fb

Πληροφορίες για: Μοζαμβίκη

Περιγραφή

Η Μοζαμβίκη ή Δημοκρατία της Μοζαμβίκης (Πορτογαλικά: Moçambique ή República de Moçambique) είναι μια εκτεταμένη χώρα στις νοτιοανατολικές ακτές της Αφρικής με έκταση 801.590km² και πληθυσμό 21.669.278, με βάση τις εκτιμήσεις του 2009.[1]. Ορίζεται βόρεια από την Τανζανία, δυτικά από το Μαλάουι, τη Ζάμπια, τη Ζιμπάμπουε, νοτιοδυτικά από τη δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής και τη Σουαζιλάνδη και ανατολικά από το Δίαυλο της Μοζαμβίκης (Ινδικός Ωκεανός). Το όνομα της πρωτεύουσας είναι Μαπούτο (Maputo). Η χώρα είναι πολυκομματική Δημοκρατία, με Πρόεδρο τον Αρμάντο Γκεμπούζα από το 2005 και Πρωθυπουργό τον Άιρες Αλί. Σύμφωνα με την έκθεση των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα (Worldwide Press Freedom Index 2006) η Μοζαμβίκη κατατάσσεται 45η ανάμεσα σε 168 χώρες. Η ονομασία της χώρας προέρχεται από το όνομα ενός Άραβα σουλτάνου, γνωστού ως Muça Alebique.

Μέχρι τον 20ό αιώνα
Οι πρόγονοι των σημερινών Αφρικανών που μιλούν γλώσσες μπαντού ήρθαν στη Μοζαμβίκη μεταξύ του 1ου και 4ου αι. μ.Χ. Αργότερα, τον 8ο αιώνα, έφτασαν στην ανατολική Αφρική Άραβες έμποροι, οι οποίοι ίδρυσαν αποικίες και μύησαν τους γηγενείς κατοίκους στο μουσουλμανισμό. Ο πρώτος Ευρωπαίος που ανακάλυψε τη Μοζαμβίκη ήταν ο Πορτογάλος Βάσκο ντα Γκάμα, το 1498. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι Πορτογάλοι πολέμησαν τους Μουένε Ματάπα της εθνοφυλετικής ομάδας των Μάραβι που ήταν το κυρίαρχο φύλο στη χώρα και ίδρυσαν δύο αποικίες στο ηπειρωτικό τμήμα (1531) και έναν εμπορικό σταθμό στον ποταμό Κελιμάνε (1544). Η κατοχή ήταν αρκετά σκληρή για το γηγενή πληθυσμό και ολοκληρώθηκε με την επίσημη επιβολή της κυριαρχίας των Πορτογάλων το 1629. Το 1752 η Πορτογαλία έστειλε στη Μοζαμβίκη τον πρώτο κυβερνήτη της αποικίας της. Η διοίκηση του νησιού αποδόθηκε σε εκμισθωτές γης (τους πραζέιρου), οι οποίοι όμως διοικούσαν με δικούς τους κανόνες, ανεξάρτητοι από τους Πορτογάλους. Στα τέλη του 19ου αι. η ισχύ τους περιορίστηκε και τους διαδέχτηκαν ιδιωτικές εταιρείες.


