fb

Πληροφορίες για: Τανζανία

Περιγραφή

Ανεξάρτητο κράτος της Ανατολικής Αφρικής, που προέκυψε το 1964 από την ένωση σε ομοσπονδία δύο ανεξάρτητων κρατών, της νησιωτικής Ζανζιβάρης και της ηπειρωτικής Τανγκανίκας (πρώην γερμανικής και αγγλικής αποικίας). Η ονομασία της χώρας προέρχεται από τις πρώτες συλλαβές των ονομασιών των δύο αυτών χωρών και από την κατάληξη "Αζανία", την αρχαία ονομασία της ανατολικής Αφρικής.
Η Τανζανία έχει έκταση 945.087 τ. χλμ. (942.262 της Τανγκανίκας και 2.461 της Ζανζιβάρης). Νησιωτικά εδάφη αποτελούν η Ζανζιβάρη (1.664 τ. χλμ.), η Πέμπα (988 τ. χλμ.) και η Μάφια (520 τ. χλμ.). Η Τανγκανίκα είναι μια από τις μεγάλες αφρικανικές χώρες και καταλαμβάνει το 3,2% του αφρικανικού εδάφους. Είναι 1,2 φορές μεγαλύτερη από ολόκληρη τη χερσόνησο των Βαλκανίων και 7,2 φορές από την έκταση της Ελλάδας. Το 2002 ο πληθυσμός της ήταν 37.187.939.
Η Τανζανία εκτείνεται στην Ανατολική Αφρική και ορίζεται από τις συντεταγμένες: 1° έως 11° 45 ΄ βόρειο γεωγραφικό πλάτος και 29° 20΄ έως 40° 38΄ ανατολικό γεωγραφικά μήκος. Συνορεύει βόρεια με την Κένυα και την Ουγκάντα (τα σύνορα διέρχονται και τη λίμνη Βικτόρια), δυτικά με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (φυσικό σύνορο των δύο χωρών είναι η λίμνη Τανγκανίκα), βορειοδυτικά με το Μπουρούντι και τη Ρουάντα, νότια με τη Μοζαμβίκη, νοτιοδυτικά με τη Ζάμπια και το Μαλάουι (τα σύνορα διαπερνούν τη λίμνης Νιάσσα), ενώ ανατολικά βρέχεται από τον Ινδικό ωκεανό.

Μέχρι τον 20ό αιώνα
Η ιστορία της ηπειρωτικής και της νησιωτικής Τανζανίας δεν είναι ενιαία, μέχρι το 1964, οπότε σχηματίστηκε το κράτος της Τανζανίας από τη συνένωση της Τανγκανίκας και της Ζανζιβάρης. Η Τανγκανίκα πρωτοκατοικήθηκε την 1η π.Χ. χιλιετία και έγινε τόπος εγκατάστασης των μπαντουϊκών φυλών. Τον 7ο και 8ο αιώνα τα παραθαλάσσια εμπορικά κέντρα ελέγχονταν από τους Άραβες. Το 16ο αιώνα πέρασαν στην κυριαρχία των Πορτογάλων, οι οποίοι τα έχασαν από τους Άραβες στα τέλη του 17ου αιώνα με αρχές του 18ου αιώνα. Το 1890 - 1891 η Τανγκανίκα ονομάστηκε αποικία των Γερμανών.

