fb

Πληροφορίες για: Ρέθυμνο

Το Ρέθυμνο είναι πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού της Κρήτης. Εμφανίζει μεγάλη τουριστική κίνηση κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ οι 10.500 και πλέον ενεργοί φοιτητές καθιστούν την πόλη ιδιαίτερα ζωντανή κατά την υπόλοιπη περίοδο του χρόνου.Ο πληθυσμός της πόλης ανέρχεται σε 34.300 κατοίκους. Είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Κρήτης μετά το Ηράκλειο και τα Χανιά.

Η παλιά πόλη στο Ρέθυμνο είναι από τις πιο καλοδιατηρημένες αναγεννησιακές πόλεις. Βρίσκεται στην καρδιά του σημερινού Ρεθύμνου και συνδυάζει την ανατολίτικη όψη της Τουρκοκρατίας με την Ενετική αρχιτεκτονική αναγεννησιακού χαρακτήρα.

Μετα την κατάκτηση της Κρήτης από τους Βενετούς (1204), η οικοδόμηση της πόλης του Ρεθύμνου γίνεται με βάση την ενετική αρχιτεκτονική. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν Βενετοί τεχνίτες, μεταγενέστερα τη θέση τους πήραν Κρητικοί "μουράροι", δηλαδή πρωτομάστορες εκπαιδευμένοι από τους Βενετούς.

Οι κατοικίες του Ρεθύμνου ρυμοτομικά έχουν οργανωθεί σε άμεση σχέση με τη θάλασσα καθώς η κύρια ενετική οδός Ruga Maistra (η σημερινή παραλιακή λεωφόρος Ελ. Βενιζέλου στο Ρέθυμνο) ήταν παράλληλη προς αυτή, σε αντίθεση με το Ηράκλειο και τα Χανιά που η πόλη είναι κλειστή προς τη θάλασσα για αμυντικούς λόγους και ο κεντρικός δρόμος είναι κάθετος προς αυτή.

Τα ιδιωτικά μέγαρα στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου, για οικονομικούς κυρίως λόγους δεν είναι αντίστοιχα της μητρόπολης. Επιπλέον, η έντονη Κρητική παράδοση στην αρχιτεκτονική δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί, ενώ οι αναγεννησιακές επιδράσεις είναι εμφανείς κυρίως στις προσόψεις οικοδομών. Τέλος σε αντίθεση με το Ηράκλειο και τα Χανιά, στο Ρέθυμνο επικρατεί ο ελληνικός χαρακτήρας, καθώς οι περισσότεροι ευγενείς ήταν Έλληνες, οι λεγόμενοι "Αρχοντορωμαίοι".

Με την καταστροφή του 1571 από τον Ουλούτζ Αλή καταστράφηκαν πολλά μνημεία με στοιχεία γοτθικής αρχιτεκτονικής ενώ το Ρέθυμνο χτίζεται ξανά σχεδόν εξ ολοκλήρου το τρίτο τέταρτο του 16ου.

Διάσπαρτες στα στενά της παλιάς πόλης διατηρούνται πολλές κατοικίες, εξαιρετικά δείγματα τούρκικης αρχιτεκτονικής. Τυπικό χαρακτηριστικό της είναι η ευρεία χρήση ξύλου.

Ο τρόπος δόμησης στα χρόνια της τούρκικης κατάκτησης (1646 - 1898) αλλάζει και η καλοπελεκημένη πέτρα των ενετών δίνει τη θέση της στον ξύλινο σκελετό γεμισμένο με πέτρες, μικρού μεγέθους χωρίς καμία επεξεργασία, και λάσπη (μπαγδατί). Ο τοίχος κατόπιν επιχρίεται με πλούσιο σοβά. Ο πάνω όροφος σχεδόν πάντα προεξέχει (σαχνισί) και ντύνεται με ξύλο, συχνά με το λεγόμενο καφασωτό, δηλαδή πλέγμα ξύλου. Στο Ρέθυμνο οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν κατά κόρον τα ήδη υπάρχοντα ενετικά δημόσια και ιδιωτικά κτίσματα, τα οποία και διαμόρφωσαν ανάλογα με τις ανάγκες που υπέβαλε η χρήση που ήθελαν να τους δώσουν.

