fb

Πληροφορίες για: Βουλγαρία

Περιγραφή

Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας (βουλγάρικα: Република България / Ρεπούμπλικα Μπαλγκάρια) είναι χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Βρέχεται στα ανατολικά από τη Μαύρη Θάλασσα, ενώ συνορεύει με την Ελλάδα στα νότια, την Τουρκία στα ανατολικά, την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) στα δυτικά, τη Σερβία και τη Ρουμανία στα βόρεια. Φυσικό σύνορο μεταξύ της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας αποτελεί ο ποταμός Δούναβης. Με έκταση 110.994 τετραγωνικά χιλιόμετρα, η Βουλγαρία είναι η 16η σε έκταση χώρα της Ευρώπης. Η θέση της την έχει καταστήσει σταυροδρόμι διαφόρων πολιτισμών και ως τέτοιο ανέδειξε μερικά από τα αρχαιότερα μεταλλουργικά, θρησκευτικά και άλλα πολιτιστικά τεχνουργήματα στον κόσμο.

Ιστορία

Προϊστορία και αρχαιότητα

Η σημερινή Βουλγαρία, στα εδάφη της οποίας εκτεινόταν κατά την αρχαιότητα η περιοχή που ονομαζόταν από τους Έλληνες Μοισία, φαίνεται ότι ήταν κατοικημένη από την παλαιολιθική εποχή. Στο σπήλαιο Κοζάρνικα στη βορειοδυτική Βουλγαρία σώζονται τα αρχαιότερα γνωστά δείγματα συμβολικής έκφρασης του ανθρώπου. Οργανωμένες προϊστορικές κοινωνίες στα Βουλγαρικά εδάφη υπήρξαν ο νεολιθικός πολιτισμός Χαμάνγκια, ο Πολιτισμός Βίντσα και ο χαλκολιθικός πολιτισμός της Βάρνας (πέμπτη χιλιετία π.Χ.). H Νεκρόπολη της Βάρνας προσφέρει στοιχεία για την κατανόηση της κοινωνικής ιεραρχίας των αρχαιότερων Ευρωπαϊκών κοινωνιών. Στην εποχή του Χαλκού, φυλές προερχόμενες από το βορρά αναμείχθηκαν με τους εγχώριους πληθυσμούς και φαίνεται ότι από την ανάμειξη αυτή προήλθαν οι Θράκες και οι Ιλλυριοί. Κατά την εποχή του Ορείχαλκου, στη Βουλγαρία κατοικούσαν οι Μοισοί, ενώ προς το Δούναβη κατοικούσαν Γέτες και βορειότερα Δάκες. Στην αρχή της εποχής του σιδήρου πραγματοποιήθηκε η κάθοδος των Δωριέων και τον 8ο αιώνα π.Χ. εισέβαλαν από το βορρά οι Κιμμέριοι. Μία από τις βασικές προγονικές ομάδες των σύγχρονων Βουλγάρων ήταν οι Θράκες, που αποτελούσαν διάφορες φυλές, μέχρι που ο βασιλιάς Τήρης συνένωσε τις περισσότερες από αυτές στο βασίλειο των Οδρυσών περί το 500 π.Χ. Tελικά υποτάχθηκαν στον Αλέξανδρο τον Μέγα και αργότερα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 46 μ.Χ. Μετά τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 5ο αιώνα η περιοχή πέρασε στον έλεγχο του Βυζαντίου.

 

Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία

Η πρώτη επιδρομή των ανατολικών Ούννων και των Βουλγάρων κατά του βυζαντινού κράτους έγινε το 493, όταν αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Αναστάσιος Α'. Από τον 6ο αιώνα οι ανατολικότεροι Νότιοι Σλάβοι, στους οποίους ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Τιβέριος Β' παραχώρησε εδάφη στα νότια του Δούναβη, εγκαταστάθηκαν σταδιακά στην περιοχή, αφομοιώνοντας τους εξελληνισμένους ή εκρωμαϊσμένους Θράκες. Τον 7ο αιώνα Βουλγαρικά φύλα (πιθανόν κεντροασιατικής Τουρκικής προέλευσης) μετανάστευσαν στην κάτω ροή των ποταμών Δούναβη, Δνείστερου και Δνείπερου υπό την ηγεσία του Ασπαρούχ. Mετά το 670 πέρασε από το Δούναβη στη Βαλκανική Χερσόνησο με ορδές 50.000 Βουλγάρων και το 680 απέσπασε τη Μικρή Σκυθία από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Μία συνθήκη ειρήνης με το Βυζάντιο και η ίδρυση μόνιμης πρωτεύουσας στην Πλίσκα, νότια του Δούναβη, σηματοδότησαν την αρχή της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Οι Βούλγαροι αναμείχθηκαν σταδιακά με τον ντόπιο πληθυσμό, υιοθετώντας κοινή γλώσσα στη βάση της Σλαβονικής.

