fb

Πληροφορίες για: Αρμενία

Περιγραφή

Η Αρμενία (Αρμενικά: Հայաստան - Χαγιαστάν), επίσημα Δημοκρατία της Αρμενίας, είναι μια χώρα της Ευρασίας ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και την Κασπία Θάλασσα στο Νότιο Καύκασο. Συνορεύει στα δυτικά με την Τουρκία, στα βόρεια με τη Γεωργία, ανατολικά με το Αζερμπαϊτζάν και το Ιράν στα νότια. Βρίσκεται στο σταυροδρόμι ανάμεσα στην Ανατολική Ευρώπη και τη Δυτική Ασία, ενώ είχε και έχει εκτεταμένους κοινωνικοπολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς με την Ευρώπη.
Πρώην Σοβιετική Δημοκρατία και τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης, η Αρμενία είναι σήμερα μια πολυκομματική δημοκρατία, με αρχαία και ιστορική πολιτιστική κληρονομιά. Το Βασίλειο της Αρμενίας ήταν το πρώτο κράτος που υιοθέτησε το Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία στις αρχές του 4ου αιώνα (η παράδοση αναφέρει ως ημερομηνία το έτος 301). Η σύγχρονη Δημοκρατία της Αρμενίας είναι κατά το σύνταγμά της κοσμικό κράτος, αν και η χριστιανική πίστη παίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία και την αυτοσυνείδηση του αρμενικού λαού. Η Αρμενία είναι μέλος σε πάνω από 40 διεθνείς οργανισμούς, μεταξύ άλλων στα Ηνωμένα Έθνη, το Συμβούλιο της Ευρώπης, την Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης, την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και τον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία στη Μαύρη Θάλασσα. Συμμετέχει επίσης στο πρόγραμμα του ΝΑΤΟ "Συνεργασία για την ειρήνη" (PfP) και στον Οργανισμό Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας. Είναι επίσης μέλος-παρατηρητής στην Ευρασιατική Οικονομική Κοινότητα και στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Η χώρα, εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης, βρίσκεται ανάμεσα στις σφαίρες επιρροής της Ρωσίας και της Δύσης.

Ετυμολογία
Το όνομα της χώρας στην Αρμενική γλώσσα είναι Χάικ. Κατά το Μεσαίωνα, το όνομα αυτό επεκτάθηκε σε Χαγιαστάν με την προσθήκη της περσικής κατάληξης -σταν (που σημαίνει χώρα, τόπος). Το όνομα κατά την παράδοση προέρχεται από τον Χάικ, μυθικό γενάρχη των Αρμενίων και δισέγγονο του Νώε, που σύμφωνα με τον Μωυσή της Κορέν νίκησε τον Βαβυλώνιο βασιλιά Μπελ το 2492 π.Χ. και εγκαταστάθηκε μαζί με το λαό του στην περιοχή του όρους Αραράτ. Δεν υπάρχει επιβεβαιωμένη περαιτέρω εξήγηση του ονόματος. Το εξώνυμο Αρμενία απαντάται για πρώτη φορά το 515 π.Χ. στην επιγραφή του Μπεχιστούν στην παλαιά περσική ως Αρμίνα. Στα ελληνικά το όνομα Αρμενία απαντάται περίπου την ίδια εποχή, με πιθανή προέλευση ένα απόσπασμα που αποδίδεται στον Εκαταίο τον Μιλήσιο από τα 476 π.Χ. Ο Ηρόδοτος στα 440 π.Χ. έγραφε "Ἀρμένιοι δὲ κατά περ Φρύγες ἐσεσάχατο, ἐόντες Φρυγῶν ἄποικοι" δηλαδή "οι Αρμένιοι ήταν εξοπλισμένοι σαν τους Φρύγες, αφού ήταν άποικοι των Φρυγών" (7.73). Μερικές δεκαετίες αργότερα ο Ξενοφώντας, στην περιγραφή της εκστρατείας του κατά των Περσών, περιγράφει με αρκετή λεπτομέρεια τη ζωή των Αρμένιων χωρικών και τη φιλοξενία τους. Αναφέρει ότι μιλούσαν μια γλώσσα που στα δικά του αυτιά έμοιαζε με τη γλώσσα των Περσών.

Αρχαιότητα
Οι Αρμένιοι κατάγονται από τους αρχαίους Χουρρίτες οι οποίοι από την 3η χιλιετία π.Χ. δημιούργησαν αξιόλογους πολιτισμούς στα υψίπεδα που περιβάλλουν το Αραράτ, πάνω στο οποίο, σύμφωνα με την ιουδαϊκή και χριστιανική πίστη, προσάραξε η κιβωτός του Νώε μετά τον κατακλυσμό (Γένεση 8:4). Το πρώτο γνωστό βασίλειο των Χουρριτών βρισκόταν την 3η χιλιετία π.Χ. στην πόλη Ουρκές (σημερινή Τέλλ Μοζάν), σύμμαχοι των Ακκάδων, καταλύθηκαν από τους Αμορραίους της Μαρί τον 18ο αιώνα π.Χ. Ακολούθησε το βασίλειο των Γιαμχάντ στην βόρεια Συρία,καταλύθηκε από τους Χετταίους στην διάρκεια της εκστρατείας του βασιλιά Μουρσίλις Α΄ εναντίον της Βαβυλώνας. Η κοσμοκρατορία των Μιτάννι κράτησε περίπου δύο αιώνες (15ος – 14ος αιώνας π.Χ.), κατέλαβαν και την Ασσυρία ως την εποχή που ο Χετταίος βασιλιάς Σουπιλουλιούμας Α΄ τους έκανε υποτελείς τους. Στην συνέχεια κυριάρχησαν στην περιοχή τα βασίλεια των Χαγιάζα-Άσι (1500-1200 π.Χ.), οι Ναϊρί (1200 – 1000 π.Χ.) και οι Ουραρτού (1000 – 600 π.Χ.). Καθένας από αυτούς τους λαούς και τα βασίλεια συντέλεσαν στην εθνογένεση του αρμενικού λαού. Το Γιερεβάν, πρωτεύουσα της σύγχρονης Αρμενίας, ιδρύθηκε το 782 π.Χ. από τον βασιλιά των Ουραρτού Αργκίσθι Α'. Γύρω στο 600 π.Χ. ιδρύθηκε το Βασίλειο της Αρμενίας από τη Δυναστεία των Οροντιδών. Το βασίλειο έφτασε στην ακμή του κατά το 95-66 π.Χ., την εποχή του Τιγράνη του Μέγα, και ήταν ένα από τα πιο ισχυρά βασίλεια της περιοχής. Το βασίλειο της Αρμενίας υπήρξε άλλοτε ανεξάρτητο και άλλοτε προτεκτοράτο ισχυρότερων αυτοκρατοριών. Η στρατηγική θέση της Αρμενίας, μεταξύ δυο ηπείρων, προκάλεσε την εισβολή πολλών λαών ανά τους αιώνες, όπως οι Ασσύριοι, οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Άραβες, οι Μογγόλοι, οι Πέρσες, οι Οθωμανοί και οι Ρώσοι.
Στις αρχές του 4ου αιώνα η Αρμενία έγινε το πρώτο κράτος στην ιστορία που υιοθέτησε το Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία, ενώ χριστιανικές κοινότητες είχαν κάνει την εμφάνισή τους ήδη από το 40 μ.Χ. Υπήρχαν επίσης και παγανιστικές κοινότητες, όμως προσηλυτίστηκαν στο χριστιανισμό από τους πολυάριθμους ιεραπόστολους που έδρασαν στην Αρμενία. Ο Τιριδάτης Γ' έγινε ο πρώτος μονάρχης που εκχριστιάνισε επίσημα τους υπηκόους του, δέκα χρόνια πριν την παύση των διώξεων από το Γαλέριο και τριάντα χρόνια πριν βαπτιστεί ο Μέγας Κωνσταντίνος. Μετά την κατάρρευση του Βασιλείου της Αρμενίας στα 428, το μεγαλύτερο μέρος του ενσωματώθηκε στην Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Μετά την αρμενική εξέγερση που κορυφώθηκε στη Μάχη του Βαρτανάντζ το 451, οι Χριστιανοί Αρμένιοι διατήρησαν τη θρησκευτική τους ελευθερία, ενώ στην περιοχή παραχωρήθηκε καθεστώς αυτονομίας. Το δυτικό τμήμα του βασιλείου της Αρμενίας ενσωματώθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και οργανώθηκε σε τέσσερα θέματα από τον Ιουστινιανό, οι Αρμένιοι στο τμήμα αυτό έγιναν Βυζαντινοί πολίτες. Οι Αρμένιοι ήταν μεγάλοι στρατιωτικοί ηγέτες και σκληροί μαχητές γι'αυτό διέπρεψαν τον επόμενο αιώνα στο Βυζάντιο αναδεικνύοντας ισχυρούς στρατηγούς και αυτοκράτορες όπως ο Ηράκλειος γιος ενός επίσης σπουδαίου Αρμένιου στρατηγού του Ηρακλείου έξαρχου της Καρχηδόνας. Ο Αρμένιος ιστορικός Σεβεός που έζησε τον 7ο αιώνα μ.Χ. περιγράφει αναλυτικά τα γεγονότα της εποχής του ως την κατάκτηση της χώρας του από τους Άραβες το 661.