Σήμερα η παλιά πόλη του Ρεθύμνου αποτελεί ζωντανό μουσείο μνημείων των τελευταίων αιώνων. Παρά τις καταστροφές που υπέστη στον Β? Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλά ενετικά και τούρκικα μνημεία διατηρήθηκαν καθώς η πόλη δεν έχει πληγεί από σεισμούς.

Ένας περίπατος στα σοκάκια της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου μοιάζει για τον επισκέπτη σαν ένα ταξίδι σε μία άλλη εποχή. 

Το Ενετικό λιμάνι του Ρεθύμνου

Ξεκινώντας από το μικρό ενετικό λιμάνι στο Ρέθυμνο μπορούμε να θαυμάσουμε τον λιμενοβραχίονα που κάποτε προστάτευε το λιμάνι και φτιάχτηκε από τους Ενετούς τον 13ο αιώνα. Ο μικρός βενετσιάνικος λιμενοβραχίονας με τον ψηλό τοίχο κατάφερε με αξιοπρέπεια να αντιμετωπίσει τα αγριεμένα κύματα του Κρητικού Πελάγους και να βγεί αλώβητος από την δυσκολη μάχη. Πραγματικά εντυπωσιάζει η άριστη κατάσταση στην οποία διατηρείται παρ' όλο που έχουν περάσει τόσοι αιώνες. Σήμερα εξωτερικά από αυτόν υπάρχει ένας πολύ μεγαλύτερος λιμενοβραχίονας κι ένα νέο λιμάνι, απ' όπου φεύγουν τα επιβατικά πλοία από το Ρέθυμνο για Πειραιά και Σαντορίνη. Στην άκρη του λιμενοβραχίονα στέκεται επιβλητικά ο φάρος, που όμως δεν είναι κι αυτός βενετσιάνικος, αλλά κτίστηκε από τους Τούρκους μετά τον 17ο αιώνα. Κατά μήκος του λιμανιού από τη μεριά της πόλης του Ρεθύμνου, εκεί που σήμερα στεγάζονται πολυάριθμες ψαροταβέρνες, η ομοιομορφία των προσόψεών των κτιριίων συνδυάζεται αρμονικά με το αρχικά ενετικά κτίρια και τις μεταγενέστερες τούρκικες προσθήκες σε ένα γραφικό σύνολο. Το ενετικό λιμάνι του Ρεθύμνου δεν φιλοξενεί πια βενετσιάνικες γαλέρες και τούρκικα πολεμικά πλοία, αλλά οι ψαρόβαρκες που λικνίζονται στα νερά του δημιουργούν μια όμορφη και γαλήνια εικόνα. Το λιμάνι σφύζει από ζωή το καλοκαίρι, όταν οι ταβέρνες βγάζουν τα τραπέζια έξω και προσκαλούν τους περαστικούς να καθίσουν για να απολαύσουν την κουζίνα τους, ελληνική ή ξένη. Από το Ρέθυμνο ξεκινούν μικρά πλοία για ημερήσιες εκδρομές στις γειτονικές παραλίες. Κάποια από αυτά είναι φτιαγμένα σαν παλιά ξύλινα ιστιοφόρα και συμπληρώνουν την νοσταλγική αίσθηση που προσφέρει το βενετσιάνικο λιμάνι. Το χειμώνα η εικόνα στο Ρέθυμνο και το παλιό λιμάνι είναι διαφορετική. Οι τουρίστες απουσιάζουν και μαζί τους κλείνουν οι περισσότερες ταβέρνες. Στο καφέ όμως στην άκρη του λιμανιού, που μένει ανοικτό χειμώνα - καλοκαίρι, ντόπιοι και φοιτητές απολαμβάνουν τις χειμωνιάτικες λιακάδες.