Ο 20ός αιώνας
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο η περιοχή πέρασε σε βρετανικό έλεγχο με απόφαση της Κοινωνίας των Εθνών. Το 1960 παραχωρήθηκε αυτονομία στην Τανγκανίκα, η οποία ανεξαρτητοποιήθηκε τον επόμενο χρόνο. Αρχικά πρωθυπουργός της ήταν ο πολέμιος της βρετανικής αποικιοκρατίας και ιδρυτής του κόμματος της Αφρικανικής Εθνικής Ένωσης της Τανγκανίκα (TANU). Το Μάιο του 1961 πρωθυπουργός έγινε ο Ρασίντι Καουάουα και στις 9 Δεκεμβρίου του 1962 η Τανγκανίκα ανακηρύχτηκε δημοκρατία με πρόεδρο τον Τζούλιους Νυερέτε.
Η Ζανζιβάρη ακολούθησε την ιστορική πορεία της Τανγκανίκα μέχρι το 18ο αιώνα, οπότε έγινε τμήμα του σουλτανάτου του Ομάν. Το 1832 μεταφέρθηκε στο νησί η πρωτεύουσα του σουλτανάτου, αλλά το 1861 η Ζανζιβάρη αποσχίστηκε και το 1884-1885 μετατράπηκε σε βρετανικό προτεκτοράτο. Ανεξαρτητοποιήθηκε και στις 19 Δεκεμβρίου του 1963 ανακηρύχθηκε σε ανεξάρτητο σουλτανάτο. Ο σουλτάνος ανατράπηκε και στις 26 Απριλίου 1964 ενώθηκε με την Τανγκανίκα και αποτέλεσαν από κοινού την Τανζανία. Στη Ζανζιβάρη επιτράπηκε η διατήρηση των νομοθετικών σωμάτων της και κάποιων εξουσιών για τα εσωτερικά θέματα του νησιού, θα συμμετείχε όμως στην κοινή Εθνοσυνέλευση της Τανζανίας. Η ενοποίηση ήταν επιτυχής, αν και η αραβική πλειοψηφία της Ζανζιβάρης θα προτιμούσε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα του νησιού.
Από το 1965 - 1967 ο Νυερέρε εγκατέστησε ένα σοσιαλιστικό καθεστώς με ένα μόνο κόμμα (το TANU) και υπέγραψε σύμφωνο φιλίας με την Κίνα (1966). Το 1977 η ψήφιση νέου συντάγματος έκανε το καθεστώς πιο φιλελεύθερο. Το 1979 η Ζανζιβάρη υιοθέτησε νέο σύνταγμα, που διατηρούσε ωστόσο σταθερούς τους δεσμούς της με την υπόλοιπη Τανζανία. Στις εκλογές του 1985 ο πρόεδρος της Ζανζιβάρης Αλή Χασάν Μουαϊνυί εκλέχτηκε πρόεδρος της Τανζανίας. Ο πρώην πρόεδρος Νυερέρε παραιτήθηκε, παρέμεινε όμως πρόεδρος του Κόμματος της Επανάστασης, που προέκυψε από τη συγχώνευση το 1977 του TANU και του κόμματος Αφρο - Σιράζι.
Ο Μουαϊνυί κληρονόμησε από τον προκάτοχό του ένα κράτος με σχετικά βελτιωμένη πρόνοια και εκπαίδευση αλλά και πολλά οικονομικά προβλήματα. Ο νέος πρόεδρος με τη συναίνεση του Κόμματος της Επανάστασης έλαβε εξωτερικό δάνειο με επαχθείς όρους από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και δέχτηκε τη ρύθμιση του εξωτερικού χρέους από τη Λέσχη του Παρισιού (οικονομική πιστωτική οργάνωση). Το 1988 και 1989 απειλήθηκε η ένωση της Ζανζιβάρης με την Τανζανία. Στις εκλογές του 1990 (28η Οκτωβρίου) ο Μουαϊνυί εκλέχτηκε χωρίς αντίπαλο (ο Νυερέρε παραιτήθηκε) πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στη νησιωτική Τανζανία εκλέχτηκε πρόεδρος ο Σαλμίν Αμούρ. Τον Ιούλιο του 1991 αμνηστεύτηκαν 23.000 πολιτικοί κρατούμενοι, το Φεβρουάριο του 1992 καθιερώθηκε το πολυκομματικό σύστημα, το 1993 η Ζανζιβάρη εντάχθηκε στον Οργανισμό Ισλαμικής Διάσκεψης (OIC). Το 1994 κύμα προσφύγων από τις γειτονικές χώρες σε συνδυασμό με την παρατεταμένη ξηρασία προκάλεσε την έλλειψη βασικών διατροφικών ειδών. Άρχισαν να εφαρμόζονται οικονομικά φιλελεύθερα μέτρα.

Το 1995 ο Μπέντζαμιν Μκάπα στις εκλογές που έλαβαν χώρα εκλέχτηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τανζανίας.

