fb

Πληροφορίες για: Καζακστάν

Περιγραφή

Το Καζακστάν ή Καζαχστάν (Қазақстан, Казахстан) είναι η ένατη μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο με έκταση 2.717.300 χλμ², αλλά μόλις 62η στον πληθυσμό με περίπου 6 άτομα ανά χλμ². Ο πληθυσμός υπολογίζεται στα 15.522.373, με βάση τις εκτιμήσεις του 2011, από 16.464.464 το 1989 λόγω την αποδημίας των Ρώσων και των Γερμανών της περιοχής του Βόλγα. Ένα μεγάλο μέρος του εδάφους της χώρας αποτελείται από στέπες. Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Αστάνα. Επίσημες γλώσσες της χώρας είναι η καζακική (μια τουρκική γλώσσα) και η ρωσική. Συνορεύει με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, τη Ρωσία, την Κιργιζία, το Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν και τη Μογγολία.

Η περιοχή του σημερινού Καζακστάν κατοικείται από τη Λίθινη εποχή, καθώς το κλίμα και η τοπογραφία ήταν και είναι κατάλληλες για την ανάπτυξη της νομαδικής κτηνοτροφίας. Ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι εξημέρωσαν το άλογο πρώτη φορά στις απέραντες στέπες της περιοχής. Αν και οι αρχαίες πόλεις Ταράζ (Αολί Άτα) και Χαρζάτε Τουρκεστάν αποτέλεσαν σημαντικούς κόμβους στο δρόμο του μεταξιού μεταξύ της ανατολής και της δύσης, η πραγματική κοινωνική και πολιτική οργάνωση ξεκίνησε με την εισβολή των Μογγόλων στις αρχές του 13ου αιώνα. Η Μογγολική αυτοκρατορία καθιέρωσε διοικητικές περιφέρειες, οι οποίες στη συνέχεια υπάχθηκαν στο νεοσύστατο χανάτο των Καζάκων. Όλη αυτή την περίοδο, η νομαδική ζωή και η κτηνοτροφική οικονομία κυριαρχούσαν στις στέπες. Το 15ο αιώνα ξεκίνησε σταδιακά η ανάπτυξη μίας τοπικής Καζάκικης ταυτότητας ανάμεσα στις Τουρκικές φυλές, διαδικασία η οποία εδραιώθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα με την εμφάνιση μίας διακριτής γλώσσας, πολιτισμού και οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, η περιοχή ήταν εστία διαμάχης μεταξύ των τοπικών Καζάκων εμίρηδων και των γειτονικών Περσικών φυλών στα νότια. Στις αρχές του 17ου αιώνα, το χανάτο των Καζάκων αντιμετώπιζε τις επιπτώσεις φυλετικών εντάσεων, οι οποίες είχαν διαχωρίσει τον πληθυσμό στις Μεγάλη, Μεσαία και Μικρή ορδές. Ο πολιτικός αυτός διαχωρισμός και οι τοπικές διαμάχες, παράλληλα με την παρακμή των χερσαίων εμπορικών διαδρομών μεταξύ ανατολής και δύσης, εξασθένισαν το χανάτο. Το 17ο αιώνα οι Καζάκοι αντιμετώπισαν τους Οϊράτς, μία ομοσπονδία δυτικών μογγολικών φυλών, μεταξύ των οποίων τους ιδιαίτερα επιθετικούς Τζουνγκάρς. Το χανάτο έφτασε στο ζενίθ του με τις αρχές του 18ου αιώνα, καθώς την περίοδο αυτή η Μικρή Ορδή συμμετείχε στον πόλεμο κατά των Τζουνγκάρς μεταξύ του 1723 και του 1730, συνέπεια της εισβολής στις καζάκικες περιοχές. Με την ηγεσία του Αμπούν Χάιρ Χαν, οι Καζάκοι είχαν σημαντικές νίκες στον ποταμό Μπουλάντι το 1726 και στη μάχη της Ανρακάι το 1729. Ο Αμπλάι Χαν συμμετείχε στις μεγαλύτερες μάχες από τη δεκαετία του 1720 ως και το 1750, και αποτέλεσε λαϊκό ήρωα.

