fb

Πληροφορίες για: Νικαράγουα

Περιγραφή

Ανεξάρτητο κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Ορίζεται από τις γεωγραφικές συντεταγμένες 10° 45΄ έως 15° βόρειο πλάτος και 83° 40΄ έως 87° 35΄ δυτικό μήκος. Είναι η μεγαλύτερη χώρα της Κεντρικής Αμερικής και έχει σχήμα ακανόνιστου τετραπλεύρου. Συνορεύει βόρεια με την Ονδούρα και νότια με την Κόστα Ρίκα, ενώ ανατολικά βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και δυτικά από τον Ειρηνικό ωκεανό.
Η Νικαράγουα έχει συνολική έκταση 129.494 τ. χλμ. και κατέχει την 96η παγκόσμια θέση και τη 13η μεταξύ των χωρών της Αμερικής. Συγκριτικά με άλλες χώρες, η έκταση της Νικαράγουα είναι λίγο μικρότερη από αυτή της Ελλάδας, διπλάσια από την έκταση της Λιθουανίας και περίπου ίση με το 1/3 της έκτασης της Ζιμπάμπουε. Είναι η μεγαλύτερη χώρα της Κεντρικής Αμερικής και καταλαμβάνει το 25% του εδάφους της.
Σύμφωνα με στοιχεία του 2002, ο συνολικός πληθυσμός της Νικαράγουα ανέρχεται σε 5.023.818 κατοίκους, κατατάσσοντας τη χώρα στην 111η παγκόσμια θέση και στην 20ή μεταξύ των χωρών της Αμερικής. Αναλογικά με την έκταση, ο πληθυσμός της χώρας δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος, με αποτέλεσμα η Νικαράγουα να είναι μια αραιοκατοικημένη χώρα. Το 2002 η πυκνότητα πληθυσμού έφτανε τους 38,7 κατοίκους ανά τ. χλμ.