Η Μεγάλη Πόρτα

Παίρνονταςτο γνώριμο πλακόστρωτο δρόμο, θα βρεθεί κανείς στο άνοιγμα μπροστά στην Μεγάλη Πόρτα ή Porta Guora. Αν και έχει υποστεί αρκετές μετατροπές από το πέρασμα του χρόνου πρόκειται για τη μεγαλοπρεπή είσοδο των οχυρώσεων μετά την επέκταση του οικισμού του Ρεθύμνου, οχυρώσεις οι οποίες χτίστηκαν στο διάστημα μεταξύ 1540 και 1570 βασισμένες σε σχέδιο του Michele Sammicheli. Από αυτές τις οχυρώσεις ελάχιστα έχουν απομείνει εξαιτίας της συνεχούς επέκτασης του οικισμού μετά την τούρκικη κατάληψη, όπου σταδιακά γκρεμιζόταν το τείχος για να μετατραπεί σε κατοικήσιμο χώρο. Στην αρχική της μορφή το ημικυκλικό τόξο, που σώζεται σήμερα, επιστεφόταν από τριγωνικό αέτωμα με ανάγλυφο το λιοντάρι του Αγ. Μάρκου. Ο Ρέκτορας της πόλης στα χρόνια του οποίου φτιάχτηκε η πύλη, ήταν ο J. Guoro, από αυτόν πήρε και το όνομά της. Η Μεγάλη Πόρτα οδηγεί στην κεντρική Πλατεία όπου και βρίσκονταν τα λαμπρά δημόσια κτίρια. Δίπλα από την πύλη χτίστηκε το 1670 τζαμί, κατά την τουρκική συνήθεια, το λεγόμενο τζαμί της Μεγάλης Πόρτας. Αυτό και αφιερώθηκε στη Βαλιδέ Σουλτάνα, μητέρα του Σουλτάνου Ιμπραήμ. Ορατός είναι από την πλατεία μπροστά στην πύλη ο μιναρές, κτίσμα του 1878.

 

Η Κρήνη Ριμόντι

Η Κρήνη Ριμόντι βρίσκεται στην καρδιά της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου και, πολλούς αιώνες τώρα, προσφέρει δροσερό νερό στους περαστικούς. Η κρήνη Ριμόντι χτίστηκε το 1626 από τον ενετό Ρέκτορα του Ρεθύμνου Α. Ριμόντι, από τον οποίο πήρε και το όνομά της. Από τρεις κρουνούς σχήματος λεοντοκεφαλής τρέχει νερό αντίστοιχα σε τρεις γούρνες. Πάνω τους εδράζονται τρεις ραβδωτοί κιονίσκοι που καταλήγουν σε κορινθιακά κιονόκρανα με φύλλα άκανθας και υποβαστάζουν επιστύλιο με την επιγραφή LIBERALITATIS και FONTES. Στο κέντρο τραβάει την προσοχή το οικόσημο των Ριμόντι.

Πληροφορίες για τις Χώρες

Ελλάδα

Η Ελλάς είναι κράτος στο νότιο άκρο της Βαλκανικής ή χερσονήσου του Αίμου και αποτελεί επίσης τη νοτιοανατολική άκρη της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, συνορεύοντας προς Βορρά με την Αλβανία, τη FYROM ή ΠΓΔM, τμήμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας και την Βουλγαρία και προς Ανατολάς με την Τουρκία.

Γεωγραφία

Γεωλογική διαμόρφωση
Ο σημερινός ελληνικός χώρος διαμορφώθηκε ύστερα από σειρές γεωλογικών ανατροπών, ηπειρογενετικών και ορογενετικών κινήσεων της Πλειόκαινης εποχής. Τα γεωλογικά αυτά φαινόμενα, στην περιοχή της προϊστορικής "Αιγηίδος", προκάλεσαν κατακερματισμό και καταποντισμό διάφορων τμημάτων ξηράς, ενώ αλλού ανάδυση άλλων τμημάτων ξηράς από τη θάλασσα. Προηγουμένως, κατά την Ολιγόκαινη εποχή, με την αλπική πτύχωση σχηματίστηκαν με προέκταση των "Δειναρίδων" οροσειρών οι "Ελληνίδες" οροσειρές, οι οποίες σκέπασαν τον ηπειρωτικό κορμό της Ελλάδας, την Πελοπόννησο, την Κρήτη. Έτσι, η χώρα διαμορφώθηκε κυρίως σε ορεινή, με μέγιστο κατακόρυφο και οριζόντιο διαμελισμό και με πολλά ρήγματα (Κορινθιακός κόλπος, κοιλάδα Σπερχειού, Μαλιακός κόλπος, στενό Ευρίπου, ρήγμα Ιονίου πελάγους κ.λ.π.). Παράλληλα δημιουργήθηκαν πολυάριθμα νησιά, πολλά από τα οποία είναι ηφαιστειογενή, σκορπισμένα σε μια θαλάσσια περιοχή γεμάτη από υποβρύχιες τάφρους, φρέατα και βυθίσματα. Η γεωλογική διαμόρφωση δεν έχει ακόμα εντελώς οριστικοποιηθεί και γι` αυτό η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μία από τις πιο σεισμογενείς χώρες του κόσμου, αν και η ηφαιστειακή δράση έχει ουσιαστικά ατονήσει και ελάχιστα είναι σήμερα τα ενεργά ηφαίστεια (Σαντορίνη, Νίσυρος).