 

Η Ρωσική Αυτοκρατορία

Το 19ο αιώνα η Ρωσική Αυτοκρατορία ξεκίνησε την επέκτασή της ανατολικά στην κεντρική Ασία. Η περίοδος αυτή, γνωστή και ως η περίοδος του «μεγάλου παιχνιδιού», ιστορικά διήρκεσε από το 1813 ως και την Αγγλο-Ρωσική σύμβαση του 1907. Οι τσάροι της Ρωσίας ήταν οι ηγέτες του μεγαλύτερου μέρους της σημερινής επικράτειας της χώρας. Η Ρωσική Αυτοκρατορία εισήγαγε ένα κεντρικό σύστημα διοίκησης και κατασκεύασε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, στην προσπάθειά της να καθιερώσει την παρουσία της στην κεντρική Ασία, με αντίπαλο τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Αυτοί οι δύο ήταν και οι παίκτες στο επονομαζόμενο «μεγάλο παιχνίδι». Το πρώτο Ρωσικό βήμα έγινε με την ίδρυση του Όρσκ το 1735. Η Ρωσική γλώσσα επιβλήθηκε σε όλα τα σχολεία και τους δημόσιους οργανισμούς και υπηρεσίες. Η επιβολή των Ρωσικών προτύπων συνάντησε μεγάλη αντιπάθεια από την πλευρά των Καζάκων και από τη δεκαετία του 1860, οι περισσότεροι Καζάκοι αντιστέκονταν στη Ρωσική επέκταση, κύρια εξαιτίας της αλλοίωσης της νομαδικής ζωής και των παραδόσεών τους, αλλά και για τους πρακτικούς λόγους των λοιμών που αφάνιζαν σταδιακά τις φυλές τους. Το εθνικό Καζάκικο κίνημα, που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα, ζητούσε τη διατήρηση της τοπικής γλώσσας και ταυτότητας, αντιστεκόμενο στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Από το 1890 και μετέπειτα, ακόμα μεγαλύτεροι πληθυσμοί Ρώσων αποικούσαν τις περιοχές του σημερινού Καζακστάν, και συγκεκριμένα τη σημερινή επαρχία του Σεμιρέτσιε. Ο πληθυσμός αυξήθηκε ακόμα περισσότερο με την ολοκλήρωση του Υπεραραλικού σιδηρόδρομου μεταξύ του Όρενμπουργκ και της Τασκένδης το 1906. Η μετανάστευση προωθήθηκε με την ίδρυση ενός σχετικού διοικητικού οργανισμού στην τότε πρωτεύουσα της Αγίας Πετρούπολης. Το 19ο αιώνα σχεδόν 400.000 Ρώσοι μετανάστευσαν στο Καζακστάν, ενώ περίπου 1 εκατομμύριο Σλάβοι, Γερμανοί και Εβραίοι, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το πρώτο τρίτο του 20ου αιώνα. Ο ανταγωνισμός για τη γη και το νερό μεταξύ των Καζάκων και των μεταναστών δημιούργησε ιδιαίτερες αντιπάθειες μεταξύ τους, αλλά και έντονη δυσαρέσκεια ενάντια στον τσάρο, ειδικά τα τελευταία χρόνια της τσαρικής ηγεμονίας, με σημαντικότερο γεγονός την επανάσταση στην Κεντρική Ασία το 1916. Οι Καζάκοι επιτέθηκαν σε Ρώσους και Κοζάκους κατοίκους και φρουρές. Η επανάσταση κατέληξε σε μία σειρά συγκρούσεων και σε βίαιες σφαγές και από τις δύο πλευρές. Η εκδίκηση των Ρώσων ήταν σκληρή και η στρατιωτική επέμβαση οδήγησε σχεδόν 300.000 Καζάκους ως πρόσφυγες στις ορεινές περιοχές ή την Κίνα. Όταν περίπου 80.000 από αυτούς επέστρεψαν την επόμενη χρονιά, πολλοί σφαγιάστηκαν από τον τσαρικό στρατό. Παράλληλα, σχεδόν 1 ακόμα εκατομμύριο Καζάκοι αφανίστηκαν από το λοιμό την περίοδο 1921-22.