Η Τανζανία αποτελεί τμήμα του ανατολικού αφρικανικού οροπεδίου, το οποίο εκτείνεται στα ανατολικά της λεκάνης του Κόνγκο, από την οποία χωρίζεται από τις μεγάλες λίμνες Τανγκανίκα, Κίτου, Εδουάρδου και Αλβέρτου (πρόσφατα μετονομάστηκαν σε Μομπούτου Σέσε Σέκο). Στο μέσο του οροπεδίου βρίσκεται η λίμνη Βικτόρια. Η μορφολογία του τανζανικού εδάφους χαρακτηρίζεται από πεδιάδες και υψηλά οροπέδια και διασχίζεται από τη Μεγάλη Αφρικανική Τάφρο, που ξεκινάει από τα βόρεια της λίμνης Μαλάουι και κατευθύνεται δυτικά μέσω του όρους Κιλιμάντζαρο στην Κέκα.
Οι παράκτιες περιοχές είναι χαμηλές με περιορισμένο πλάτος. Όλη σχεδόν η χώρα είναι ένα οροπέδιο με μέσο ύψος 1200 - 1500 μ. Οι πιο σημαντικές οροσειρές της βρίσκονται στα βορειοανατολικά, στα σύνορα με την Κένυα. Εκεί ορθώνεται το εντυπωσιακό Κιλιμάντζαρο, το ψηλότερο βουνό της Αφρικής, ένα ανενεργό ηφαίστειο, με κορυφές την Κίμπο (5.895 μ.) και τη Μαβένσι (5.345 μ.). Νοτιοδυτικά του Κιλιμάντζαρο βρίσκεται το Μερού (4,560 μ.) και δυτικά το Λουλμαλασίν (3.648 μ.), μεταξύ των όρων Τζελάι (2,942 μ.) και Νγκορονγκόρο (3.188 μ.). Νοτιοανατολικά εκτείνεται το όρος Χάνανγκ (3.418 μ.). Ακόμη απαντά η οροσειρά Κιπενγκέρε (2.961 μ.) και Λίβινγκστον (2.521 μ.) και προς τα βορειοανατολικά τα όρη Ουτζούνγκβα (2.137 μ.), Ρουμπέχο (2.356 μ.) και Νικούρου. Τα όρη Μαχάλι (2.373 μ.) και το υψίπεδο Φίπα (κορυφή 2.418 μ.) ολοκληρώνουν τη σειρά των οροσειρών της χώρας.
Το κεντρικό τανζανικό υψίπεδο σταδιακά κατέρχεται μέσα από μια σειρά χαμηλών κλιμακωτών οροπεδίων προς τις ακτές, που συχνά είναι ελώδεις και εμφανίζονται εμφανώς διαμελισμένες προς τις εκβολές των ποταμών.
Γενικά τα εδάφη της χώρας προήλθαν από αποσάθρωση πετρωμάτων και από μεταφερόμενα πετρώματα και υλικά. Στις περιοχές των υψιπέδων και σε εκείνες που υπάρχουν νερά εμφανίζονται εδάφη ηφαιστειακά και σιδηρούχα.
Τα νησιά Ζανζιβάρη και Πέμπα βρίσκονται στις βορειοανατολικές ακτές της ηπειρωτικής Τανζανίας. Ειδικότερα η Ζανζιβάρη είναι ένα επίμηκες νησί με πεδιάδες και λόφους που δεν ξεπερνούν τα 135 μέτρα. Έχει μήκος 80 χλμ. και μέγιστο πλάτος 43 χλμ.

Βασικοί παράγοντες διαφοροποίησης του κλίματος από περιοχή σε περιοχή αποτελούν η απόσταση από τη θάλασσα και το υψόμετρο. Συνεπώς η ηπειρωτική Τανζανία διακρίνεται σε τρεις κλιματικές ζώνες. Στα παράλια, κατά μήκος του Ινδικού ωκεανού, το κλίμα είναι θερμό και υγρό. Ενδεικτικά στην πόλη Νταρ - ες - Σαλάμ η μέση θερμοκρασία του Ιανουαρίου είναι 27 - 28°C και του Ιουλίου 23 - 24°C, ενώ οι βροχοπτώσεις κυμαίνονται από 1016 ως 1936 χιλιοστόμετρα. Στο εσωτερικό το κλίμα είναι ξηρότερο και παρουσιάζει διακυμάνσεις στη θερμοκρασία ανάλογα με την εποχή. Οι βροχοπτώσεις κυμαίνονται κατά μέσο όρο στα 508 με 762 χιλιοστόμετρα. Ενδεικτικά στην πόλη Ντοντόμα (στο εσωτερικό της χώρας) οι μέσες θερμοκρασίες Ιανουαρίου είναι 24°C, Ιουλίου 19,5°C, ενώ οι βροχοπτώσεις μειώνονται στα 550 - 570 χιλιοστόμετρα. Στα βουνά το κλίμα είναι εύκρατο.
Όπως η ηπειρωτική Τανζανία έχει κλίμα τροπικό και θερμό, έτσι και η νησιωτική έχει γενικά τροπικό κλίμα, του οποίου όμως οι ζέστες μετριάζονται από τη θαλασσινή αύρα κατά τη διάρκεια του χρόνου. Ενδεικτικά η μέση ετήσια θερμοκρασία για την πόλη της Ζανζιβάρης είναι 29°C το μέγιστο και 25°C το ελάχιστο, ενώ για την πόλη Ουέτε στο νησί Πέμπα είναι 30°C το μέγιστο και 25°C το ελάχιστο.

Ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σε 37.187.939 κατ. (2002) και η πυκνότητά του είναι 32 άτομα ανά τ. χλμ. Παράγοντες της πληθυσμιακής πυκνότητας είναι το έδαφος, το ύψος των βροχοπτώσεων και η διάδοση της μύγας τσε-τσε, που εμφανίζεται κυρίως στη δυτική και στην κεντρική Τανζανία. Η βόρεια Τανζανία είναι αραιοκατοικημένη, επειδή το ύψος των βροχών είναι περιορισμένο. Οι υγρές περιοχές, τα υψίπεδα και οι ακτές της λίμνης Βικτόριας παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη πυκνότητα.

Από το 1970 έγινε προσπάθεια να εφαρμοστεί πρόγραμμα καταγραφής των αγροτών και μετάστασής τους σε αστικές περιοχές. Παρ` όλες τις προσπάθειες όμως η χώρα παραμένει ελάχιστα αστικοποιημένη, με ποσοστά αστικού πληθυσμού μόλις 24,4%. Το 75,6% των Τανζανών είναι διασκορπισμένοι στην επαρχία.

Ο ρυθμός ανάπτυξης του πληθυσμού το 2002 ήταν 2,6%. Το έτος 2002 τα ποσοστά γεννητικότητας και θνησιμότητας ήταν 3,9% και 1,3% αντίστοιχα. Ο μέσος όρος βρεφικής θνησιμότητας υπολογίστηκε την ίδια χρονιά στο 7,7%. Το προσδοκώμενο όριο ζωής το 2002 ήταν τα 51,7 χρόνια (52,67 για τις γυναίκες και 50,76 για τους άνδρες). Όσον αφορά την ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού υπερτερούν συντριπτικά σε ποσοστά τα άτομα της νεαρής ηλικίας, λόγω της υψηλής γεννητικότητας. Το 44,6% του τανζανικού πληθυσμού είναι κάτω των 15 ετών, το 52,5% είναι μεταξύ 15 και 64 ετών και μόλις το 2,9% είναι από 65 ετών και άνω.

Το ανεπαρκές σύστημα μεταφορών της Τανζανίας έχει αναστείλει την οικονομική ανάπτυξη. Το μεγαλύτερο τμήμα του οδικού δικτύου, συνολικού μήκους 85.000 χλμ., δεν είναι ασφαλτοστρωμένο και αρκετές περιοχές στο εσωτερικό της χώρας δεν συνδέονται οδικώς μεταξύ τους. Το σιδηροδρομικό δίκτυο έχει μήκος 3.569 χλμ. Τα κυριότερα αστικά κέντρα συνδέονται μεταξύ τους με λεωφορεία και τρένα. Συχνότερα όμως οι Τανζανοί κυκλοφορούν με τα πόδια ή με ζώα, ιδιαίτερα στην επαρχία.

Στην Τανζανία υπάρχουν 20 αεροδρόμια, από τα οποία διεθνή είναι μόνο του Νταρ - ες - Σαλάμ και του Κιλιμάντζαρο. Η Air Tangania είναι ο εθνικός αερομεταφορέας. Υπάρχουν πολλά θαλάσσια και λιμναία λιμάνια. Τα πιο σημαντικά λιμάνια κατά μήκος του Ινδικού είναι το Νταρ - ες - Σαλάμ, η Τάνγκα και η Μτβάρα· επίσης αξιόλογα είναι αυτά που βρίσκονται στις λίμνες Τανγκανίκα, Βικτόρια και Νυάσσα (ή Μαλάουι).

Το επικοινωνιακό δίκτυο είναι ακόμη περιορισμένο. Το 1998 τα τηλέφωνα αριθμούσαν 127.000 και το 1992 (στα πλαίσια της πολιτικής επιδίωξης να γίνει ελεύθερη η αγορά) δημιουργήθηκαν ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί και άρχισαν να εκδίδονται ιδιωτικές εφημερίδες στα σουαχίλι και στα αγγλικά, εκτός από την επίσημη κομματική εφημερίδα Nationalist και την ελεγχόμενη από το κράτος Standart. Σήμερα στη χώρα εκπέμπουν 3 ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί, ενώ το 1999 δημιουργήθηκε και ένας κρατικός τηλεοπτικός σταθμός. Το 1997 υπήρχαν 8,8 εκατ. ραδιόφωνα περίπου και 103.000 τηλεοράσεις. Το Εθνικό πρακτορείο ειδήσεων ονομάζεται Σιχάτα (Shihata).