Μεσαίωνας
Μετά την κατάκτησή της από τους Άραβες η Αρμενία έγινε το Εμιράτο της Αρμενίας, μια αυτόνομη περιοχή μέσα στην Αραβική αυτοκρατορία, παίρνοντας πίσω και τα εδάφη που είχαν πριν αποτελέσει τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το Εμιράτο κυβερνούνταν από τον Πρίγκιπα της Αρμενίας, που αναγνωριζόταν από τον Χαλίφη και τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Ήταν τμήμα της διοικητικής υποδιαίρεσης Αμρινίγια που δημιουργήθηκε από τους Άραβες, που περιελάμβανε και τμήματα της Γεωργίας και της Αλβανίας του Καυκάσου, και είχε ως πρωτεύουσα την αρμενική πόλη Ντβιν. Το πριγκιπάτο διατηρήθηκε μέχρι το 884, όταν και απέκτησε και πάλι την ανεξαρτησία του από την αποδυναμωμένη πλέον Αραβική Αυτοκρατορία. Το νέο βασίλειο κυβερνήθηκε από την Δυναστεία των Βαγρατιδών, και κράτησε έως το 1045. Με το πέρασμα του χρόνου, πολλά τμήματα της Βαγρατιδικής Αρμενίας διαχωρίστηκαν ως ανεξάρτητα βασίλεια και πριγκιπάτα, όπως το βασίλειο του Βασπουραχάν που κυβερνούνταν από τον Οίκο των Αρτσρούνι, που ωστόσο αναγνώριζαν την εξουσία των Βαγρατιδών βασιλέων. Το 1045, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατέκτησε τη Βαγραδιτική Αρμενία και σύντομα και τα υπόλοιπα αρμενικά κράτη. Η κατοχή από τους Βυζαντινούς ήταν σύντομη, καθώς το 1071 οι Σελτζούκοι Τούρκοι τους νίκησαν στη Μάχη του Ματζικέρτ κατακτώντας την Αρμενία και εγκαθιδρύοντας την Αυτοκρατορία των Σελτζούκων. Για να αποφύγει το θάνατο ή την υποτέλεια στα χέρια αυτών που δολοφόνησαν τον πρόγονό του Γκαγκίκ Β', βασιλιά της Ανί, πρωτεύουσας του βασιλείου των Βαγρατίδων, ο Ρουπέν Α', μαζί με μερικούς ακόμη Αρμένιους, κατέφυγε στα φαράγγια της οροσειράς του Ταύρου και από εκεί στην Ταρσό της Κιλικίας. Ο Βυζαντινός κυβερνήτης της πόλης τους φιλοξένησε. Λίγο αργότερα εκεί θα ιδρυόταν το Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας. Η αυτοκρατορία των Σελτζούκων σύντομα άρχισε να καταρρέει. Στις αρχές του 12ου αιώνα, πρίγκιπες από των οίκο των Ζακαριδών εγκαθίδρυσαν ένα ημιαυτόνομο πριγκιπάτο στη βόρεια και ανατολική Αρμενία, που έμεινε γνωστό ως Ζακαριδική Αρμενία. Οι ευγενείς της οικογένειας των Ομπελιάν διακυβέρνησαν μαζί με τους Ζακαρίδες διάφορα τμήματα της χώρας.