 

Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν

Η μικρή περίοδος αυτονομίας, γνωστή ως αυτονομία του Αλάς, κατά την περίοδο κατάρρευσης της τσαρικής Ρωσίας, συνοδεύτηκε από αρκετές εξεγέρσεις που καταπνίγηκαν βίαια, και τελικά οι Καζάκοι υποτάχθηκαν στην νέα οντότητα των Σοβιέτ. Η Σοβιετική καταπίεση της παραδοσιακής ελίτ, παράλληλα με την επιβολή της κολεκτιβοποίησης μεταξύ 1920 και 1930, επέφερε έλλειψη τροφής και αντίστοιχη κοινωνική αναταραχή. Από το 1926 ως το 1939, ο πληθυσμός των Καζάκων μειώθηκε κατά 22% εξαιτίας λοιμών, βίας και μαζικής μετανάστευσης. Τη δεκαετία του 1930 αρκετοί Καζάκοι λόγιοι, συγγραφείς, ποιητές, πολιτικοί και ιστορικοί έγιναν θύματα των διωγμών του Στάλιν, τόσο ως συνέπεια του απολυταρχισμού όσο και με στόχο την αλλοίωση της ταυτότητας και πολιτισμού των τοπικών λαών. Ο Σοβιετικός μηχανισμός σταδιακά ολοκλήρωνε το Καζακστάν στο κρατικό σύστημα, και το 1936 η χώρα έγινε σοβιετική δημοκρατία. Τις δεκαετίες του '30 και του '40 το Καζακστάν δέχθηκε εκατομμύρια εσωτερικών μεταναστών, και αποτέλεσε, μαζί με τη Σιβηρία, τόπο εξορίας αντιφρονούντων, φιλοξενώντας μερικά από τα μεγαλύτερα σοβιετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η ΣΣΔ του Καζακστάν συμμετείχε στη Σοβιετική εκστρατεία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με πέντε εθνικές μεραρχίες. Το 1947, δύο χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, ιδρύθηκε κοντά στην πόλη Σεμέι το πεδίο δοκιμών Σεμιπαλατίνσκ, το μεγαλύτερο στην ΕΣΣΔ για πυρηνικά όπλα. Η περίοδος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου συνέβαλε στην εκβιομηχάνιση και στη συστηματική εξόρυξη ορυκτών για την πολεμική μηχανή της ΕΣΣΔ. Μετά το θάνατο του Στάλιν όμως, το Καζακστάν παρέμενε ακόμα μία οικονομία βασισμένη στην αγροτική παραγωγή. Το 1953, ο Νικίτα Χρουστσόφ ξεκίνησε το φιλόδοξο πρόγραμμα για την σταδιακή μετατροπή των εκτάσεων του Καζακστάν σε σιτοβολώνα της ΕΣΣΔ, με μικτά αποτελέσματα. Ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ επιτάχυνε την ανάπτυξη της συστηματικής γεωργίας. Οι αυξανόμενες εντάσεις στη σοβιετική κοινωνία οδήγησαν στην ανάγκη για πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν τη δεκαετία του '80. Ένα γεγονός που σημάδεψε την περίοδο αυτή, ήταν η απόφαση του Λαβρέντι Μπέρια να πραγματοποιήσει μία πυρηνική δοκιμή στη ΣΣΔ του Καζακστάν στο Σεμέι το 1949, με καταστροφικές βιολογικές και οικολογικές συνέπειες που καταγράφηκαν γενιές αργότερα, με επερχόμενη την κλιμάκωση της απέχθειας των Καζάκων για το Σοβιετικό σύστημα. Το Δεκέμβριο του 1986 μαζικές διαδηλώσεις νεαρών Καζάκων πραγματοποιήθηκαν στην Αλμάτι με αφορμή την αντικατάσταση του γενικού γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος του Καζακστάν με Ρώσο κομματικό αξιωματούχο. Τα επεισόδια κατέληξαν στην επέμβαση του στρατού με το θάνατο και τη φυλάκιση αρκετών διαδηλωτών.