Όρη
Το ελληνικό ανάγλυφο έχει γενικά ως κύριο χαρακτηριστικό τη συσσώρευση πολλών ορεινών όγκων. Τα 3/5 της χώρας καλύπτονται από βουνά, με ψηλότερο τον Όλυμπο (2.904 μ.) (βλέπε πίνακα βουνών).

Πεδιάδες
Η Ελλάδα είναι ορεινή κυρίως χώρα, γι` αυτό και δεν έχει παρά λίγες και μέτριες σε έκταση πεδιάδες. Μόνο το 1/5 της ξηράς αποτελείται από πεδιάδες, που περιβάλλονται συνήθως από φραγμό ψηλών βουνών ή περιορίζονται από τη θάλασσα. Η μεγαλύτερη πεδινή έκταση της Ελλάδας βρίσκεται στην κεντρική Μακεδονία και απαρτίζεται από τις πεδιάδες της Θεσσαλονίκης, των Γιαννιτσών και της Κατερίνης, οι οποίες όμως αποτελούν ουσιαστικά ενιαίο σύνολο, με έκταση 2.616 τ.χλμ. (βλέπε πίνακα πεδιάδων). Από τις υπόλοιπες πεδιάδες της Κοζάνης-Καϊλαρίων και της Φλώρινας είναι υψίπεδα, που βρίσκονται σε ύψος 620-650 μ., του Δομοκού σε ύψος 300μ., των Φαρσάλων και Τρικάλων-Καρδίτσας με υψόμετρο 120μ., ενώ όλες οι άλλες βρίσκονται σε υψόμετρο κάτω από 100μ.

Ποταμοί
Οι ποταμοί της Ελλάδας είναι μικροί, ακολουθούν τη διεύθυνση των κοιλάδων και χύνονται στις ελληνικές θάλασσες. Γενικά αβαθείς και ορμητικοί, κανένας τους δεν είναι πλωτός και μόνο σε ορισμένα σημεία του Έβρου και του Λουδία μπορούν να κυκλοφορήσουν λέμβοι. Οι ελληνικοί ποταμοί μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες λάσπης και έτσι σχηματίζουν συχνά προσχώσεις και δέλτα στις εκβολές τους. Τα νερά τους όμως από το 1952 άρχισαν να χρησιμοποιούνται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως στον Αχελώο, στον Αλιάκμονα κ.ά. Επίσης αρδεύουν τις γύρω απ` αυτούς πεδινές εκτάσεις και καθιστούν γόνιμο το έδαφός τους. Οι μεγαλύτεροι ποταμοί που διαρρέουν την Ελλάδα είναι ο Έβρος και ο Αξιός. Και οι δύο όμως πηγάζουν έξω από την ελληνική επικράτεια, ο Έβρος από τη Βουλγαρία και ο Αξιός από τα Σκόπια (FYROM). Το μήκος τους μέσα στην Ελλάδα είναι περιορισμένο. Από τους ποταμούς που πηγάζουν μέσα στον ελληνικό χώρο ο μεγαλύτερος είναι ο Αλιάκμονας, που διασχίζει τη Δυτική Μακεδονία και χύνεται στο Θερμαϊκό κόλπο (βλέπε πίνακα ποταμών).

Λίμνες
Οι ελληνικές λίμνες είναι λίγες και μικρές, εκτός από τη Μεγάλη Πρέσπα, η οποία όμως δε βρίσκεται ολόκληρη μέσα στην ελληνική επικράτεια, καθώς μέρος της ανήκει στην Αλβανία και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Η στάθμη των νερών τους δεν είναι σταθερή λόγω των υπόγειων ροών, ενώ πολλές δεν είναι πλωτές σε μεγάλη έκταση. Σε πολλές από αυτές λειτουργούν ιχθυοτροφεία, στα οποία εκτρέφονται κυρίως χέλια και πέστροφες. Οι περισσότερες και μεγαλύτερες βρίσκονται στη Μακεδονία, ενώ υπάρχουν και ορισμένες λιμνοθάλασσες (Αγουλινίτσας, Μεσολογγίου). Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει σοβαρά αποστραγγιστικά έργα στις ελληνικές λίμνες, δύο μάλιστα από αυτές, των Γιαννιτσών και η Κωπαΐδα, έχουν αποξηρανθεί και μεταβλήθηκαν σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις. (βλέπε πίνακα λιμνών).