Μέχρι τον 20ό αιώνα
Πριν το 15ο αι. η περιοχή της σημερινής Νικαράγουα κατοικούνταν από πολυάριθμες ινδιάνικες φυλές, σημαντικότερη από τις οποίες ήταν οι Νάουα, η οποία ήταν εγκατεστημένη στη ζώνη των ηφαιστείων, προς τη μεριά του Ειρηνικού. Οι πρώτοι Ευρωπαίοι που έφτασαν στη χώρα ήταν οι Ισπανοί, με τον Χριστόφορο Κολόμβο (το 1502-1504), η συστηματική όμως κατάκτηση της χώρας έγινε από τον Ισπανό Γκονζάλεθ ντε Άβιλα, ο οποίος το 1522 νίκησε τον αρχηγό των Νάουα, Νικαράο (από τον οποίο προήλθε και το σημερινό όνομα της χώρας) και υπέταξε τις γηγενείς φυλές. Στη συνέχεια η χώρα εξερευνήθηκε από τον Γκονζάλεθ ντε Άβιλα και τον Φραγκίσκο Λεράντεθ ντε Κόρντοβα και άρχισε να αποκτά αποικιακή δομή, ύστερα από την ίδρυση των πόλεων Λεόν και Γρανάδα το 1524. Το 1570 η περιοχή περιήλθε υπό τη γενική διοίκηση της Γουατεμάλα, με πρωτεύουσα τη Λεόν. Η Μ. Βρετανία κατά το 17ο αι. προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την ιδιόρρυθμη συμμαχία που είχε δημιουργηθεί μεταξύ των Άγγλων πειρατών και των ανυπόταχτων φυλών (Μοσκίτο) των βορειοανατολικών παράκτιων περιοχών της Καραϊβικής, με σκοπό να αποκτήσει τον έλεγχο της περιοχής. Για το σκοπό αυτόν οι Βρετανοί ίδρυσαν ένα ανεξάρτητο κράτος στη Μοσκιτία, μετέφεραν πολλούς νέγρους δούλους και εργάτες από την Καραϊβική και ίδρυσαν τις πόλεις Γκρεϊτάουν (σημερινή Σαν Χουάν δελ Νόρτε) και Μπλούφιλντς στις νοτιοανατολικές ακτές. Ωστόσο, ήδη από τις αρχές του 18ου αι., στο υπόλοιπο τμήμα της χώρας είχαν εκδηλωθεί ταραχές, με αίτημα την ανεξαρτησία από την ισπανική κυριαρχία, κάτι που τελικά κατορθώθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1821. Το 1894 έληξε και η βρετανική παρουσία στις ανατολικές ακτές της χώρας, όταν οι Άγγλοι παραιτήθηκαν από τη Μοσκιτία. Την περίοδο 1822-23 η Νικαράγουα αποτέλεσε μέλος της μεξικανικής αυτοκρατορίας του Ιντούρμπιντε και από το 1823 μέλος της Ομοσπονδίας των Ενωμένων Επαρχιών της Κεντρικής Αμερικής, μέχρι το 1838, όταν απέκτησε την πλήρη ανεξαρτησία της. Τα επόμενα χρόνια η χώρα διχάστηκε ανάμεσα στους εμπόρους-βιοτέχνες και τη φεουδαρχική αριστοκρατία. Οι πρώτοι ισχυροποιήθηκαν, συγκρότησαν το Φιλελεύθερο Κόμμα και με κέντρο τη Λεόν διεκδικούσαν την εξουσία από τους δεύτερους, οι οποίοι συγκρότησαν το Συντηρητικό Κόμμα και είχαν ως κέντρο τους τη Γρανάδα. Η χώρα εξάλλου βρέθηκε εκτεθειμένη στην επεκτατική πολιτική των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, η οποία διευκολύνθηκε από την εσωτερική αναρχία και τη διαφθορά του κρατικού μηχανισμού. Οι πόλεις Λεόν και Γρανάδα υπήρξαν διαδοχικά πρωτεύουσες της χώρας, μέχρι το 1855, όταν ως συμβιβαστική λύση πρωτεύουσα έγινε η Μανάγκουα. Την ίδια χρονιά ο τυχοδιώκτης Ουίλιαμ Ουόλκερ, έχοντας την υποστήριξη της Αμερικανικής Εταιρείας Μεταφορών και των δουλοκτητών των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, κατέλαβε τη Νικαράγουα και ανακηρύχθηκε πρόεδρός της. Το 1860 ο Ουόλκερ ανατράπηκε, ύστερα από μια ένοπλη εξέγερση που οργανώθηκε εναντίον του, και από το 1867 η χώρα κυβερνήθηκε από τους Συντηρητικούς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 οι έριδες ανάμεσα στους Συντηρητικούς οδήγησαν στη διάσπασή τους, γεγονός που άνοιξε το δρόμο για την επικράτηση των Φιλελευθέρων και ο αγγλόφιλος ηγέτης των οποίων Χοσέ Σάντος Σελάγια ανέλαβε το 1893 πρόεδρος της χώρας.