 

Οι επόμενοι χαν ισχυροποίησαν το Βουλγαρικό κράτος καθ' όλο τον 8ο και 9ο αιώνα. Ο Τέρβελ, έχοντας ήδη τιμηθεί με τον τίτλο "καίσαρ", καθιέρωσε τη Βουλγαρία ως μεγάλη στρατιωτική δύναμη νικώντας το 717 έναν Αραβικό στρατό δύναμης 26.000 ανδρών κατά τη Δεύτερη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες βοηθώντας τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ (717-741). Μετά από μία μεταβατική περίοδο συγκρότησης του κράτους στα τέλη του 8ου αιώνα η Βουλγαρία διαμορφώθηκε ως ισχυρό ομοσπονδιακό βουλγαρο-σλαβικό κράτος, επικεφαλής του οποίου ήταν ο "χάνος" (στις Βυζαντινές πηγές - κῦρις, ἄρχων, ἀρχηγός). Μετά τη μάχη των Μαρκελλών (792) για τη Βουλγαρία ξεκίνησε μία περίοδος πολιτικής και στρατιωτικής ανόδου. Ο Κρούμος (803 - 814) διπλασίασε την έκταση της χώρας, σκότωσε το Βυζαντινό Αυτοκράτορα Νικηφόρο Α΄ (802 - 811) στη Μάχη της Πλίσκα (811) και εισήγαγε τον πρώτο γραπτό νομικό κώδικα. Οι Βούλγαροι ήταν ένας από τους πρώτους εκχριστιανισμένους Σλαβικούς λαούς (το 863 ο χάνος Βόρις βαπτίστηκε και πήρε το όνομα του νονού του, αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄). Κατά την 34χρονη βασιλεία του Συμεών του Μεγάλου, που άρχισε το 893, η Βουλγαρία γνώρισε τη μεγαλύτερη εδαφική της επέκταση μαζί με μια χρυσή εποχή του Βουλγαρικού πολιτισμού. Μεταφράστηκε στα Αρχαία Βουλγαρικά η Αγία Γραφή, καθώς και πολλά θεολογικά και κοσμικά κείμενα.

Πόλεμοι με τους Κροάτες, τους Μαγυάρους, τους Πετσενέγους και τους Σέρβους και η διάδοση της αίρεσης των Βογομίλων εξασθένησαν τη Βουλγαρία μετά το θάνατο του Συμεών. Μετά από πολλές στρατιωτικές συγκρούσεις σύμφωνα με τη συνθήκη του 927 ο γιος του Συμεών Πέτρος αναγνωρίστηκε από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Α΄ Λακαπηνό ως "βασιλεὺς τῶν Βουλγάρων" (στα Βουλγαρικά - "τσάρος", το οποίο προέρχεται από το λατ. "caesar" και το ελληνικό "καίσαρ"). Δύο διαδοχικές εισβολές των Ρως και των Βυζαντινών είχαν ως αποτέλεσμα την κατάληψη της πρωτεύουσας Πρεσλάβας από το Βυζαντινό στρατό το 971. Υπό τον Σαμουήλ η Βουλγαρία ανέκαμψε κάπως από αυτές τις επιθέσεις και κατόρθωσε να καταλάβει τη Σερβία και την Αλβανία, αλλά αυτή η άνοδος τερματίστηκε όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ νίκησε το Βουλγαρικό στρατό στο Κλείδιο το 1014. Ο Σαμουήλ πέθανε λίγο μετά τη μάχη και το 1018 οι Βυζαντινοί κατέλυσαν την Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία.

Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία

Μετά την κατάκτηση της Βουλγαρίας ο Βασίλειος Β΄ απέτρεψε εξεγέρσεις και δυσαρέσκεια διατηρώντας τη διοίκηση των τοπικών ευγενών και αναγνωρίζοντας την αυτοκεφαλία της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας. Μετά το θάνατό του οι τοπικές πολιτικές των Βυζαντινών άλλαξαν και ξέσπασε μια σειρά αποτυχημένων εξεγέρσεων, η μεγαλύτερη από τον Πέτερ Ντέλιαν. Το 1185 οι ευγενείς από τη δυναστεία των Ασέν Ιβάν Ασέν Α΄ και Πέτρος Δ΄ οργάνωσαν μια μεγάλη εξέγερση με αποτέλεσμα την επανίδρυση του Βουλγαρικού κράτους. Ο Ιβάν Ασέν και ο Πέτρος έθεσαν τα θεμέλια της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα το Τάρνοβο.

Ο Καλογιάν, ο τρίτος μονάρχης των Ασέν, επέκτεινε την κυριαρχία του στο Βελιγράδι και την Οχρίδα. Αναγνώρισε την πνευματική κυριαρχία του Πάπα και στέφθηκε βασιλιάς από παπικό αντιπρόσωπο. Η αυτοκρατορία έφτασε στο ζενίθ της υπό τον Ιβάν Ασέν Β΄ (1218 – 1241), όταν άκμασαν το εμπόριο και ο πολιτισμός. Η ισχυρή οικονομική και θρησκευτική επιρροή του Τάρνοβο το κατέστησαν μια "Τρίτη Ρώμη", σε αντίθεση με την ήδη παρακμάζουσα Κωνσταντινούπολη.

Η στρατιωτική και οικονομική ισχύς της χώρας υποχώρησε μετά το τέλος της δυναστείας των Ασέν το 1257, αντιμετωπίζοντας εσωτερικές διαμάχες, συνεχείς Βυζαντινές και Ουγγρικές επιθέσεις και τη Μογγολική κυριαρχία. Στο τέλος του 14ου αιώνα οι φατριαστικές διαιρέσεις μεταξύ των φεουδαρχών και η διάδοση του Βογομιλισμού είχαν προκαλέσει τη διάσπαση της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας σε τρία βασίλεια - Βίντιν, Τάρνοβο και Κάρβουνα - και αρκετά ημιανεξάρτητα πριγκιπάτα που πολεμούσαν μεταξύ τους και με τους Βυζαντινούς, Ούγγρους, Σέρβους, Βενετούς και Γενοβέζους. Στα τέλη του 14ου αιώνα οι Οθωμανοί Τούρκοι είχαν αρχίσει την κατάκτηση της Βουλγαρίας και είχαν καταλάβει τις περισσότερες πόλεις και φρούρια νότια του Αίμου.

Οθωμανική κατάκτηση

Το Τάρνοβο καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς μετά από τρίμηνη πολιορκία το 1393. Μετά τη Μάχη της Νικόπολης, που επέφερε την πτώση του Βασιλείου του Βίντιν το 1396, οι Οθωμανοί κατέλαβαν όλα τα Βουλγαρικά εδάφη νότια του Δούναβη. Η τάξη των ευγενών εξαλείφθηκε και οι χωρικοί έγιναν δουλοπάροικοι σε Οθωμανούς αφέντες, με το μεγαλύτερο μέρος του μορφωμένου κλήρου να καταφεύγει σε άλλες χώρες. Υπό το Οθωμανικό σύστημα οι Βούλγαροι θεωρούνταν κατώτερη τάξη ανθρώπων (ραγιάδες). Υπόκειντο σε βαρείς φόρους και μερικό εξισλαμισμό και ο πολιτισμός τους καταπιέστηκε. Οι Οθωμανικές αρχές καθιέρωσαν το Μιλέτ των Ρουμ, μια θρησκευτική διοικητική κοινότητα που κυβερνούσε όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Το μεγαλύτερο μέρος του τοπικού πληθυσμού έχασε σταδιακά τη διακριτή εθνική του συνείδηση, ταυτοποιούμενο ως Χριστιανοί. Όμως ο κλήρος που παρέμενε σε μερικά απομονωμένα μοναστήρια την κράτησε ζωντανή και αυτό τη βοήθησε να επιβιώσει σε ορισμένες αγροτικές, μακρινές περιοχές, καθώς επίσης στη μαχητική Καθολική κοινότητα, στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας.