Θάλασσες
Η Ελλάδα βρέχεται από τρία πελάγη της Ανατολικής Μεσογείου: το Αιγαίο, το Ιόνιο και το Κρητικό, σπουδαιότερο από τα οποία είναι το Αιγαίο, γιατί αποτελεί το δρόμο που συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με τη Μεσόγειο, καθώς και την Ευρώπη με τη Μικρά Ασία, ενώ είναι διάσπαρτο από μικρά και μεγάλα νησιά. Το Κρητικό πέλαγος, καθώς και το Θρακικό και το Μυρτώο, αποτελούν τμήματα του Αιγαίου.
Το Ιόνιο πέλαγος είναι πιο ομαλό από το Αιγαίο. Τα λίγα νησιά του έχουν διάταξη παράλληλη προς τη δυτική ακτή της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το βάθος του πελάγους μέχρι τα νησιά αυτά μόλις που ξεπερνά τα 200 μ. Πέρα όμως από τα νησιά ανοίγεται απότομη και εκτεταμένη υφαλολεκάνη με βάθη που διαρκώς αυξάνονται.
Παραθέτουμε τα μέγιστα βάθη των θαλασσών της Ελλάδας:
α) Φρέαρ Οινουσών: το μέγιστο βάθος 5.090 μ. σημειώνεται σε απόσταση 68 μιλίων νοτιοδυτικά του ακρωτηρίου Ταίναρου. Το βάθος αυτό είναι το μέγιστο της Ελληνικής Τάφρου και της Μεσογείου.
β) Τάφρος Καρπάθου: Μέγιστα βάθη 3.048 μ. και 2.532 μ. νοτιοδυτικά της βορειότερης άκρης της νήσου Καρπάθου. Είναι υφαλοχαράδρα με κατεύθυνση προς τη βορειοανατολική άκρη Σίδερο της Κρήτης και από εκεί προς το μεταξύ της Κρήτης και Θήρας διάστημα. Το μέγιστο βάθος 3.048 μ. βρίσκεται σε απόσταση 40 μιλίων νοτιοανατολικά της άκρης Σίδερο της Κρήτης, ενώ το βάθος των 2.532μ. βρίσκεται σε απόσταση 13 μιλίων βόρεια της νήσου Κάσου.
γ) Τάφρος Βόρειου Αιγαίου. Εκτείνεται μεταξύ Βόρειων Σποράδων και Χαλκιδικής, με μέγιστο βάθος 1.950 μ., 4 μίλια βορειοανατολικά της Σκοπέλου.
δ) Λεκάνη Ρόδου: Βρίσκεται ανατολικά-νοτιοανατολικά της Ρόδου και το μέγιστο βάθος 4.452 μ. σημειώνεται σε απόσταση 49 μιλίων ανατολικά της Ρόδου.