Ανεξαρτησία
Με την αναζήτηση περισσότερης αυτονομίας από τις ΣΣΔ, το Καζακστάν ανακήρυξε την αυτοδιάθεσή του ως δημοκρατία μέσα στην ΕΣΣΔ το 1990. Με το αποτυχημένο πραξικόπημα του 1991 στη Μόσχα και την ακόλουθη διάλυση της ΕΣΣΔ, το Καζακστάν κήρυξε την ανεξαρτησία του στις 16 Δεκεμβρίου του 1991, τελευταία από τις ΣΣΔ.

 

Οικονομία

Στο νότιο τμήμα της χώρας εκτείνεται η έρημος Κυζύλ Κυμ. Με μεγάλα αρδευτικά έργα αξιοποιήθηκαν μεγάλες εκτάσεις. Καλλιεργούνται δημητριακά, παντζάρια, βαμβάκι και ηλίανθοι. Σε υψηλό βαθμό αναπτυγμένη είναι η βιομηχανία καθώς και η εκμετάλλευση του υπεδάφους, που είναι πλούσιο σε πετρέλαιο, γαιάνθρακες, χρυσό, χαλκό, μόλυβδο, νικέλιο, χρώμιο κ.ά. Σημαντικό ρόλο, επίσης, στην οικονομία της χώρας, διαδραματίζουν η κτηνοτροφία και η αλιεία.

Εκλογές
Δικαίωμα ψήφου έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.

Προεδρικές εκλογές 2011
Στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν πρόωρα στις 3 Απριλίου 2011, επανεξελέγη ο πρόεδρος Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ, με ποσοστό 95,5% των ψήφων. Ωστόσο, οι παρατηρητές του ΟΑΣΕ επεσήμαναν ατασθαλίες και νοθεία κατά την εκλογική διαδικασία.

Βουλευτικές εκλογές
Στις τελευταίες εκλογές το 2007 για Βουλή, νικητής αναδείχθηκε σαρωτικά το κυβερνών κόμμα.

Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας βρίσκεται στην Ασία, υπάρχει ωστόσο και ένα τμήμα της, στη Δυτική όχθη του Ουράλη ποταμού που βρίσκεται στην Ευρώπη. Βρίσκεται στα νότια της Σιβηρικής πεδιάδας και στα ανατολικά (στα σύνορα με την Κίνα) υπάρχει η οροσειρά Αλτάι. Στα δυτικά βρέχεται από την Κασπία και στα νότια απλώνεται η έρημος Κυζύλ Κυμ και η περιοχή του Τουρκεστάν. Στα νοτιοδυτικά της χώρας βρίσκονται η λίμνη Αράλη (33.500 τετ. χλμ.) και Μπαλκάς (18.000 τετ. χλμ). Ποτάμια της χώρας είναι ο Συρ Ντάρια (αρχαία Υαξάρτης) με μήκος 2.705 χλμ., ο παραπόταμος του Ομπ Ίρτυς, ο Ουράλης και ο Ούλμπας, που είναι πλωτοί στο μεγαλύτερο μέρος τους.