Υπό Ξένη Κατοχή
Κατά τη δεκαετία του 1230 οι Μογγόλοι Ιλκχάν κατέκτησαν το πριγκηπάτο και τον υπόλοιπη Αρμενία. Τις εισβολές των Μογγόλων σύντομα ακολούθησαν αυτές άλλων φυλών της Κεντρικής Ασίας, που συνεχίστηκαν έως και το 15ο αιώνα. Μετά από τόσες εισβολές, που καθεμιά τους έφερνε την καταστροφή στη χώρα, η Αρμενία αποδυναμώθηκε. Κατά το 16ο αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι Πέρσες Σαφαβίδες μοιράστηκαν την Αρμενία. Αργότερα, η Ρωσική Αυτοκρατορία ενσωμάτωσε την ανατολική Αρμενία (που αποτελούνταν από τα χανάτα του Γιερεβάν και του Καραμπάχ) το 1813 και 1828.
Κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, οι Αρμένιοι απολάμβαναν σχετικά μεγάλη αυτονομία στις περιοχές τους και ζούσαν σε σχετική αρμονία με τις άλλες εθνοτικές ομάδες της αυτοκρατορίας (συμπεριλαμβανομένων των κυρίαρχών τους Τούρκων). Παρόλα αυτά, σαν Χριστιανοί που ζούσαν σε ένα αυστηρά Μουσουλμανικό κοινωνικό σύστημα, οι Αρμένιοι υπήρξαν θύματα διακρίσεων. Στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι Αρμένιοι άρχισαν να διεκδικούν την αυτονομία τους, προέκυψε και το λεγόμενο αρμενικό ζήτημα. Το πρόβλημα της αυτοδιάθεσής τους, όταν ανέλαβαν να το ενισχύσουν και οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής πήρε διεθνείς διαστάσεις. Όταν άρχισαν να διεκδικούν περισσότερα δικαιώματα, ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ οργάνωσε σφαγές των Αρμενίων κατά το 1894-96, με τελικό απολογισμό 100-200.000 θύματα. Ειδικά κατά των Αρμενίων, όπως και κατά άλλων χριστιανών, κάποτε εφαρμόστηκαν ακραία μέτρα όπως η απαγόρευση χρήσης της μητρικής γλώσσας επί ποινή κοψίματος της γλώσσας, κάτι που θεωρείται σύμφωνο με την τουρκική παράδοση. Επίσης, σε έγγραφα του Βρετανικού Foreign Office του 1911 αναφέρεται ότι τοπικοί αξιωματούχοι, παρακάμπτοντας τα προνόμια που είχαν δοθεί στο Αρμενικό Πατριαρχείο για την λειτουργία των σχολείων, έθεταν νομικά εμπόδια στη λειτουργία κάποιων σχολείων. Καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να καταρρέει, η Επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 ανέτρεψε τον Αμπντουλχαμίτ. Οι Αρμένιοι ήλπισαν πως η Επιτροπή Ενότητας και Προόδου θα τους αποκαθιστούσε ως ισότιμους πολίτες. Το 1914 εξαγγέλθηκε ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων που αφορούσαν τους Αρμένιους και διορίστηκε ένας γενικός επιθεωρητής για τα θέματά τους.

Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και η Γενοκτονία των Αρμενίων 

Με το ξέσπασμα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου και την περιφερειακή διαμάχη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας στον Καύκασο και την Περσία, η νέα κυβέρνηση άρχισε να βλέπει με καχυποψία τους Αρμένιους, επειδή στο Ρωσικό στρατό υπήρχε ένα τμήμα Αρμενίων εθελοντών. Στις 24 Απριλίου 1915 διάφοροι σημαίνοντες και διανοούμενοι Αρμένιοι διώχτηκαν από την Κωνσταντινούπολη. Στις 29 Μαΐου 1915 το Οθωμανικό Κοινοβούλιο πέρασε νόμο με τον οποίο διατασσόταν η μετακίνηση των αρμενικών πληθυσμών προς τη σημερινή Συρία, καθώς θεωρούνταν απειλή για την εθνική ασφάλεια. Κατά τη διάρκεια αυτής της μετακίνησης, πέθαναν ή δολοφονήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιοι, στα γεγονότα που σήμερα περιγράφονται με τον όρο "Γενοκτονία των Αρμενίων". Τα γεγονότα αυτά θεωρούνται από τους Αρμένιους και από μεγάλο μέρος των Δυτικών ιστορικών ως γενοκτονία οργανωμένη από το τουρκικό κράτος. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας υποστηρίζουν τη θέση ότι δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις που επιτρέπουν το χαρακτηρισμό των γεγονότων ως γενοκτονία, αν και πρόσφατα η Γενοκτονία των Αρμενίων αναγνωρίστηκε από το Κοινοβούλιο των ΗΠΑ. Οι τουρκικές αρχές υποστηρίζουν ότι οι θάνατοι ήταν αποτέλεσμα εμφυλίου πολέμου, ασθενειών και λιμού, και ότι θύματα υπήρξαν και από τις δυο πλευρές. Οι περισσότερες πηγές υπολογίζουν τον αριθμό των θυμάτων από 30.000 έως 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους. Η Αρμενία και η αρμενική διασπορά εδώ και πάνω από 30 χρόνια κάνουν διεθνή εκστρατεία για την αναγνώριση της Γενοκτονίας. Ως ημέρα μνήμης θεωρείται η 24η Απριλίου, όταν και ξεκίνησαν οι διωγμοί κατά των Αρμενίων. Αν και ο Ρωσικός στρατός κυρίευσε το μεγαλύτερο μέρος της Οθωμανικής Αρμενίας κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εδαφικές αυτές κτήσεις χάθηκαν με τη Ρωσική Επανάσταση του 1917. Τότε, η υπό ρωσικό έλεγχο Ανατολική Αρμενία, η Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν επιχείρησαν να δημιουργήσουν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Υπερκαυκασίας, που ωστόσο διήρκεσε μόλις μέχρι το Μάιο του 1918, όταν τα συμβαλλόμενα μέρη αποφάσισαν τη διάλυσή της. Κατόπιν, η Ανατολική Αρμενία ανεξαρτητοποιήθηκε στις 28 Μαΐου 1918 ως Δημοκρατία της Αρμενίας