Ο 20ός αιώνας
Το 1909 ο Σελάγια ανατράπηκε προσωρινά από τον Αντόλφο Ντιάζ, ο οποίος προηγουμένως είχε ζητήσει τη συνδρομή των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, εγκαινιάζοντας έτσι μια μακρά περίοδο αμερικανικής παρέμβασης στα εσωτερικά της χώρας. Ακολούθησε περίοδος ταραχών, η οποία έληξε το 1912, με την κατάληψη της χώρας από τα αμερικανικά στρατεύματα. Το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τη Νικαράγουα δεν ήταν μόνο οικονομικό αλλά και στρατιωτικό, καθώς εξασφάλισαν το δικαίωμα να διατηρούν ναυτική βάση στο ανατολικές ακτές της χώρας μέχρι το 1970, ενώ με τη συνθήκη Μπράιαν-Τσαμόρο (1916) τους παραχωρήθηκε το αποκλειστικό δικαίωμα κατασκευής διώρυγας, διαμέσου της χώρας. Τα επόμενα χρόνια στο εσωτερικό της Νικαράγουα συγκροτήθηκαν υπό τον Σαντίνο αντάρτικα σώματα, τα οποία ανέλαβαν δράση κατά των Αμερικανών. Το 1933, κάτω από την πίεση των λαϊκών ταραχών, οι Αμερικανοί αναγκάστηκαν να συνδιαλλαγούν με τον Σαντίνο και να αποσύρουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις από τη χώρα, αφήνοντας πίσω τους αρχηγό της εθνοφρουράς τον Αναστάσιο Σομόζα. Ένα χρόνο αργότερα ο Σομόζα δολοφόνησε τον Σαντίνο, ανέτρεψε το φιλελεύθερο πρόεδρο Χουάν Μπατίστα Σακάσα και έγινε δικτάτορας. Στο εσωτερικό της χώρας κατάργησε όλες τις πολιτικές ελευθερίες και επέβαλε καθεστώς βίας, τρομοκρατίας και διαφθοράς του δημόσιου βίου, ενώ στην εξωτερική πολιτική ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, παραχωρώντας μεγάλα προνόμια στις αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στη Νικαράγουα. Το 1956 ο Σομόζα δολοφονήθηκε και τον διαδέχτηκε ο γιος του Λουίς Σομόζα, ο οποίος συνέχισε την αντιλαϊκή πολιτική του πατέρα του. Ύστερα από το θάνατο του Λουίς Σομόζα το 1967, τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο αδερφός του Αναστάζιο Σομόζα ο Πρεσβύτερος, ο οποίος διατέλεσε πρόεδρος της χώρας μέχρι το 1972, όταν παραχώρησε τυπικά την εξουσία του σε μια τριανδρία της εμπιστοσύνης του, διατηρώντας όμως τη θέση του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων. Ύστερα από μια τροποποίηση του συντάγματος επανεξελέγη πρόεδρος της χώρας το 1974 και διατήρησε τη θέση του μέχρι το 1979, όταν ανατράπηκε ύστερα από μια πολύμηνη αιματηρή εξέγερση των αριστερών ανταρτών (Σαντινίστας). Μετά την ανατροπή του ο Σομόζα κατέφυγε στις ΗΠΑ, ενώ στο εσωτερικό της χώρας οι Σαντινίστας διόρισαν ένα πενταμελές Κυβερνητικό Συμβούλιο (Χούντα) Εθνικής Ανόρθωσης και ένα 47μελές Συμβούλιο του Κράτους, ως προσωρινή εθνοσυνέλευση και εθνικοποίησαν τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις και εταιρείες της χώρας. Οι στενές σχέσεις που ανέπτυξαν οι Σαντινίστας με την κομουνιστική Κούβα, ερμηνεύτηκαν από τις ΗΠΑ ως ένδειξη ακόμη μεγαλύτερης διείσδυσης του κομουνισμού στο Δυτικό Ημισφαίριο και για το λόγο αυτόν ανέστειλαν το 1981 την παροχή οικονομικής βοήθειας προς τη Νικαράγουα. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, στο εσωτερικό της χώρας αναπτύχθηκε ένα έντονο αντικαθεστωτικό ρεύμα από μια μεγάλη ομάδα δεξιών ανταρτών, τους Κόντρας, οι οποίοι υποστηρίζονταν κρυφά από τις ΗΠΑ. Το 1984 διεξήχθησαν στη χώρα εκλογές, οι οποίες ανέδειξαν πρόεδρο τον ηγέτη των Σαντινίστας Ντανιέλ Ορτέγκα Σααβέδρα. Η κατάσταση της εθνικής οικονομίας επιδεινώθηκε το 1985, ύστερα από το εμπάργκο το οποίο κήρυξαν οι ΗΠΑ στη Νικαράγουα. Για να αντιμετωπίσει την κατάσταση η κυβέρνηση επέβαλε αυστηρά μέτρα λιτότητας. Η αποκάλυψη του σκανδάλου "Ιράνγκεϊτ" στα τέλη του 1986 οδήγησε την κυβέρνηση των ΗΠΑ να διακόψει την παροχή στρατιωτικής βοήθειας προς τους Κόντρας, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να αποδυναμωθούν. Στις 7 Αυγούστου 1986 εξάλλου, η Νικαράγουα προσχώρησε στο σχέδιο για την αποκατάσταση της ειρήνης στην Κεντρική Αμερική, στο οποίο μετείχαν συνολικά πέντε χώρες και το οποίο πρόβλεπε τη διακοπή κάθε είδους βοήθειας από τις χώρες αυτές προς αντικυβερνητικές δυνάμεις οποιασδήποτε χώρας - μέλους της συμφωνίας. Το 1987 υπογράφτηκε ένα νέο πιο δημοκρατικό Σύνταγμα, ενώ το 1988 επήλθε συμφωνία κατάπαυσης του πυρός ανάμεσα στους Σαντινίστας και τους Κόντρας και άρχισαν διαπραγματεύσεις ειρήνης. Τον Φεβρουάριο του 1990 διεξήχθησαν εκλογές, στις οποίες πρώτη δύναμη αναδείχτηκε η Εθνική Ένωση της Αντιπολίτευσης, ένας συνασπισμός 14 πολιτικών κομμάτων, που υποστηριζόταν οικονομικά και πολιτικά από τις ΗΠΑ. Πρόεδρος της χώρας εξελέγη η Βιολέτα Μπαρίος δε Τσαμόρο, ο σύζυγος της οποίας, εκδότης εφημερίδας, είχε δολοφονηθεί από ανθρώπους του Σομόζα. Το 1991 η Τσαμόρο διόρισε στη θέση του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων τον Ουμπέρτο Ορτέγκα, αδερφό του πρώην προέδρου της χώρας, γεγονός που πυροδότησε νέα ένταση στις σχέσεις των Σαντινίστας με τους Κόντρας. Στη διάρκεια του 1992 η οικονομία της χώρας επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, ύστερα από μια σειρά φυσικών καταστροφών (εκρήξεις ηφαιστείων, σεισμοί). Τον Μάιο του 1993 οι συγκρούσεις ανάμεσα στους Σαντινίστα και τους Κόντρας εντάθηκαν, γεγονός που ανάγκασε την Τσαμόρο να κηρύξει για ένα μήνα το βόρειο και κεντρικό διαμέρισμα της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ακολούθησαν δολοφονίες και απαγωγές μελών και από τις δύο πλευρές. Τελικά όλοι οι όμηροι απελευθερώθηκαν, ύστερα από συμφωνία που επήλθε μεταξύ του Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης των Σαντινίστας, της Ένωσης Εθνικής Αντιπολίτευσης και της κυβέρνησης, ενώ η Τσαμόρο προανάγγειλε την απομάκρυνση του Ουμπέρτο Ορτέγκα από τη θέση του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων.
Το 1994 η Εθνοσυνέλευση επέφερε τροποποιήσεις στο Σύνταγμα, μεταβιβάζοντας αρμοδιότητες από την κυβέρνηση στο νομοθετικό σώμα. Το 1995 ο Τζοακίν Γκουάρντα Λακάγιο αντικατέστησε τον Ουμπέρτο Ορτέγκα στην ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων. Στις εκλογές που διενεργήθηκαν στις 20 Οκτωβρίου 1996 ο ηγέτης της δεξιάς Φιλελεύθερης Συμμαχίας Χοσέ Αρνόλντο Λακάι νίκησε τον ηγέτη των Σαντινίστας Ντανιέλ Ορτέγκα.