Το Καζακστάν είναι μια ξηρή περιοχή της αραλοκασπικής λεκάνης, που παρουσιάζει μεγάλες θερμοκρασιακές αντιθέσεις κατά περιοχές και εποχές, αλλά και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Οι χειμώνες είναι ψυχροί με παγερούς και ισχυρούς ανέμους και τα καλοκαίρια ιδιαίτερα θερμά. Η μέση θερμοκρασία του Ιανουαρίου κυμαίνεται από -18°C στις στέπες του βορρά έως -3°C στην έρημο του νότου. Η μέση θερμοκρασία του Ιανουαρίου την ημέρα είναι -2°C στην Αλμάτι και -11°C στο Σεμέι, ενώ τις πιο κρύες ώρες του 24ώρου μπορεί να πέσει μέχρι τους -26°C στην Αλμάτι και τους -37°C στο Σεμέι. Η μέση θερμοκρασία του Ιουλίου ξεπερνά τους 25°C –τους 36°C στην Αλμάτι και τους 38°C στο Σεμέι – αν και οι πολύ ζεστές μέρες (τον Ιούλιο και τον Αύγουστο) δεν είναι πάρα πολλές. Στην Αλμάτι, από τον Νοέμβριο μέχρι τον Μάρτιο, τα πρωινά παρουσιάζουν εξαιρετικά χαμηλή θερμοκρασία, η οποία μετά το μεσημέρι πέφτει υπό το μηδέν. Το χιόνι σκεπάζει το έδαφος περίπου 110 ημέρες τον χρόνο, ενώ οι κορυφογραμμές της οροσειράς Αλτάι είναι πάντα χιονοσκέπαστες. Η ομίχλη και η καταχνιά διαλύονται συνήθως έως το μεσημέρι. Στο Σεμέι, από τον Οκτώβριο έως τον Απρίλιο, τα πρωινά η θερμοκρασία πέφτει συνήθως υπό το μηδέν ενώ είναι συχνοί οι θυελλώδεις και παγεροί άνεμοι η διάρκεια των οποίων φτάνει μέχρι μερικές εβδομάδες. Στα υψίπεδα του Καραγκαντά το υψόμετρο εκτραχύνει τις γενικές συνθήκες του κλίματος, ειδικότερα τον χειμώνα. Ηπιότερο κλίμα απαντάται στη ζώνη κοντά στις ακτές της Κασπίας.
Η μέση ετήσια βροχόπτωση δεν ξεπερνά τα 100 χιλιοστά τον χρόνο στις ερήμους και τα 1.500 χιλιοστά στην οροσειρά Αλτάι. Στο βόρειο τμήμα της Αραλοκασπικής λεκάνης οι βροχοπτώσεις παρατηρούνται σχεδόν όλες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, αλλά περιορίζονται στα 150-200 χιλιοστά. Αντίθετα, στη νότια ζώνη οι βροχοπτώσεις παρουσιάζονται την ψυχρή εποχή. Οι καλοκαιρινές βροχές της στέπας συνήθως συνοδεύονται από καταιγίδες που προκαλούν σύντομες τοπικές πλημμύρες. Η μέση ετήσια βροχόπτωση στη στέπα κυμαίνεται από 250 έως 350 χιλιοστά, και στην Αλμάτι περίπου στα 590 χιλιοστά, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται από καταιγίδες.


Οι Καζάκοι αποτελούν το 63,1% και οι Ρώσοι το 23,7% του πληθυσμού. Άλλες εθνότητες που εκπροσωπούνται σε μικρότερη αναλογία είναι Ουζμπέκοι (2,8%), Ουκρανοί (2,1%), Ουϊγούροι (1,4%), Τάταροι (1,3%), Γερμανοί (1,1%) και άλλοι (4,5%). Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού ήταν σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2013 τα 69,94 χρόνια (64,66 χρόνια οι άνδρες και 74,88 οι γυναίκες).

Τον Απρίλιο του 2009, η ΕΕ συμπεριέλαβε έξι αεροπορικές εταιρείες από τη χώρα στον κατάλογο με τους αερομεταφορείς που απαγορεύεται να εκτελούν πτήσεις προς τα 27 κράτη μέλη, για λόγους ασφαλείας. Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.