Δημοκρατία της Αρμενίας
Η σύντομη αυτή ανεξαρτησία σημαδεύτηκε από πόλεμο, εδαφικές αμφισβητήσεις, μαζική εισροή προσφύγων από την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, επιδημίες και λιμό. Παρόλα αυτά, οι νικήτριες του Πολέμου δυνάμεις της Αντάντ θέλησαν να ενισχύσουν το νέο αρμενικό κράτος με κεφάλαια και άλλες μορφές βοήθειας. Κατά το τέλος του Πολέμου, η Αντάντ επεδίωκε τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Συνθήκη των Σεβρών, που υπογράφηκε ανάμεσα στους νικητές του Πολέμου και την Υψηλή Πύλη στις 10 Αυγούστου 1920, εγγυάτο την ύπαρξη της Δημοκρατίας της Αρμενίας και προέβλεπε την προσθήκη σε αυτή επιπλέον των εδαφών της Οθωμανικής Αρμενίας. Καθώς τα νέα σύνορα της χώρας χάραξε ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον, το κράτος μερικές φορές αποκαλείται "Ουιλσονιανή Αρμενία". Υπήρχε επίσης η σκέψη να γίνει η Αρμενία προτεκτοράτο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Συνθήκη, παρόλα αυτά, απορρίφθηκε από το Τουρκικό Εθνικό Κίνημα και δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Το Κίνημα, με αρχηγό τον Κεμάλ Ατατούρκ, χρησιμοποίησε τους ταπεινωτικούς όρους της Συνθήκης ως αφορμή για να πάρει την εξουσία στην Τουρκία και να αντικαταστήσει τη μοναρχία με τη δημοκρατία, επανιδρύοντας το κράτος με πρωτεύουσα την Άγκυρα. Το 1920 τουρκικές εθνικιστικές δυνάμεις εισέβαλλαν στη Δημοκρατία της Αρμενίας από τα ανατολικά, κι έτσι ξεκίνησε ο Τουρκοαρμενικός πόλεμος. Οι τουρκικές δυνάμεις, υπό την ηγεσία του Καζίμ Καραμπεκίρ, κατέλαβαν τα εδάφη που είχε προσαρτήσει η Ρωσία μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877 και το Αλεξαντροπόλ (το σημερινό Γκιουμρί). Οι συγκρούσεις τελείωσαν με τη Συνθήκη του Αλεξαντροπόλ, που υπογράφηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1920. Η Συνθήκη ανάγκασε την Αρμενία να αφοπλίσει το μεγαλύτερο μέρος του στρατού της, να επιστρέψει στην Τουρκία περισσότερο από 50% των προπολεμικών εδαφών της, και να εγκαταλείψει τις αξιώσεις για αρμενικό κράτος κατά το σχέδιο Ουίλσον και τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών. Ταυτόχρονα όμως, η Εντέκατη Στρατιά της Σοβιετικής Ένωσης εισέβαλε στην Αρμενία στο Καραβανσαράι (το σημερινό Ιτζεβάν) στις 29 Νοεμβρίου. Έως τις 4 Δεκεμβρίου, οι Σοβιετικές δυνάμεις είχαν μπει στο Γιερεβάν, σημαίνοντας και το τέλος της Δημοκρατίας της Αρμενίας.

Σοβιετική Αρμενία
Η Αρμενία ενσωματώθηκε στη Σοβιετική Ένωση και μαζί με τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν αποτέλεσε την Ομοσπονδία Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας, που ιδρύθηκε στις 4 Μαΐου 1922. Με την προσάρτηση αυτή, η Συνθήκη της Αλεξανδρούπολης αντικαταστάθηκε με την τουρκο-σοβιετική Συνθήκη του Καρς. Σύμφωνα με αυτή, η Τουρκία παρέδιδε στη Σοβιετική Ένωση τον έλεγχο της Αζαρίας και του λιμανιού Μπατούμι με αντάλλαγμα την κυριαρχία στις πόλεις Καρς, Αρνταχάν και Ιγντίρ, που όλες ήταν τμήμα της Ρωσικής Αρμενίας. Η ΟΣΣΔΥ συνέχισε να υπάρχει έως το 1936, οπότε διαιρέθηκε σε τρεις ξεχωριστές οντότητες, την Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αρμενίας, την ΣΣΔ του Αζερμπαϊτζάν και την ΣΣΔ της Γεωργίας. Οι Αρμένιοι έζησαν σε κλίμα σχετικής σταθερότητας ως τμήμα της ΕΣΣΔ. Έλαβαν φάρμακα, τρόφιμα και άλλες ενισχύσεις από τη Μόσχα, και το κομμουνιστικό καθεστώς αποτέλεσε θετική εξέλιξη σε σχέση με τα προηγούμενα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κατάσταση δυσκόλεψε για την εκκλησία, που αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα κατά τη Σοβιετική εποχή. Μετά το θάνατο του Λένιν, ηγέτης της ΕΣΣΔ έγινε ο Ιωσήφ Στάλιν οπότε και ξεκίνησε μια νέα εποχή διώξεων για τους Αρμένιους. Όπως συνέβη και με άλλες εθνοτικές μειονότητες που ζούσαν στην ΕΣΣΔ, πολλές χιλιάδες Αρμένιοι εκτοπίστηκαν και άλλοι εκτελέστηκαν. Εκείνη την εποχή ξεκίνησε και η βιομηχανοποίηση της Αρμενίας, που αν και η μικρότερη από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες θα γινόταν ένα από τα σημαντικότερα παραγωγικά κέντρα της ΕΣΣΔ. Η Αρμενία ευτύχησε να μη γνωρίσει την καταστροφή που έπληξε τις δυτικές ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου, αν και ήταν στόχος των Ναζί καθώς αποτελούσε πέρασμα για τα πετρέλαια του Καυκάσου· όμως τελικά τα σχέδιά τους δεν πέτυχαν. Οι Αρμένιοι συμμετείχαν στην πολεμική προσπάθεια της ΕΣΣΔ και θρήνησαν περίπου 150.000 θύματα. Ο Αρμένιος στρατηγός Χοβάνες Μπαγκραμιάν ανέλαβε τη διοίκηση του Μετώπου της Βαλτικής και για τις επιτυχίες του εκεί τιμήθηκε ως Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης. Με το τέλος του πολέμου, οι Αρμένιοι ζήτησαν από το Στάλιν να παρθούν πίσω οι επαρχίες Καρς, Ιγκντίρ και Αρνταχάν που είχαν παραχωρηθεί στην Τουρκία κατά τη συνθήκη του Καρς. Η ΕΣΣΔ κήρυξε τη Συνθήκη άκυρη και ετοιμάστηκε να εισβάλλει στην Τουρκία προκειμένου να προσαρτήσει τα εδάφη αυτά, καθώς όμως εκείνη την εποχή ξεκινούσε ο Ψυχρός Πόλεμος η επέμβαση ματαιώθηκε προκειμένου να μη συμβεί ευρύτερη σύρραξη, καθώς η Τουρκία είχε αρχίσει να αναπτύσσει δεσμούς με τη Δύση. Η ζωή στη Σοβιετική Αρμενία παρουσίασε βελτίωση όταν τα ηνία της ΕΣΣΔ ανέλαβε ο Νικήτα Χρουστσώφ το 1954. Η εκκλησία γνώρισε μια ανανέωση με την ανάληψη καθηκόντων από τον Καθολικό Βάζγκεν Α' το 1955. Το 1967 κατασκευάστηκε ένα μνημείο για τα θύματα της Γενοκτονίας των Αρμενίων στους λόφους πάνω από τον ποταμό Χραζντάν στο Γιερεβάν. Αυτό υπήρξε αποτέλεσμα των μαζικών διαμαρτυριών των Αρμενίων στα 50χρονα της Γενοκτονίας το 1965.
Στην εποχή του Γκορμπατσώφ κατά τη δεκαετία του '80, οι Αρμένιοι άρχισαν να απαιτούν περιβαλλοντικά μέτρα για την περιοχή τους, καθώς η έντονη βιομηχανοποίηση είχε δημιουργήσει μεγάλη ρύπανση. Άρχισαν επίσης εντάσεις μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και του θύλακα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, περιοχή όπου ο πληθυσμός είναι κατά πλειοψηφία αρμενικός και διαχωρίστηκε από την Αρμενία κατά διαταγή του Στάλιν το 1923. Οι Αρμένιοι του Καραμπάχ απαιτούσαν την επανένωσή τους με την Αρμενία. Ειρηνικές πορείες στο Γιερεβάν προς αλληλεγγύη των αιτημάτων των Αρμενίων του Καραμπάχ απαντήθηκαν με ένα πογκρόμ Αρμενίων στην αζερική πόλη του Σουμγκαίτ. Η δεκαετία έκλεισε με έναν καταστρεπτικό σεισμό μεγέθους 7,2 που έπληξε την Αρμενία το 1988 και προκάλεσε το θάνατο 50.000 ανθρώπων και πάρα πολλές υλικές ζημιές. Η ανικανότητα του Γκορμπατσώφ να λύσει τα προβλήματα της Αρμενίας (ειδικά αυτό του Καραμπάχ) δημιούργησε τάσεις ανεξαρτητοποίησης στη χώρα. Το Μάιο του 1990 ιδρύθηκε ο Νέος Αρμενικός Στρατός, δύναμη με αποκλειστικά αρμενική σύνθεση σε αντίθεση με τον Κόκκινο Στρατό της Σοβιετικής Ένωσης. Σύντομα ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ του Αρμενικού Στρατού και Σοβιετικών Δυνάμεων Εσωτερικής Ασφάλειας στο Γιερεβάν, όταν οι Αρμένιοι αποφάσισαν να γιορτάσουν την επέτειο της ίδρυσης της Δημοκρατίας της Αρμενίας, με απολογισμό πέντε νεκρούς Αρμένιους. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν κοντά στην πρωτεύουσα με αποτέλεσμα να βρουν το θάνατο είκοσι έξι επιπλέον Αρμένιοι, κυρίως άμαχοι. Στις 17 Μαρτίου του 1991 η Αρμενία, καθώς και οι Βαλτικές Δημοκρατίες, η Γεωργία και η Μολδαβία, μποϊκοτάρισαν το δημοψήφισμα που διεξάχθηκε στη Σοβιετική Ένωση και στο οποίο 78% των πολιτών αποφάσισαν τη διατήρηση της Ένωσης με τροποποιημένη μορφή.