Ακτογραφία
Οι ελληνικές ακτές σχηματίζουν μεγάλο αριθμό χερσονήσων και κόλπων.
α) Χερσόνησοι. Κυριότερη χερσόνησος είναι η Χαλκιδική στο Αιγαίο πέλαγος. Αυτή διαιρείται σε τρεις μικρότερες χερσονήσους: του Αγίου Όρους ή Άθωνος (αρχ. Ακτή), της Κασσάνδρας (αρχ. Παλλήνη) και της Λόγγου (αρχ. Σιθωνία). Η Πελοπόννησος ουσιαστικά είναι και αυτή χερσόνησος, γιατί συνδέεται με τον κορμό της ηπειρωτικής Ελλάδας με τον Ισθμό της Κορίνθου.
β) Κόλποι. Πολυάριθμοι και βαθείς κόλποι σχηματίζονται κατά μήκος των ακτών. Κυριότεροι από αυτούς κατά σειρά από τα ανατολικά όρια της χώρας (Θράκη) είναι ο κόλπος της Αλεξανδρούπολης (Δεδέ Αγάτς), κόλπος που σχηματίζεται στις εκβολές του ποταμού Έβρου, ο κόλπος της Καβάλας, ο Στρυμονικός (Κόλπος Ορφανού) ανάμεσα στη Χαλκιδική και την Ανατολική Μακεδονία, ο κόλπος του Αγίου Όρους (αρχ. Σιγγιτικός) και της Κασσάνδρας (αρχ. Τορωναίος), ανάμεσα στις χερσονήσους της Χαλκιδικής, ο Θερμαϊκός ανάμεσα στη Χαλκιδική και στην Κεντρική Μακεδονία, στον οποίο εκβάλλουν οι ποταμοί Αξιός, Αλιάκμονας, Γαλλικός και Λουδίας, ο Παγασητικός, απέναντι από τη Βόρεια Εύβοια, ο Ευβοϊκός, ανάμεσα στην Εύβοια και τη Στερεά Ελλάδα, ο Μαλλιακός, στο μυχό του Βόρειου Ευβοϊκού κόλπου, ο Σαρωνικός μεταξύ Στερεάς και Βορειοανατολικής Πελοποννήσου, ο Κορινθιακός, που αποτελεί θαλάσσια διαχωριστική ζώνη μεταξύ Στερεάς και Πελοποννήσου και επικοινωνεί με το Ιόνιο πέλαγος με τον πορθμό του Ρίου (ελάχιστο πλάτος 1.850μ.) και με το Αιγαίο με τη διώρυγα της Κορίνθου, που ανοίχτηκε το 1893. Η νότια ακτή του Κορινθιακού κόλπου είναι ομαλή, η βόρεια όμως σχηματίζει τρεις μικρότερους κόλπους, της Ιτέας, των Αντικύρων και των Αιγοσθένων.
Η Πελοπόννησος από ανατολικά προς δυτικά επίσης σχηματίζει τους εξής κόλπους: τον Αργολικό, το Λακωνικό, το Μεσσηνιακό, τον Κυπαρισσιακό και τον Πατραϊκό.
Στη Δυτική ηπειρωτική Ελλάδα κυριότερος κόλπος είναι ο Αμβρακικός, ανάμεσα στην Ήπειρο και τη Στερεά. Συνδέεται με το Ιόνιο πέλαγος διαμέσου του πορθμού της Πρέβεζας, που έχει ελάχιστο πλάτος 400μ.
Στην Κρήτη σχηματίζονται τρεις μεγάλοι κόλποι, της Σούδας, του Μιραμπέλλου και της Μεσσαράς. Στη Λέσβο σχηματίζεται ο κόλπος της Καλλονής, στην Κεφαλονιά του Αργοστολίου και στη Ζάκυνθο ο ομώνυμος κόλπος.
Στους κόλπους αυτούς πρέπει να προστεθούν ορισμένα φυσικά λιμάνια και όρμοι, όπως του Πειραιά, του Βαθέος Σάμου, της Μήλου, του Μούδρου και της Πύλου.
γ) Λιμάνια. Από άποψη εμπορικής κίνησης, αλλά και συγκοινωνιακής, τα σημαντικότερα λιμάνια της Ελλάδας είναι i. Του Πειραιά: Είναι ευρύτατο και βαθύ και έχει κατάλληλη είσοδο, ώστε εύκολα να προσορμίζουν σ` αυτό κάθε είδους πλοία, χωρίς να επηρεάζονται από θαλασσοταραχές. Αποτελεί συγχρόνως συγκοινωνιακό κόμβο με πολλά λιμάνια της Ευρώπης και άλλων ηπείρων. ii. Της Θεσσαλονίκης: Είναι το μεγαλύτερο της Βαλκανικής και εξυπηρετεί τις θαλάσσιες συγκοινωνίες πολλών βαλκανικών χωρών, καθώς αποτελεί τη μοναδική έξοδό τους στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Άλλα μεγάλα λιμάνια της χώρας είναι του Βόλου, του Ηρακλείου, της Ρόδου, της Σύρου, της Ελευσίνας, της Καλαμάτας, της Μυτιλήνης, της Καβάλας, της Πρέβεζας κλπ.
δ) Ακρωτήρια. Τα μεγαλύτερα ακρωτήρια είναι το Ρίο, ο Ακρίτας, το Ταίναρο και ο Μαλέας στην Πελοπόννησο, το Άκτιο απέναντι από την Πρέβεζα, το Σούνιο στην Αττική, το Αρτεμίσιο και ο Καφηρέας στην Εύβοια, το Τρίκερι στη Θεσσαλία και ο Άθως στη Χαλκιδική.
ε) Πορθμοί, διώρυγες κ.τ.λ. Οι σημαντικότεροι πορθμοί και διώρυγες είναι οι εξής: ο πορθμός του Ευρίπου με ελάχιστο πλάτος 40 μ., το Στενό του Ρίου-Αντιρρίου με ελάχιστο πλάτος 1.920 μ., η διώρυγα της Λευκάδας με ελάχιστο πλάτος 20 μ. και μήκος 3,4 μίλια, η διώρυγα της Κορίνθου με ελάχιστο πλάτος 21 μ. και μήκος 6,3 χλμ., ο δίαυλος Ηγουμενίτσας με ελάχιστο πλάτος 70 μ. και μήκος 920 μ., ο δίαυλος της Πρέβεζας με ελάχιστο πλάτος 60 μ. και μήκος 2.650 χλμ., ο δίαυλος Ναυστάθμου Σαλαμίνας με ελάχιστο πλάτος 240 μ. και μήκος 1.020 μ. και ο δίαυλος Πόρου Μεγάρων με ελάχιστο πλάτος 200 μ. και μήκος 2.400 μ.