Αρκετές Βουλγαρικές εξεγέρσεις ξέσπασαν και τους πέντε σχεδόν αιώνες της Οθωμανικής κατάκτησης, με σημαντικότερες τις υποστηριζόμενες από τους Αψβούργους εξεγέρσεις του Τάρνοβο το 1598 και το 1686, την Εξέγερση του Τσίπροφτσι το 1688 και την Ανταρσία του Κάρπος το 1689. To 18o αιώνα ο Διαφωτισμός στη Δυτική Ευρώπη επέδρασε για το ξεκίνημα ενός κινήματος γνωστού ως Εθνική αφύπνιση της Βουλγαρίας. Αποκατέστησε την εθνική συνείδηση και έγινε αποφασιστικός παράγοντας για τον απελευθερωτικό αγώνα, που οδήγησε στην Εξέγερση του Απριλίου το 1876. 30.000 Βούλγαροι σκοτώθηκαν, καθώς οι Οθωμανικές αρχές κατέπνιγαν την εξέγερση. Οι σφαγές παρακίνησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις να αναλάβουν δράση. Συγκάλεσαν τη Διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης (1876) αλλά οι αποφάσεις τους δεν έγιναν δεκτές από τους Οθωμανούς. Αυτό επέτρεψε στη Ρωσική Αυτοκρατορία να αναζητήσει μια λύση δια της βίας, χωρίς να διακινδυνεύσει τη στρατιωτική σύγκρουση με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως είχε συμβεί στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Το 1877 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και νίκησε τις δυνάμεις της με τη βοήθεια Βουλγάρων εθελοντών.

 

Τρίτο Βουλγαρικό κράτος

Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου υπογράφτηκε στις 3 Μαρτίου 1878 από τη Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία και περιλάμβανε μια διάταξη για τη σύσταση ενός ημιαυτόνομου Βουλγαρικού πριγκιπάτου, χονδρικά στα εδάφη της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις απέρριψαν τη συνθήκη, φοβούμενες ότι μια τόσο μεγάλη χώρα στα Βαλκάνια θα μπορούσε να απειλήσει τα συμφέροντά τους. Αντικαταστάθηκε από τη μεταγενέστερη Συνθήκη του Βερολίνου (1878), που υπογράφτηκε στις 13 Ιουλίου και προέβλεπε ένα πολύ μικρότερο κράτος που περιελάμβανε τη Μοισία και την περιοχή της Σόφιας, αφήνοντας μεγάλους πληθυσμούς Βουλγάρων έξω από τη νέα χώρα. Αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της μιλιταριστικής προσέγγισης της Βουλγαρίας στις στρατιωτικές υποθέσεις κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

 

Το Βουλγαρικό πριγκιπάτο κέρδισε έναν πόλεμο κατά της Σερβίας και ενσωμάτωσε την ημιαυτόνομη Οθωμανική περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885, αυτοανακηρυσσόμενο ανεξάρτητο κράτος στις 5 Οκτωβρίου 1908. Τα χρόνια που ακολούθησαν την ανεξαρτησία η Βουλγαρία στρατιωτικοποιείτο όλο και περισσότερο και αναφερόταν συχνά ως "η Πρωσία των Βαλκανίων". Μεταξύ 1912 και 1918 η Βουλγαρία ενεπλάκη σε τρεις διαδοχικές συγκρούσεις: δύο Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από μία καταστροφική ήττα στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο η Βουλγαρία βρέθηκε πάλι να μάχεται στο πλευρό των ηττημένων λόγω της συμμαχίας της με τις Κεντρικές Δυνάμεις στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και παρέταξε πάνω από το ένα τέταρτο του πληθυσμού της σε ένα στρατό δύναμης 1.200.000 ανδρών και κέρδισε μερικές αποφασιστικές νίκες στη Δοϊράνη και στο Ντόμπριτς, η χώρα συνθηκολόγησε το 1918. Ο πόλεμος κατέληξε σε σημαντικές εδαφικές απώλειες και στο θάνατο συνολικά 87.500 στρατιωτών. Πάνω από 253.000 πρόσφυγες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία από το 1912 ως το 1929 λόγω αυτών των πολέμων, επιβαρύνοντας περισσότερο την ήδη κατεστραμμένη εθνική οικονομία.