Ανεξαρτησία
Το 1991 η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και η Αρμενία έγινε ξανά ανεξάρτητο κράτος. Έγινε η πρώτη μη-Βαλτική χώρα που διακήρυξε την ανεξαρτησία της στις 23 Αυγούστου του 1991. Όμως, τα πρώτα χρόνια εκτός Σοβιετικής Ένωσης σημαδεύτηκαν από οικονομικές δυσκολίες καθώς και από την εισβολή της Αρμενίας στο Καραμπάχ κατά τον Πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ ανάμεσα στους Αρμένιους του Καραμπάχ και το Αζερμπαϊτζάν. Τα οικονομικά προβλήματα επιδεινώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από αυτή τη σύγκρουση, καθώς το Κόμμα Λαϊκού Μετώπου του Αζερμπαϊτζάν έπεισε την κυβέρνηση να επιβάλλει σιδηροδρομικό και αεροπορικό αποκλεισμό στην Αρμενία. Το εμπάργκο τσάκισε την οικονομία της Αρμενίας καθώς το 85% των εισαγωγών και εξαγωγών της γίνονταν μέσω σιδηροδρόμου. Το 1993 η Τουρκία επέβαλλε και αυτή αποκλεισμό στην Αρμενία σε υποστήριξη του Αζερμπαϊτζάν. Ο Πόλεμος του Καραμπάχ τελείωσε με την κατάπαυση πυρός που επιβλήθηκε το 1994 μετά από προσπάθειες των Ρώσων. Ο πόλεμος θεωρήθηκε επιτυχημένος για τους Αρμένιους του Καραμπάχ που στο τέλος του έλεγχαν το 14% του διεθνώς αναγνωρισμένου εδάφους του Αζερμπαϊτζάν, έκταση που συμπεριλαμβάνει και τον θύλακα του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Από τότε η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν διεξάγουν ειρηνευτικές συνομιλίες υπό τη μεσολάβηση του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη. Το διοικητικό καθεστώς του Καραμπάχ δεν έχει καθοριστεί ακόμη με σαφήνεια. Οι οικονομίες και των δυο χωρών έχουν πληγεί από την απουσία μιας τελικής συμφωνίας και τα σύνορα της Αρμενίας με το Αζερμπαϊτζάν και την Τουρκία παραμένουν κλειστά. Καθώς μπαίνει στο Εικοστό Πρώτο αιώνα, η Αρμενία αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες. Παρόλα αυτά, έχει καταφέρει κάπως να βελτιώσει τη θέση της. Έχει στραφεί προς την οικονομία της αγοράς και το 2008 ήταν η 28η οικονομικά πιο απελευθερωμένη χώρα του κόσμου. Οι σχέσεις της με την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών έχουν βοηθήσει το εμπόριό της να αναπτυχθεί. Φυσικό αέριο, πετρέλαιο και άλλες πρώτες ύλες φτάνουν μέσω δυο χωρών, της Γεωργίας και του Ιράν, με τις οποίες η Αρμενία διατηρεί καλές και στενές σχέσεις.