Θαλάσσια ρεύματα
Μεγάλα θαλάσσια ρεύματα δεν παρουσιάζουν οι ελληνικές θάλασσες. Τα κυριότερα από αυτά είναι τα εξής: α) Το ψυχρό ρεύμα του Εύξεινου Πόντου, που προχωρεί κατά μήκος των ανατολικών ακτών της ηπειρωτικής Ελλάδας και εξαφανίζεται στο νότιο Αιγαίο. Από το ρεύμα αυτό επηρεάζεται το κλίμα των ακτών προς το ψυχρότερο και ξηρότερο. β) Το θερμό ρεύμα της Μεσογείου, που διακλαδίζεται προς το Ιόνιο και το Αιγαίο πέλαγος και καθιστά το κλίμα της Νότιας Ελλάδας θερμό και υγρό.

Νησιά
Πολλά νησιά, μεγάλα, μέτρια, μικρά, καθώς και ερημονήσια και βραχονησίδες περιβάλλουν την Ελλάδα. Η συνολική τους επιφάνεια είναι 25.484 τ.χλμ. Το μήκος των ακτών κατανέμεται ως εξής: Ηπειρωτική Ελλάδα 2.699,3 χλμ., Πελοπόννησος 1.378,7 χλμ., Νησιά 10.943 χλμ. Το συνολικό μήκος ακτών είναι 15.021 χλμ.
Το μεγαλύτερο ελληνικό νησί είναι η Κρήτη, που έχει έκταση 8.336 τ.χλμ., όση δηλ. περίπου και η Θράκη.

Θερμές πηγές
Αφθονούν στην Ελλάδα οι θερμές ιαματικές πηγές. Οι σπουδαιότερες απ` αυτές είναι: α) Στη Μακεδονία: των Ελευθερών, της Καβάλας (οξυανθρακικές, αλκαλικές), του Λαγκαδά Θεσσαλονίκης (αλκαλικές, ραδιενεργές), της Νιγρίτας Σερρών (αλκαλικές, ραδιενεργές), του Σέδες Θεσσαλονίκης (θειούχες), του Βελβενδού Κοζάνης (θειούχες), του Σιδηρόκαστρου Σερρών (αλκαλικές, δισανθρακικές), του Ξυνού Νερού Φλώρινας (οξυανθρακικές, αλκαλικές). β) Στη Θράκη: της Σαμοθράκης (θειούχες). γ) Στην Ήπειρο: των Καβασίλων Ιωαννίνων (θειούχες), του Βρωμονερίου Κόνιτσας (θειούχες). δ) Στη Στερεά Ελλάδα: της Βουλιαγμένης Αττικής (χλωρονατριούχες, θειούχες, οξυανθρακικές), της Υπάτης (θειούχες), του Πλατύστομου Φθιώτιδας (οξυανθρακικές, αλκαλικές, σιδηρούχες, θειούχες), των Καμένων Βούρλων Λοκρίδας (ραδιενεργές), της Αιδηψού Εύβοιας (οξυανθρακικές θερμές αλιπηγές), της Αίγινας (αλκαλικές), των Θερμοπυλών Φθιώτιδας (θειούχες) κ.λ.π. ε) Στη Θεσσαλία: του Τσάγεζι (σιδηρούχες, οξυανθρακικές), της Δρανίτσας (θειούχες), του Σμοκόβου Καρδίτσας (αλκαλικές). στ) Στην Πελοπόννησο: των Μεθάνων (οξυανθρακικές, θειούχες), του Λουτρακίου Κορινθίας (αλκαλικές), της Κυλλήνης Ηλείας (θειούχες), του Καϊάφα Ολυμπίας (θειούχες) κ.ά. ζ) Στην Κρήτη: της Λέντας Ηρακλείου (αλκαλικές). η) Στα νησιά του Αιγαίου: της Θερμής Λέσβου (αλκαλικές, θειούχες, σιδηρούχες), του Πολυχνίτου Λέσβου (αλκαλικές), της Κεράμου Χίου (θειούχες, αλκαλικές), της Κουρνού Λήμνου (θειούχες). θ) Στις Κυκλάδες: της Κύθνου (θερμές, σιδηρούχες και ιωδοβρομιούχες αλιπηγές), της Σάριζας Άνδρου (οξυανθρακικές, χλωρονατριούχες).
Οι θερμότερες απ` αυτές είναι του Πολυχνίτου Λέσβου (87° C). Της Αιδηψού κυμαίνονται μεταξύ 65°C-78° C. Οι πιο ραδιενεργές είναι των Καμένων Βούρλων.