Ο 20ός αιώνας
Οι ιδιωτικές εταιρείες έχασαν σταδιακά τη διοίκηση ορισμένων τμημάτων της χώρας, τα οποία ανέλαβε η κυβέρνηση της Πορτογαλίας: το 1929 τις περιοχές βόρεια του ποταμού Λούριου και το 1940 τις περιοχές Σόφαλα και Μάνικα. Το 1930 η κυριαρχία της Πορτογαλίας ενισχύθηκε με την υπογραφή της Πράξης περί Αποικιών και το 1951 αναγνώρισε τη χώρα ως υπερπόντια επαρχία της. Ο λαός όμως της Μοζαμβίκης δεν άργησε να ξεσηκωθεί. Το 1960 ιδρύθηκε το Μέτωπο Απελευθέρωσης της Μοζαμβίκης (FRELIMO), το οποίο άρχισε να μάχεται εναντίον των κατακτητών στις 25 Σεπτεμβρίου 1964. Το καθεστώς της Πορτογαλίας κατέρρευσε το 1975 και η Μοζαμβίκη ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη χώρα (Ιούνιος 1975). Τη διακυβέρνηση του νέου κράτους, που ονομάστηκε Λαϊκή Δημοκρατία της Μοζαμβίκης, ανέλαβε το Μέτωπο Απελευθέρωσης με αρχηγό τον Σαμόρα Ματσέλ. Η μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία που πρέσβευε η κυβέρνηση προκάλεσε πολλές αντιδράσεις και το 1976 η Εθνική Αντίσταση της Μοζαμβίκης (RENAMO) προσπάθησε να ανατρέψει το FRELIMO. Στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε αναμείχτηκε και η Νότια Αφρική, η οποία συμμάχησε με το κόμμα RENAMO. Το 1984 η Μοζαμβίκη υπέγραψε με τους Νοτιοαφρικανούς συμφωνία ότι οι τελευταίοι δε θα επιτεθούν στη χώρα (Σύμφωνο Νκομάτι), αλλά η Νότια Αφρική δεν τήρησε τη συμφωνία. Ο εμφύλιος πόλεμος κλιμακώθηκε μετά το θάνατο του Σαμόρα Ματσέλ σε αεροπορικό δυστύχημα πάνω από τη χώρα της Νότιας Αφρικής, στις 19 Οκτωβρίου 1986. Αμέσως τον διαδέχτηκε ο Ζοακίμ Τσισανό, ο οποίος το 1989 αποκήρυξε τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία και άρχισε προσπάθειες για την εγκαθίδρυση πολυκομματικού συστήματος. Το 1990 οι νεκροί του εμφυλίου είχαν ήδη ανέλθει σε 900.000 και 1,3 εκατ. είχαν εγκαταλείψει τη χώρα καταφεύγοντας κυρίως στην Τανζανία. Τον Ιούλιο του 1990 η κυβέρνηση της Μοζαμβίκης και οι αρχηγοί των αντιστασιακών συναντήθηκαν στη Ρώμη με τη βοήθεια της Ρωμαιοκαθολική Εκκλησίας και του Ρόμπερτ Μουγκάμπε για να αποφασίσουν την εξομάλυνση των σχέσεών τους. Σύμφωνα με το Σύνταγμα του Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου η χώρα μετέτρεψε το πολίτευμά της σε πολυκομματική δημοκρατία και η κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να προκηρύξει εκλογές. Πράγματι, οι εκλογές προγραμματίστηκαν για τον Οκτώβριο του 1993. Στο μεταξύ ο αρχηγός του RENAMO Αφόνσου Ντλακάμα και ο Τσισανό συμφώνησαν στη Ρώμη να σταματήσουν τον πόλεμο και να παραδώσουν τα όπλα τους σε απεσταλμένους του ΟΗΕ. Οι αντάρτες όμως καθυστέρησαν να παραδώσουν τον οπλισμό τους και ο απεσταλμένος του ΟΗΕ ματαίωσε τη διεξαγωγή των εκλογών. Στις 20 Οκτωβρίου 1993 ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Μπούτρος Μπούτρος-Γκάλι συναντήθηκε στο Μαπούτου με τους αρχηγούς των αντίπαλων παρατάξεων του εμφύλιου πολέμου και αποφάσισαν από κοινού να ορίσουν νέα ημερομηνία για την παράδοση των όπλων και να δημιουργήσουν μια πολυκομματική εκλογική επιτροπή από 20 μέλη.

Οι πρώτες ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές διεξήχθησαν το 1994. Πρόεδρος της χώρας εκλέχτηκε ο Τσισανό, ενώ το Μέτωπο Απελευθέρωσης (FRELIMO) κατέκτησε την πλειοψηφία των εδρών στο Κοινοβούλιο.