Οικονομία

Η οικονομία της Αρμενίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις επενδύσεις και την οικονομική βοήθεια των Αρμενίων της διασποράς. Πριν την ανεξαρτητοποίησή της, η οικονομία της Αρμενίας βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη βιομηχανία, που παρήγαγε μεταξύ άλλων χημικά, ηλεκτρονικά, μηχανές, τρόφιμα, συνθετικό καουτσούκ και υφάσματα. Η Αρμενία ήταν σημαντικό παραγωγικό και βιομηχανικό κέντρο της Σοβιετικής Ένωσης, αυτό όμως είχε το μειονέκτημα ότι η οικονομία της εξαρτώταν από εξωτερικούς παράγοντες. Η αγροτική παραγωγή συνεισέφερε μόνο 20% στο ΑΕΠ πριν το 1991, και η Αρμενική ΣΣΔ προσέφερε εργαλειομηχανές, υφάσματα και άλλα βιομηχανικά προϊόντα στις άλλες Δημοκρατίες με αντάλλαγμα πρώτες ύλες και ενέργεια. Τα ορυχεία της Αρμενίας παράγουν χαλκό, ψευδάργυρο, χρυσό και μόλυβδο. Το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας παράγεται με καύσιμα που έρχονται από τη Ρωσία, τόσο φυσικό αέριο όσο και πυρηνικά καύσιμα, για το μοναδικό πυρηνικό εργοστάσιο της Αρμενίας στο Μεντζαμόρ. Η κύρια πηγή ενέργειας είναι τα υδροηλεκτρικά έργα. Μικρά κοιτάσματα άνθρακα, φυσικού αερίου και πετρελαίου που έχουν εντοπιστεί δεν έχουν ακόμα αξιοποιηθεί. Όπως συνέβη και σε άλλες πρώην Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης, η οικονομία της Αρμενίας έμεινε μετέωρη μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, καθώς ήταν προσαρμοσμένη στον κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό της Μόσχας. Η υποστήριξη που παρείχε η ΕΣΣΔ στις βιομηχανίες και επιχειρήσεις εξαφανίστηκε, με αποτέλεσμα λίγες μόνο να καταφέρουν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους. Επιπλέον, τα καταστρεπτικά αποτελέσματα του σεισμού του 1988, που σκότωσε 50.000 ανθρώπους και άφησε 500.000 άστεγους, είναι ακόμα αισθητά. Η διαμάχη με το Αζερμπαϊτζάν για το θύλακα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ δεν έχει ακόμη λυθεί, και το κλείσιμο των συνόρων με το Αζερμπαϊτζάν και την Τουρκία είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την οικονομία της Αρμενίας, που εξαρτάται από το εξωτερικό όσον αφορά πρώτες ύλες και ενέργεια. Οι εμπορικές οδοί μέσω της Γεωργίας και του Ιράν είναι ανεπαρκείς ή μη αξιόπιστες. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μειώθηκε σχεδόν κατά 60% από το 1989 έως το 1993. Το εθνικό νόμισμα, το ντραμ, έχασε αρκετή από την αξία του λόγω υπερπληθωρισμού τα πρώτα χρόνια μετά την καθιέρωσή του το 1993. Λόγω επίσης των έντονων οικονομικών της προβλημάτων, η Αρμενία είναι τόσο πηγή όσο και πέρασμα για τη διακίνηση (trafficking) γυναικών με προορισμό κυρίως την Ευρώπη και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση κατάφερε να κάνει μεγάλες οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ως αποτέλεσμα είχαν τη δραματική μείωση του πληθωρισμού και μια σταθερή ανάπτυξη. Η κατάπαυση πυρός στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ το 1994 βοήθησε επίσης κάπως την κατάσταση. Η χώρα γνωρίζει οικονομική ανάπτυξη από το 1995 και ο πληθωρισμός έχει πλέον πέσει σε αμελητέα επίπεδα. Νέοι παραγωγικοί τομείς, όπως η κατεργασία πολύτιμων λίθων, η κοσμηματοποιία, η πληροφορική και η τεχνολογία επικοινωνιών, ακόμα και ο τουρισμός έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται πλάι σε πιο παραδοσιακούς τομείς όπως η γεωργία. Αυτή η σταθερή οικονομική πρόοδος προσέλκυσε το ενδιαφέρον διάφορων διεθνών οργανισμών. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης και άλλοι διεθνείς οργανισμοί καθώς και τρίτες χώρες προσφέρουν δάνεια και κεφάλαια στη χώρα. Τα δάνεια προς την Αρμενία από το 1993 έχουν ξεπεράσει το 1,1 δις δολάρια. Το 1994 η κυβέρνηση πέρασε έναν φιλελεύθερο νόμο για τις εξωτερικές επενδύσεις, και το 1997 εξαγγέλθηκε πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης της κρατικής περιουσίας. Η Αρμενία έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στις 5 Φλεβάρη του 2003. Μια από τις κύριες πηγές εξωτερικών επενδύσεων παραμένει η αρμενική διασπορά, που χρηματοδοτεί ένα σημαντικό τμήμα της ανοικοδόμησης των υποδομών, και άλλα δημόσια προγράμματα. Η ανεργία παραμένει σημαντικό πρόβλημα και κυμαίνεται στο 15%, κατάσταση που επιδεινώνεται από την άφιξη χιλιάδων προσφύγων από το Καραμπάχ. Στην έκθεση του 2007 Corruption Perceptions Index για τους δείκτες διαφθοράς σε διάφορες χώρες, η ΜΚΟ Transparency International τοποθετεί την Αρμενία στην 99η θέση ανάμεσα σε 197 χώρες. Η Αρμενία βρισκόταν στην 80η θέση της κατάταξης κατά Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης, την υψηλότερη ανάμεσα στις χώρες της Υπερκαυκασίας. Όσον αφορά το "Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας" η Αρμενία βρισκόταν στην 28η θέση, ψηλότερα από αναπτυγμένες χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία ή η Αυστρία.

Το πολιτικό σύστημα της Αρμενίας είναι προεδρική, πολυκομματική αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας, ο Πρόεδρος είναι ο επικεφαλής της κυβέρνησης. Η εκτελεστική εξουσία εξασκείται από την κυβέρνηση. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο, το οποίο ελέγχεται από τον συνασπισμό τριών κομμάτων: του συντηρητικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Αρμενίας, του κόμματος "Ευημερούσα Αρμενία" και της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας. Τα κυριότερα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι τα "Εξουσία του Νόμου" και "Κληρονομιά", που αμφότερα επιθυμούν την ένταξη της Αρμενίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Δεδηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης είναι να οικοδομήσει μια κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικού τύπου. Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω. Οι διεθνείς παρατηρητές του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχουν αμφισβητήσει την εγκυρότητα των κοινοβουλευτικών και προεδρικών εκλογών και του δημοψηφίσματος για το Σύνταγμα από το 1995, σημειώνοντας παρατυπίες στις εκλογικές διαδικασίες, απροθυμία συνεργασίας της Εκλογικής Επιτροπής και αμέλεια στην τήρηση των εκλογικών καταλόγων και τη συντήρηση των εκλογικών κέντρων. Η ΜΚΟ Freedom House χαρακτηρίζει την Αρμενία ως "σχετικά ελεύθερη" αν και δεν την κατατάσσει στις "εκλογικές δημοκρατίες". Παρά το γεγονός ότι οι προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 2008 χαρακτηρίστηκαν ως γενικά δίκαιες από τον ΟΑΣΑ και άλλους δυτικούς παρατηρητές, ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης και πρώην Πρόεδρος Λεβόν Τερ-Πετροσιάν τις χαρακτήρισε νόθες. Στη χώρα ξέσπασαν ταραχές που είχαν αποτέλεσμα το θάνατο οκτώ ανθρώπων και την επιβολή κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο Τερ-Πετροσιάν κάλεσε τους υποστηρικτές του να αποφύγουν τις συγκρούσεις με την αστυνομία, και το ζήτημα των εκλογών εξετάστηκε στο συνταγματικό δικαστήριο, επικυρώνοντας το αποτέλεσμα και δίνοντας την προεδρία στον Σερζ Σαρκσιάν.