Χλωρίδα
Χαρακτηριστικά μεσογειακή χώρα η Ελλάδα, είναι πλούσια σε αειθαλή και σκληρόφυλλα δέντρα και θάμνους και σε αρωματικά φυτά. Το σύνολο του φυτικού κόσμου της ανέρχεται σε 4.045 είδη, από τα οποία κυριαρχούν η ελιά, η λεύκα, ο πλάτανος, το κυπαρίσσι, η συκιά, η δάφνη, το πεύκο, το έλατο, η δρυς, η καστανιά, τα εσπεριδοειδή, η άμπελος, η χαρουπιά κ.ά. Πολυάριθμα είναι τα είδη των λουλουδιών, από τα οποία τα περισσότερα καλλωπιστικά, ανθοκομικά και καρποφόρα έχουν εισαχθεί από άλλες χώρες, όπως ο λωτός (Ν Ασία), η αροκάρια (Νήσοι Νόρφολκ), το γιασεμί (Μαλαισία), η ορτανσία (Κίνα), ο υάκινθος (Κεντρική Αμερική), ο βασιλικός, η μαντζουράνα κ.ά. Τέλος στη χώρα φύονται πάνω από 1.200 συνολικά ενδημικά είδη, τα περισσότερα από τα οποία στην Κρήτη, τις Κυκλάδες και το Άγιο Όρος.

Πανίδα
Ο ζωικός κόσμος της Ελλάδας έχει μεσογειακό χαρακτήρα, με πολυπληθέστερα τα παραθαλάσσια και θαλάσσια ζώα. Έχουν καταμετρηθεί 50 είδη θηλαστικών, 362 πτηνών, 300 είδη ψαριών και πολλά άλλα θαλάσσια είδη και ερπετά. Γενικά έχουν καταγραφεί 1.500 είδη ζώων.
Η επέκταση της ανθρώπινης δραστηριότητας έχει περιορίσει πολύ την άγρια πανίδα: τα άγρια ζώα, όπως ο λύκος, η αρκούδα, το αγριογούρουνο, το ελάφι, το αγριοκάτσικο και το τσακάλι, είναι σπάνια σήμερα. Από τα ήμερα συνήθη είναι τα πρόβατα, τα ιπποειδή, τα βοοειδή, οι κατσίκες και διάφορα άλλα κατοικίδια.
Τα πτηνά είναι κυρίως αποδημητικά (χελιδόνια, αγριόπαπιες, ερωδιοί, πελαργοί, ορτύκια, τρυγόνια κ.α.). Υπάρχουν όμως και ενδημικά αρπακτικά (γύπας, αετός, γεράκι, κουκουβάγια) και αλεκτοροειδή. Ιδιαίτερα αφθονούν τα είδη των ερπετών.

περισσότερα

Παρόμοιοι Προορισμοί

Με μια ματιά

Καλώς να ορίσετε στην πόλη που ξέρει να ζει, να αγαπά και να προσφέρει.

Χάρτης Ταξιδιού Ρέθυμνο