 

Η πολιτική αναταραχή λόγω αυτών των απωλειών οδήγησε στην εγκαθίδρυση μιας βασιλικής αυταρχικής δικτατορίας από τον τσάρο Βόρις Γ΄ (1918 - 1943). Η Βουλγαρία μπήκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1941 ως μέλος του Άξονα, αλλά αρνήθηκε να συμμετάσχει στην Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα και γλίτωσε τον Εβραϊκό πληθυσμό της από την εκτόπιση στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο ξαφνικός θάνατος του Βόρις Γ΄ το καλοκαίρι του 1941 ώθησε τη χώρα σε πολιτική κρίση καθώς ο πόλεμος έπαιρνε τροπή κατά της Γερμανίας και κέρδιζε έδαφος το Κομμουνιστικό αντάρτικο κίνημα. Η κυβέρνηση του Μπόγκνταν Φίλοφ απέτυχε στη συνέχεια να συνάψει ειρήνη με τους Συμμάχους. Η Βουλγάρικη κυβέρνηση δεν συμμορφώθηκε με τις Σοβιετικές εκκλήσεις να εκδιώξει τα Γερμανικά στρατεύματα από το έδαφός της, με αποτέλεσμα την κήρυξη πολέμου και την εισβολή από την ΕΣΣΔ το Σεπτέμβριο του 1944. Το Πατριωτικό Μέτωπο, στο οποίο την ηγεμονία είχαν οι Κομμουνιστές, πήρε την εξουσία, τερμάτισε τη συμμετοχή στον Άξονα και πήρε το μέρος των Συμμάχων μέχρι το τέλος του πολέμου.

Η αριστερή εξέγερση της 9 Σεπτεμβρίου 1944 οδήγησε στην κατάργηση της μοναρχικής εξουσίας και στην απελευθέρωση από τους φασίστες. Μια μονοκομματική Λαϊκή δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε μόνο το 1946. Έγινε τμήμα της Σοβιετικής σφαίρας επιρροής υπό την ηγεσία του Γκεόργκι Δημητρόφ (1946 - 1949), που έθεσε τα θεμέλια ενός γρήγορα εκβιομηχανιζόμενου Σταλινικού σοσιαλιστικού κράτους. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 το βιοτικό επίπεδο ανέβηκε σημαντικά, ενώ η πολιτική καταπίεση ελαττώθηκε. Τη δεκαετία του 1980 τόσο το εθνικό όσο και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είχε τετραπλασιαστεί, αλλά η οικονομία παρέμενε επιρρεπής σε κρίσεις χρέους, με τις σοβαρότερες το 1960, το 1977 και το 1980. Η Σοβιετικού τύπου σχεδιασμένη οικονομία γνώρισε μερικές πολιτικές προσανατολισμένες στην αγορά, που εμφανίστηκαν σε πειραματικό επίπεδο υπό τον Τόντορ Ζίβκοβ (1954 - 1989). Η κόρη του Λιουντμίλα (1942 - 1981) ενίσχυσε την εθνική περηφάνια προωθώντας παγκοσμίως τη Βουλγαρική κληρονομιά, τον πολιτισμό και τις τέχνες. Σε μια προσπάθεια να εξαλειφθεί η ταυτότητα της Τουρκικής μειονότητας, ξεκίνησε το 1984 μια εκστρατεία αφομοίωσης, που είχε ως αποτέλεσμα τη μετανάστευση 300.000 από αυτή στην Τουρκία.