Εξωτερικές σχέσεις
Η Αρμενία διατηρεί καλές σχέσεις σχεδόν με όλα τα κράτη του κόσμου, με δύο εξαιρέσεις: τους γείτονές της Αζερμπαϊτζάν και Τουρκία. Οι σχέσεις με το Αζερμπαϊτζάν κατέρρευσαν κατά τα τελευταία χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης και το ζήτημα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ κυριάρχησε στην περιοχή κατά τη δεκαετία του 1990. Τα σύνορα ανάμεσα στις δυο χώρες παραμένουν κλειστά μέχρι και σήμερα, και δεν έχει βρεθεί μόνιμη λύση στις διαφορές των δυο χωρών. Η Τουρκία έχει επίσης μακρά ιστορία κακών σχέσεων με την Αρμενία, κυρίως λόγω της Γενοκτονίας των Αρμενίων και της διαφορετικής άποψης που έχουν οι δυο χώρες πάνω στο θέμα αυτό. Η διαμάχη στο Καραμπάχ έγινε η επίσημη αιτία να κλείσουν και τα τουρκικά σύνορα με την Αρμενία το 1993. Η Τουρκία μέχρι σήμερα δεν έχει άρει τον αποκλεισμό παρά τις πιέσεις Τούρκων επιχειρηματιών που ενδιαφέρονται για επενδύσεις στις αγορές της Αρμενίας. Λόγω της δύσκολης θέσης της ανάμεσα σε δυο μη φιλικές χώρες, η Αρμενία διατηρεί ισχυρή συμμαχία με τη Ρωσία. Μετά από αίτημα της αρμενικής κυβέρνησης, η Ρωσία διατηρεί μια στρατιωτική βάση στην πόλη Γκιουμρί της νοτιοδυτικής Αρμενίας, ως αποτρεπτική δύναμη κατά της Τουρκίας, και αεροπορική δύναμη για την επιτήρηση του εναέριου χώρου της Αρμενίας. Παρόλα αυτά, η Αρμενία προσανατολίζεται και στη συνεργασία με Ευρωατλαντικές δυνάμεις τα τελευταία χρόνια. Διατηρεί καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα καθώς υπάρχει μεγάλη αρμενική διασπορά στη χώρα αυτή. Σύμφωνα με πηγές των Ηνωμένων Εθνών, στις ΗΠΑ το 2000 ζούσαν 385.488 Αρμένιοι, από τους οποίους η πλειοψηφία βρίσκεται στην Καλιφόρνια. Η Αρμενία είναι επίσης μέλος του προγράμματος Συνεργασία για την Ειρήνη του ΝΑΤΟ και του Συμβουλίου της Ευρώπης και διατηρεί φιλικές σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικά με τη Γαλλία και την Ελλάδα, όπου υπάρχει σχετικά μεγάλη αρμενική παροικία. Μια δημοσκόπηση του 2005 έδειξε ότι 64% των πολιτών θα ήταν υπέρ της συμμετοχής της Αρμενίας στην Ε.Ε. Πολλοί Αρμένιοι αξιωματούχοι έχουν επίσης εκφράσει την επιθυμία για εισδοχή της χώρας στην Ε.Ε. καθώς και στο ΝΑΤΟ. Ο πρώην Πρόεδρος Ρόμπερτ Κοτσαριάν, ωστόσο, θέλησε να κρατήσει την Αρμενία συνδεδεμένη με τη Ρωσία και την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών, επιθυμώντας τη συνεργασία με την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ αλλά όχι την πλήρη ενσωμάτωση της χώρας στις δυο αυτές δομές.

Η Αρμενία βρίσκεται στα νότια της οροσειράς του Καυκάσου, στην Υπερκαυκασία. Βρίσκεται ανάμεσα στην Κασπία θάλασσα και τον Εύξεινο Πόντο και συνορεύει βόρεια και ανατολικά με τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν και νότια και δυτικά με το Ιράν και την Τουρκία.

Τοπογραφία

Τοπογραφικό ανάγλυφο.
Η Αρμενία, που έχει έκταση 30.000 km2, καταλαμβάνει το βορειοανατολικό τμήμα των Αρμενικών υψιπέδων (με συνολική έκταση 400.000 km2) που είναι γνωστά και ως "Ιστορική Αρμενία" και θεωρούνται πατρίδα των Αρμενίων. Το ανάγλυφο είναι κυρίως ορεινό, με ορμητικά ποτάμια και λίγα δάση. Το κλίμα είναι ορεινό ηπειρωτικό, δηλαδή η χώρα έχει ζεστά καλοκαίρια και κρύους χειμώνες. Το ψηλότερο σημείο είναι το βουνό Αραγάτς (4.095 m) και το χαμηλότερο βρίσκεται σε υψόμετρο 400 μ. Η λίμνη Σεβάν είναι η δεύτερη μεγαλύτερη λίμνη του κόσμου σε αυτό το υψόμετρο, 1.900 μέτρα από το επίπεδο της θάλασσας. Το όρος Αραράτ, που ιστορικά αποτελούσε τμήμα της Αρμενίας, είναι το ψηλότερο βουνό της ευρύτερης περιοχής. Αν και σήμερα αποτελεί τουρκικό έδαφος, είναι ορατό από την Αρμενία και το Γιερεβάν, και θεωρείται από τους Αρμένιους σύμβολο της πατρίδας τους, ενώ απαντάται συχνά και στις παραδόσεις των Αρμενίων. Για αυτούς τους λόγους, το Αραράτ απεικονίζεται στο σημερινό εθνικό σύμβολο της Αρμενίας.

Το κλίμα της Αρμενίας είναι ηπειρωτικό. Τα καλοκαίρια είναι ξηρά και ηλιόλουστα, και κρατούν από τον Ιούνιο έως τα μέσα του Σεπτέμβρη. Η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 22° και 36° βαθμούς Κελσίου, όμως η χαμηλή υγρασία μετριάζει τα αποτελέσματα της ζέστης. Η βραδινή αύρα που κατεβαίνει από τα βουνά προσφέρει αναζωογονητική δροσιά. Η άνοιξη είναι σύντομη, σε αντίθεση με το φθινόπωρο. Οι χειμώνες είναι σχετικά βαριοί, με πολύ χιόνι και θερμοκρασίες που κυμαίνονται μεταξύ -10° και -5 °C.