Η Μοζαμβίκη καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα των νοτιοανατολικών αφρικανικών ακτών (τα 2/5 του εδάφους της είναι παράκτιες πεδινές περιοχές). Στο εσωτερικό της και προς τα δυτικά η γη βαθμιαία ανυψώνεται και γίνεται οροπέδιο. Έτσι στα σύνορα με τη Ζιμπάμπουε βρίσκονται τα όρη Γκορονγκόσα και Μπίνγκα με υψόμετρο 2.463 μ.
Η χώρα ουσιαστικά χωρίζεται από τον ποταμό Ζαμβέζη σε δύο τμήματα: το ορεινό βόρειο, που καταλαμβάνει ένα μεγάλο τμήμα των ανατολικών παρυφών του σημαντικότερου υψιπέδου της νότιας Αφρικής, και το νότιο, με την ευρεία παράλια πεδιάδα αλλά και τις πολλές ελώδεις ακτές. Στα βόρεια τα βουνά δεν ξεπερνούν τα 2.500 μ. (όρος Ναμούλι), ενώ στα κεντρικά η Μοζαμβίκη διασχίζεται από τη συρο-αφρικανική τάφρο, δηλαδή τους τελευταίους κλάδους της Κοιλάδας του Μεγάλου Ρήγματος.

Το κλίμα της Μοζαμβίκης είναι τροπικό. Η χώρα δέχεται πολλές βροχές την περίοδο Νοεμβρίου-Μαρτίου (υγρή εποχή) και λιγότερες τους μήνες Απρίλιο-Οκτώβριο (ξερή εποχή). Στο νότο οι βροχοπτώσεις είναι λιγότερο έντονες από το βορρά, όπου κυριαρχούν οι μουσώνες του Ινδικού ωκεανού. Υπολογίζεται πως το μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης φτάνει τα 1.420 χιλιοστόμετρα στο βορρά και τα 762 χιλιοστόμετρα στο νότο. Σε συνάρτηση με το υψόμετρο και την υγρασία διαμορφώνονται και οι θερμοκρασίες. Έτσι οι μέσες θερμοκρασίες κυμαίνεται στους 15°C-30°C στα βαθύπεδα και στους 11°C-25°C στα υψίπεδα.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις το 2002 το ποσοστό της γεννητικότητας έφτασε το 3,64%, της θνησιμότητας το 2,51% (βρεφική θνησιμότητα 13,8%) και το ποσοστό της φυσικής αύξησης του πληθυσμού το 1,13% (2002). Επιπλέον σε κάθε γυναίκα αναλογούν 4,71 παιδιά (2002). Από το συνολικό πληθυσμό της χώρας το 67,3% ζει στις αγροτικές περιοχές και μόνο το 32,7% στα αστικά κέντρα. Το 2002 η ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού είχε ως εξής: το 42,5% ήταν παιδιά ηλικίας 0-14 ετών, το 54,7% ηλικίας από 15-64 ετών και το 2,8% ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών. Οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης συντελούν στη διαμόρφωση του μέσου όρου επιβίωσης στα 35,46 χρόνια (36,25 ζουν οι άντρες και 34,25 οι γυναίκες).

Η χώρα διαθέτει οδικό δίκτυο μήκους 30.400 χλμ. και το σιδηροδρομικό δίκτυο έχει μήκος 3.131 χλμ. και συνδέει τη Μοζαμβίκη με τη Σουαζιλάνδη, τη Ζιμπάμπουε, το Μαλάουι και τη Νότια Αφρική. Το εσωτερικό της χώρας συνδέεται με τις παράκτιες περιοχές μέσω πέντε σιδηροδρομικών γραμμών που ξεκινούν από τα πέντε μεγάλα λιμάνια Μαπούτου, Μπέιρα, Νακάλα, Ινιαμπάνε και Κελιμάνε. Ένα μέρος των μεταφορών εξυπηρετείται και από τα ποτάμια. Λειτουργούν επίσης τρία αεροδρόμια, στις πόλεις Μαπούτου, Μπέιρα και Νακάλα.


Στον τομέα της ενημέρωσης το 2001 εξέπεμπε ένα τηλεοπτικό κανάλι και 30 ραδιοφωνικοί σταθμοί (13 στα μεσαία και 17 στα F.M.). Τα τηλεοπτικά προγράμματα μεταδίδονται στις αφρικανικές διαλέκτους αλλά και στην πορτογαλική και την αγγλική γλώσσα. Αναλογούσε μία τηλεόραση σε 290 κατοίκους, ένα ραδιόφωνο σε 26,8 κατ. και ένα τηλέφωνο σε 217,8 κατ. Σημαντικότερη εφημερίδα της χώρας είναι η "Noticias", που εκδίδεται στην πόλη Μαπούτου και το περιεχόμενό της ελέγχεται από την κυβέρνηση.