Τον Νοέμβριο του 1998 ο τυφώνας Μιτς που έπληξε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στη Νικαράγουα. Σύμφωνα με υπολογισμούς ο αριθμός των νεκρών ανέρχεται σε χιλιάδες, ενώ ολόκληρα χωριά ισοπεδώθηκαν και θάφτηκαν κάτω από τόνους λάσπης.

Μετά από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2002 πρόεδρος της χώρας είναι ο Ενρίκε Μπολάνος Γκέγερ.

Από γεωμορφολογική άποψη το ανάγλυφο της χώρας μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιοχές: τη βόρεια, την ανατολική και τη δυτική. Η βόρεια περιοχή, που είναι και η περισσότερο ορεινή, περιλαμβάνει την οροσειρά Κορδιλιέρα Εντρέ Ρίος, η οποία εκτείνεται από τα βορειοανατολικά προς τα νοτιοδυτικά, κατά μήκος των συνόρων της χώρας με την Ονδούρα. Το όρος Μογκοτόν στην Κορδιλιέρα Εντρέ Ρίος φτάνει τα 2.107 μ. και αποτελεί το ψηλότερο σημείο της χώρας. Ακόμη νοτιότερα και σε παράλληλη σχεδόν διάταξη με την Κορδιλιέρα Εντρέ Ρίος, εκτείνονται οι οροσειρές Κορδιλιέρα Ισαβέλα και Κορδιλιέρα Νταριέν, η οποία καλύπτει το βορειοκεντρικό τμήμα της χώρας. Η ανατολική περιοχή περιλαμβάνει μια σειρά ομαλές χαμηλές πεδιάδες, που έχουν πλάτος μεγαλύτερο από 80 χλμ. και φτάνουν μέχρι τις ακτές της Καραϊβικής, σχηματίζοντας σε αρκετά σημεία τους έλη και βάλτους. Οι συνθήκες εκεί είναι ιδανικές για την ανάπτυξη και εξάπλωση των κουνουπιών, γι` αυτό και η περιοχή είναι γνωστή με την ονομασία Μοσκιτία ή Ακτή του Κουνουπιού. Στα νοτιοανατολικά το ανάγλυφο γίνεται περισσότερο έντονο και καταλήγει στην οροσειρά Κορδιλιέρα δε Γιολάινα. Η δυτική περιοχή παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς σ` αυτήν είναι συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Κατά μήκος των δυτικών ακτών εκτείνεται μια σειρά από 40 περίπου ηφαίστεια, από τα οποία άλλα είναι ενεργά και άλλα σβησμένα. Διακρίνονται σε δύο ομάδες: τη βόρεια, η οποία ονομάζεται Κορδιλιέρα δε λος Μαράβιος και περιλαμβάνει τα ηφαίστεια Κοσιγκουίνα (859 μ.), Σαν Κριστόμπαλ (1.745 μ.), Τελίκα (1.010 μ.) και Μομοτάμπο (1.280 μ.) και τη νότια, η οποία ονομάζεται Μεσέτας δε λος Πουέμπλος και περιλαμβάνει τα ηφαίστεια Ντιριόμο (1.224 μ.), Κονσεπσιόν (1.610 μ.) και Μαδέρα (1.394 μ.). Τα δύο τελευταία ανήκουν στο νησί Ομετέπε, το οποίο βρίσκεται στη λίμνη Νικαράγουα. Την αλυσίδα των ηφαιστείων διαδέχεται ανατολικότερα ένα εκτεταμένο βαθύπεδο, το οποίο σήμερα καλύπτεται από τα νερά των λιμνών Μανάγκουα και Νικαράγουα. Παλαιότερα, στη διάρκεια του Τριτογενούς, στη θέση των λιμνών υπήρχε ένας εκτεταμένος μυχός, ανοιχτός προς το μέρος της θάλασσας, ο οποίος αργότερα αποκόπηκε από τον Ειρηνικό, λόγω της συσσώρευσης ηφαιστειακών υλικών, και σχημάτισε μια μεγάλη εσωτερική λεκάνη, η οποία αργότερα χωρίστηκε σε δύο λίμνες από τα ηφαιστειακά υλικά που συσσωρεύτηκαν στο κέντρο. Η περιοχή, εξαιτίας της παρουσίας των ηφαιστείων, είναι ιδιαίτερα σεισμογενής και συχνά πλήττεται από σεισμούς και ηφαιστειακές εκρήξεις που προκαλούν πολλές καταστροφές. Ανατολικά από το βαθύπεδο εκτείνεται μια ορεινή αλυσίδα, η οποία με κατεύθυνση από βορρά προς νότο διασχίζει το κεντρικό τμήμα της χώρας. Αποτελείται από τις μικρού μήκους αλλά απόκρημνες οροσειρές Ουαπί και Σιέρα δε Αμερίκε, οι οποίες προς τα ανατολικά είναι πιο ομαλές και σχηματίζουν το μεγάλο κεντρικό οροπέδιο.

Οι παράκτιες περιοχές της χώρας έχουν τροπικό κλίμα. Η μέση ετήσια θερμοκρασία στη δυτική ακτή είναι 27° C, ενώ στην ανατολική είναι ένα με δύο βαθμούς χαμηλότερη. Η βροχερή περίοδος στις δυτικές περιοχές διαρκεί από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο και η μέση ετήσια βροχόπτωση φτάνει τα 1.910 χιλιοστά. Στις ανατολικές περιοχές οι βροχοπτώσεις είναι περισσότερες και κατά μέσο όρο φτάνουν τα 3.810 χιλιοστά. Στις ορεινές περιοχές, στο εσωτερικό της χώρας, η μέση ετήσια θερμοκρασία κυμαίνεται από 15° έως 26° C.