Η Αρμενία έχει πληθυσμό 3.215.800 ανθρώπων (εκτίμηση Απριλίου 2006) και είναι η δεύτερη πιο πυκνοκατοικημένη από τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες. Ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε δραματικά μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, καθώς ένας σημαντικός αριθμός των κατοίκων μετανάστευσαν. Παρόλα αυτά, η κατάσταση έχει αντιστραφεί τα τελευταία χρόνια, και έχει δημιουργηθεί ένα μικρό ρεύμα επιστροφής στην Αρμενία, που είναι πιθανόν να συνεχιστεί. Η χώρα αναμένεται να αρχίσει πάλι να αυξάνει τον πληθυσμό της κατά το 2010. Οι εθνοτικά Αρμένιοι αποτελούν το 97,9% του πληθυσμού. Οι Γεζίτες (που μιλούν την κουρδική γλώσσα) αποτελούν το 1,3% (περίπου 40.000 άτομα) και οι Ρώσοι το 0,5%. Υπάρχουν και άλλες μειονότητες, όπως Ασσύριοι, Ουκρανοί, Έλληνες, Κούρδοι, Γεωργιανοί και Λευκορώσοι. Υπάρχουν και μικρές κοινότητες Βλάχων, Μορδοβών, Οσσετών, Ούντι και Τατ. Υπάρχουν επίσης και Πολωνοί καθώς και Γερμανοί του Καυκάσου, όμως οι πληθυσμοί τους έχουν σε μεγάλο βαθμό ρωσοποιηθεί. Στα χρόνια της ΕΣΣΔ, οι Αζέροι ήταν ιστορικά η δεύτερη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα στη χώρα (αποτελώντας περίπου το 2,5% το 1989). Όμως, λόγω του πολέμου στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ σχεδόν όλοι έφυγαν από την Αρμενία. Αντίστροφα, η Αρμενία δέχτηκε ένα μεγάλο αριθμό προσφύγων από το Αζερμπαϊτζάν.

Διασπορά
Η Αρμενία έχει αρκετά μεγάλη διασπορά (8 εκατομμύρια άτομα κατά μερικές εκτιμήσεις, αριθμός πολύ μεγαλύτερος από τα περίπου 3 εκατομμύρια κατοίκων της ίδιας της χώρας), και παροικίες Αρμενίων υπάρχουν σε όλο τον κόσμο. Οι μεγαλύτερες αρμενικές κοινότητες απαντώνται στη Ρωσία, τη Γαλλία, το Ιράν, τις ΗΠΑ, τη Γεωργία, τη Συρία, το Λίβανο, την Αργεντινή, την Αυστραλία, τον Καναδά, την Ελλάδα και την Κύπρο, το Ισραήλ και την Ουκρανία. Περί τις 40.000 Αρμένιοι ζουν επίσης στην Τουρκία, κυρίως μέσα και γύρω από την Κωνσταντινούπολη. Περίπου 1.000 Αρμένιοι ζουν στην Αρμένικη συνοικία στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ, όπου παλαιότερα υπήρχε μεγαλύτερη κοινότητα. Στην Ιταλία βρίσκεται το νησί του Σαν Λάτζαρο ντέλι Αρμένι (San Lazzaro degli Armeni, Αγιος Λάζαρος των Αρμενίων), ένα νησί στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας, πάνω στο οποίο βρίσκεται το ομώνυμο μοναστήρι που κατοικείται από Μεχιταριστές, Αρμένιους Καθολικούς. Επιπλέον, περίπου 130.000 Αρμένιοι ζουν στο θύλακα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπου αποτελούν πλειοψηφία.

Στην Ελλάδα
Σημαντική αρμενική παρουσία στην Ελλάδα υπάρχει από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, οι περισσότεροι όμως Αρμένιοι ήρθαν μετά τον Τουρκοαρμενικό Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκατεστημένοι κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, όπου μάλιστα δημιούργησαν μεγάλη παροικία 10.000 κατοίκων, ενώ στο σύνολο έφταναν περίπου 60.000-80.000. Πολλοί από τους Αρμένιους της Ελλάδας αναχώρησαν στα χρόνια μετά τον Β' Παγκόσμιο, είτε επαναπατριζόμενοι στην ΣΣΔ της Αρμενίας είτε μεταναστεύοντας στην Αμερική. Άλλο ένα κύμα μετανάστευσης προς τη χώρα μας παρατηρήθηκε μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, κυρίως προς τη Βόρεια Ελλάδα. Σήμερα οι Αρμένιοι που ζουν στην Ελλάδα υπολογίζονται περίπου σε 33.000-40.000 και ζουν κυρίως στην Αθήνα και τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και τις πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Αρκετές είναι οι αρμενικές εκκλησίες σε όλη την Ελλάδα, ενώ η κοινότητα των Αρμενίων λειτουργεί και έναν αριθμό σχολείων. Υπάρχουν επίσης δυο πολιτιστικά σωματεία, ενώ κυκλοφορεί μια ημερήσια και μια εβδομαδιαία εφημερίδα, καθώς και διμηνιαίο περιοδικό με αρμενικά θέματα.

Θρησκεία
Η κύρια θρησκεία στην Αρμενία είναι ο Χριστιανισμός. Οι ρίζες της Εκκλησίας της Αρμενίας βρίσκονται στον 1ο μ.Χ. αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση, η Εκκλησία της Αρμενίας ιδρύθηκε από δυο από τους Δώδεκα Αποστόλους, τον Θαδδαίο και τον Βαρθολομαίο, που κήρυξαν το Χριστιανισμό στην Αρμενία το 40-60 μ.Χ. Λόγω αυτού, το επίσημο όνομα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αρμενίας είναι Αποστολική Εκκλησία της Αρμενίας. Η Αρμενία ήταν η πρώτη χώρα που υιοθέτησε το Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία, στις αρχές του 4ου αιώνα, κατά την παράδοση το έτος 301. Περίπου το 93% των Αρμενίων υπάγονται στην Εκκλησία της Αρμενίας, που είναι μια Ορθόδοξη Μη Χαλκηδονιανή Εκκλησία. Το τυπικό της είναι έντονα τελετουργικό και οι θέσεις της συντηρητικές, περίπου όπως της Κοπτικής και Συριακής Εκκλησίας. Επίσης αρκετοί Αρμένιοι είναι Καθολικοί (τόσο Ρωμαιοκαθολικοί όσο και Μεχιταριστές, 180.000 κατά το Αρμενικό Καθολικάτο), Προτεστάντες, Μάρτυρες του Ιεχωβά, Αντβεντιστές της Έβδομης Μέρας, Μορμόνοι της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών αλλά και πιστοί της παραδοσιακής αρμενικής θρησκείας και Γεζίτες Κούρδοι, που ζουν στα δυτικά της χώρας. Οι μη-Γεζίτες κούρδοι είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι. Η Αρμενική Καθολική Εκκλησία έχει την έδρα της στο Μπζουμάρ του Λιβάνου. Η Εβραϊκή κοινότητα της χώρας έχει απομείνει με μόλις 750 μέλη καθώς οι περισσότεροι έφυγαν στο εξωτερικό, κυρίως στο Ισραήλ, λόγω των οικονομικών προβλημάτων στην Αρμενία.
 

Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά. Το μοναδικό διεθνές αεροδρόμιο βρίσκεται στην πρωτεύουσα, Γιερεβάν.