ακτών προς το ψυχρότερο και ξηρότερο. β) Το θερμό ρεύμα της Μεσογείου, που διακλαδίζεται προς το Ιόνιο και το Αιγαίο πέλαγος και καθιστά το κλίμα της Νότιας Ελλάδας θερμό και υγρό.

Νησιά
Πολλά νησιά, μεγάλα, μέτρια, μικρά, καθώς και ερημονήσια και βραχονησίδες περιβάλλουν την Ελλάδα. Η συνολική τους επιφάνεια είναι 25.484 τ.χλμ. Το μήκος των ακτών κατανέμεται ως εξής: Ηπειρωτική Ελλάδα 2.699,3 χλμ., Πελοπόννησος 1.378,7 χλμ., Νησιά 10.943 χλμ. Το συνολικό μήκος ακτών είναι 15.021 χλμ.
Το μεγαλύτερο ελληνικό νησί είναι η Κρήτη, που έχει έκταση 8.336 τ.χλμ., όση δηλ. περίπου και η Θράκη.

Θερμές πηγές
Αφθονούν στην Ελλάδα οι θερμές ιαματικές πηγές. Οι σπουδαιότερες απ` αυτές είναι: α) Στη Μακεδονία: των Ελευθερών, της Καβάλας (οξυανθρακικές, αλκαλικές), του Λαγκαδά Θεσσαλονίκης (αλκαλικές, ραδιενεργές), της Νιγρίτας Σερρών (αλκαλικές, ραδιενεργές), του Σέδες Θεσσαλονίκης (θειούχες), του Βελβενδού Κοζάνης (θειούχες), του Σιδηρόκαστρου Σερρών (αλκαλικές, δισανθρακικές), του Ξυνού Νερού Φλώρινας (οξυανθρακικές, αλκαλικές). β) Στη Θράκη: της Σαμοθράκης (θειούχες). γ) Στην Ήπειρο: των Καβασίλων Ιωαννίνων (θειούχες), του Βρωμονερίου Κόνιτσας (θειούχες). δ) Στη Στερεά Ελλάδα: της Βουλιαγμένης Αττικής (χλωρονατριούχες, θειούχες, οξυανθρακικές), της Υπάτης (θειούχες), του Πλατύστομου Φθιώτιδας (οξυανθρακικές, αλκαλικές, σιδηρούχες, θειούχες), των Καμένων Βούρλων Λοκρίδας (ραδιενεργές), της Αιδηψού Εύβοιας (οξυανθρακικές θερμές αλιπηγές), της Αίγινας (αλκαλικές), των Θερμοπυλών Φθιώτιδας (θειούχες) κ.λ.π. ε) Στη Θεσσαλία: του Τσάγεζι (σιδηρούχες, οξυανθρακικές), της Δρανίτσας (θειούχες), του Σμοκόβου Καρδίτσας (αλκαλικές). στ) Στην Πελοπόννησο: των Μεθάνων (οξυανθρακικές, θειούχες), του Λουτρακίου Κορινθίας (αλκαλικές), της Κυλλήνης Ηλείας (θειούχες), του Καϊάφα Ολυμπίας (θειούχες) κ.ά. ζ) Στην Κρήτη: της Λέντας Ηρακλείου (αλκαλικές). η) Στα νησιά του Αιγαίου: της Θερμής Λέσβου (αλκαλικές, θειούχες, σιδηρούχες), του Πολυχνίτου Λέσβου (αλκαλικές), της Κεράμου Χίου (θειούχες, αλκαλικές), της Κουρνού Λήμνου (θειούχες). θ) Στις Κυκλάδες: της Κύθνου (θερμές, σιδηρούχες και ιωδοβρομιούχες αλιπηγές), της Σάριζας Άνδρου (οξυανθρακικές, χλωρονατριούχες).
Οι θερμότερες απ` αυτές είναι του Πολυχνίτου Λέσβου (87° C). Της Αιδηψού κυμαίνονται μεταξύ 65°C-78° C. Οι πιο ραδιενεργές είναι των Καμένων Βούρλων.

Χλωρίδα
Χαρακτηριστικά μεσογειακή χώρα η Ελλάδα, είναι πλούσια σε αειθαλή και σκληρόφυλλα δέντρα και θάμνους και σε αρωματικά φυτά. Το σύνολο του φυτικού κόσμου της ανέρχεται σε 4.045 είδη, από τα οποία κυριαρχούν η ελιά, η λεύκα, ο πλάτανος, το κυπαρίσσι, η συκιά, η δάφνη, το πεύκο, το έλατο, η δρυς, η καστανιά, τα εσπεριδοειδή, η άμπελος, η χαρουπιά κ.ά. Πολυάριθμα είναι τα είδη των λουλουδιών, από τα οποία τα περισσότερα καλλωπιστικά, ανθοκομικά και καρποφόρα έχουν εισαχθεί από άλλες χώρες, όπως ο λωτός (Ν Ασία), η αροκάρια (Νήσοι Νόρφολκ), το γιασεμί (Μαλαισία), η ορτανσία (Κίνα), ο υάκινθος (Κεντρική Αμερική), ο βασιλικός, η μαντζουράνα κ.ά. Τέλος στη χώρα φύονται πάνω από 1.200 συνολικά ενδημικά είδη, τα περισσότερα από τα οποία στην Κρήτη, τις Κυκλάδες και το Άγιο Όρος.

Πανίδα
Ο ζωικός κόσμος της Ελλάδας έχει μεσογειακό χαρακτήρα, με πολυπληθέστερα τα παραθαλάσσια και θαλάσσια ζώα. Έχουν καταμετρηθεί 50 είδη θηλαστικών, 362 πτηνών, 300 είδη ψαριών και πολλά άλλα θαλάσσια είδη και ερπετά. Γενικά έχουν καταγραφεί 1.500 είδη ζώων.
Η επέκταση της ανθρώπινης δραστηριότητας έχει περιορίσει πολύ την άγρια πανίδα: τα άγρια ζώα, όπως ο λύκος, η αρκούδα, το αγριογούρουνο, το ελάφι, το αγριοκάτσικο και το τσακάλι, είναι σπάνια σήμερα. Από τα ήμερα συνήθη είναι τα πρόβατα, τα ιπποειδή, τα βοοειδή, οι κατσίκες και διάφορα άλλα κατοικίδια.
Τα πτηνά είναι κυρίως αποδημητικά (χελιδόνια, αγριόπαπιες, ερωδιοί, πελαργοί, ορτύκια, τρυγόνια κ.α.). Υπάρχουν όμως και ενδημικά αρπακτικά (γύπας, αετός, γεράκι, κουκουβάγια) και αλεκτοροειδή. Ιδιαίτερα αφθονούν τα είδη των ερπετών.

περισσότερα

Παρόμοιοι Προορισμοί

Με μια ματιά

Γη φωτεινή, αφού ο ήλιος ανατέλλει από το απείρου κάλλους βουνό του Ταϋγέτου και φωτίζει το χτες και το σήμερα αυτού του πανέμορφου τόπου, με το καλοκαίρι να κρατά περισσότερο από το κανονικό, με τη καταγάλανη, την πεντακάθαρη και βραβευμένη για την καθαρότητα θάλασσά της, που απολαμβάνουν χειμώνα - καλοκαίρι ντόπιοι και επισκέπτες.

Χάρτης Ταξιδιού Μεσσηνία