Ο πληθυσμός της Νικαράγουα εμφανίζει από δημογραφική άποψη χαρακτηριστικά που απαντώνται και στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, δηλαδή υψηλά ποσοστά γεννητικότητας και ταχεία πληθυσμιακή αύξηση. Συγκεκριμένα, το 2002 η χώρα εμφάνισε ποσοστά γεννητικότητας και θνησιμότητας 2,69% και 0,47% αντίστοιχα, ενώ ο δείκτης της ετήσιας φυσικής αύξησης κινήθηκε στο 2,09%. Η σύνθεση του πληθυσμού για το ίδιο έτος ήταν η εξής: το 38,3% ήταν έως 14 ετών, το 58,7% ήταν από 15-64 ετών και το 3% ήταν άνω των 65 ετών. Το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων και οι άσχημες - κυρίως στις αγροτικές περιοχές - συνθήκες υγιεινής και νοσηλείας, αντανακλώνται στο αρκετά υψηλό ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας (3,25% το 2002) και στο σχετικά χαμηλό, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, μέσο όρο ζωής, ο οποίος το 2002 έφτανε τα 69,37 χρόνια. Οι γυναίκες ζουν κατά μέσο 71,44 χρόνια, ενώ οι άνδρες 67,39 χρόνια. Όσον αφορά την κατανομή του πληθυσμού, το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων ζει στα αστικά κέντρα (54,4%), ενώ μόλις το 45,6% στις αγροτικές περιοχές. Περισσότερο πυκνοκατοικημένο είναι το δυτικό τμήμα της χώρας, όπου βρίσκεται και η πρωτεύουσα Μανάγκουα.

Οι μακρόχρονες εμφύλιες διαμάχες και η κακή διαχείριση της οικονομίας είχαν ως αποτέλεσμα το συγκοινωνιακό δίκτυο της χώρας να μην είναι σήμερα σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση. Το 2001 το συνολικό μήκος του οδικού δικτύου έφτανε τα 16.382 χλμ., από τα οποία μόνο τα 1.818 χλμ. αφορούσαν ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Η Παναμερικανική Οδός διασχίζει τη χώρα για μια απόσταση 383 χλμ. και συνδέει την πρωτεύουσα Μανάγκουα με την Τσεγκουσιγκάλπα της Ονδούρας στο βορρά και το Σαν Χοσέ της Κόστα Ρίκα στο νότο. Το 2001 το μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου έφτανε τα 376 χλμ. και κατά το μεγαλύτερο μέρος του αποτελούνταν από τη σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε τη Μανάγκουα με τις πόλεις Λεόν στα βορειοδυτικά και Γρανάδα στα νοτιοανατολικά. Λειτουργούν 11 αεροδρόμια για προγραμματισμένες πτήσεις, μεγαλύτερο από τα οποία είναι το διεθνές αεροδρόμιο Αουγκούστο Κέσαρ Σαντίνο της πρωτεύουσας. Εθνικός αερομεταφορέας είναι η αεροπορική εταιρεία Aeronica, η οποία εκτελεί πτήσεις στο εσωτερικό και συνδέει την πρωτεύουσα με αρκετές πόλεις του εξωτερικού. Τα σημαντικότερα θαλάσσια λιμάνια της χώρας είναι τα Κορίντο, Πουέρτο Σαντίνο και Σαν Χουάν δελ Σουρ στον Ειρηνικό και τα Πουέρτο Καμπέσας και Ελ Μπλουφ στην Καραϊβική.
Οι τηλεπικοινωνίες δεν είναι αρκετά προηγμένες και αφήνουν ακάλυπτες πολλές αγροτικές περιοχές. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 σε όλη τη χώρα εξέπεμπαν 95 συνολικά ραδιοφωνικοί σταθμοί (63 στα μεσαία κύματα και 32 στα βραχέα) και 10 τηλεοπτικά κανάλια. Επίσης την ίδια περίοδο αναλογούσαν μία τηλεόραση σε 15,6 άτομα, ένα ραδιόφωνο σε 4,05 άτομα και ένα τηλέφωνο σε 35,8 άτομα. Εκδίδονται αρκετές ημερήσιες εφημερίδες. Στη δεκαετία του 1980 η κυβέρνηση απαγόρευσε την έκδοση αρκετών εφημερίδων, ανάμεσά τους και μιας από τις μεγαλύτερες, της "La Prenza", λόγω της υποστήριξής τους προς τους αντικυβερνητικούς αντάρτες. Η μέση ημερήσια κυκλοφορία, λόγω του μεγάλου ποσοστού αναλφάβητων, είναι αρκετά χαμηλή.