Υπό την επίδραση της ανατροπής του Ανατολικού Μπλοκ, στις 10 Νοεμβρίου 1989 το Κομμουνιστικό Κόμμα απεμπόλησε το πολιτικό του μονοπώλιο. Ο Ζίβκοβ παραιτήθηκε και η Βουλγαρία προχώρησε στη μετάβαση σε κοινοβουλευτική δημοκρατία. Tις πρώτες ελεύθερες εκλογές τον Ιούνιο του 1990 κέρδισε το Βουλγαρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (το πρόσφατα μετονομασθέν Κομμουνιστικό Κόμμα). Τον Ιούλιο του 1991 υιοθετήθηκε ένα νέο σύνταγμα που προέβλεπε ένα σχετικά αδύναμο εκλεγμένο Πρόεδρο και ένα πρωθυπουργό που λογοδοτεί στο νομοθετικό σώμα. Το νέο σύστημα αρχικά απέτυχε να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο ή να δημιουργήσει οικονομική ανάπτυξη - η μέση ποιότητα ζωής και οι οικονομικές επιδόσεις παρέμειναν κατώτερες από ότι υπό τον Κομμουνισμό ακόμη και τα πρώτα χρόνια μετά το 2000. To 1997 ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων αποκατάστησε την οικονομική ανάπτυξη αλλά το βιοτικό επίπεδο συνέχισε να χωλαίνει. Μετά το 2001 οι οικονομικές, πολιτικές και γεωπολιτικές συνθήκες βελτιώθηκαν κατά πολύ. Η χώρα έγινε μέλος του NATO το 2004 και της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2007. Έπειτα από τις βουλευτικές εκλογές του 2009 κέρδισε η Κεντροδεξιά και πρωθυπουργός έγινε ο Μπόικο Μπορίσοφ. Έπειτα από διαδηλώσεις, η κυβέρνηση Μπορίσοφ παραιτήθηκε το 2013.

Διακυβέρνηση
Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο Ρόσεν Πλέβνελιεφ και πρωθυπουργός ανέλαβε ο Πλάμεν Ορεσάρσκι. Στις 20 Φεβρουαρίου 2013, ο πρώην πρωθυπουργός της Βουλγαρίας, Μπόικο Μπορίσοφ, ανακοίνωσε από το βήμα της βουλγαρικής Βουλής την παραίτηση της κυβέρνησής του, η οποία επισημοποιήθηκε το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο πριν τις εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν τον Μάιο του ίδιου έτους. Η κυβέρνηση παραιτήθηκε μετά από μαζικές διαδηλώσεις κατά της λιτότητας και της υψηλής τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος. Ο πρωθυπουργός προσπάθησε να ηρεμήσει το οργισμένο πλήθος, απαλλάσσοντας από τα καθήκοντά του τον υπουργό Οικονομικών και αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως, Συμεών Ντιάνκοφ, αλλά δεν το κατάφερε.
Στα τέλη Απριλίου, ο πρώην υπουργός Γεωργίας του Μπορίσοφ Μίροσλαβ Ναϊντένοφ αποκάλυψε ότι η κυβέρνηση κατασκόπευε τους υπουργούς, τους επιχειρηματίες και τους πολιτικούς της αντιπολίτευσης, έπειτα από διαταγή του αρχηγού του GERB, Τσβέταν Τσβετάνοφ.
Μετά την παραίτηση του Ορεσχάρσκι υπηρεσιακός πρωθυπουργός ανέλαβε ο Γκεόργκι Μπλιζνάσκι.
 
Εκλογές
Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω. Οι πιο πρόσφατες βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν πρόωρα στις 5 Οκτωβρίου 2014.
Κλίμα
Το κλίμα της Βουλγαρίας κατά το μεγαλύτερο μέρος της χώρας είναι ηπειρωτικό, που μετριάζεται προς στα νότια με το μεσογειακό. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 10 °C, με μεγάλο όμως θερμομετρικό εύρος που κυμαίνεται από τους -38 °C μέχρι τους +45 °C. Το μέσο ύψος βροχόπτωσης φθάνει τα 400 χιλιοστά ενώ στα ανατολικά τμήματα φθάνει τα 1200 χιλιοστά. Οι μεγαλύτερες βροχοπτώσεις σημειώνονται ως καταιγίδες την Άνοιξη και το Καλοκαίρι, όπου συνοδεύονται και με χαλάζι. Σε ζώνη 40 χλμ. κατά μήκος των ακτών του Εύξεινου Πόντου ο χειμώνας είναι θερμότερος και το καλοκαίρι δροσερότερο.
Δημογραφία
Σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2015, ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σε 7.153.784 κατοίκους.
Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού ήταν, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2015, τα 74,39 χρόνια (71,05 χρόνια οι άνδρες και 77,93 οι γυναίκες).

Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.