fb

Πληροφορίες για: Μπρουνέι

Περιγραφή

Ανεξάρτητο κράτος των βορειοανατολικών ακτών του νησιού Βόρνεο. Το Κράτος του Μπρουνέι, Κατοικία της Ειρήνης, όπως ονομάζεται επίσημα, συνορεύει ανατολικά, νότια και δυτικά με τη Μαλαισία, ενώ βόρεια βρέχεται από τη Νότια Κινεζική θάλασσα.
Το Μπρουνέι αποτελείται από δύο εδαφικές περιοχές, μία στα δυτικά και μία στα ανατολικά της χώρας, οι οποίες όμως δε συνδέονται μεταξύ τους. Η συνολική τους έκταση ανέρχεται σε 5.770 τ.χλμ., κατατάσσοντας τη χώρα στην 163η παγκόσμια θέση. Συγκριτικά με άλλες χώρες η έκταση του Μπρουνέι είναι μικρότερη από την έκταση της Κύπρου και του Λιβάνου.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2002 ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σε 350.898 κατοίκους, κατατάσσοντας τη χώρα στην 165η παγκόσμια θέση. Αναλογικά με την έκτασή του το Μπρουνέι έχει μεγάλο πληθυσμό, με αποτέλεσμα η χώρα να χαρακτηρίζεται σχετικά πυκνοκατοικημένη. Η πυκνότητα πληθυσμού φτάνει τους 60,81 κατοίκους ανά τ.χλμ.

Μέχρι τον 20ό αιώνα
Τον 6ο αιώνα το Μπρουνέι είχε αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με την Κίνα. Λίγους αιώνες αργότερα (13ος αι.) καταλήφθηκε από το βασίλειο Ματζαπαχίτ της Ιάβας, το οποίο επέβαλε στους κατοίκους τον ινδουισμό. Το βασίλειο παράκμασε το 15ο αι. και η χώρα έγινε ισλαμική ηγεμονία (σουλτανάτο). Σιγά σιγά οι σουλτάνοι της χώρας κατέκτησαν ολόκληρο το νησί Βόρνεο, το αρχιπέλαγος Σούλου και άλλα γειτονικά νησιά.
Το 1521 έφτασε στην περιοχή ο Πορτογάλος θαλασσοπόρος Μαγγελάνος και οι Πορτογάλοι αποίκησαν τη χώρα. Η ταυτόχρονη παρουσία των Ολλανδών, οι οποίοι αποίκησαν το νότιο τμήμα της Βόρνεο (17ος αι.), μείωσε τη δύναμη του σουλτανάτου. Έτσι το 19ο αι. η χώρα Μπρουνέι περιλάμβανε την περιοχή του σημερινού Μπρουνέι (Σαράβακ) και την περιοχή του σημερινού Σαμπάχ (βόρεια Βόρνεο).
Σχετικά σύντομα έφτασαν στην περιοχή και οι Βρετανοί. Το 1841 ο Βρετανός Τζέιμς Μπρουκ τάχτηκε στο πλευρό του σουλτάνου και αντιμετώπισαν από κοινού μια εξέγερση που σημειώθηκε κατά της κεντρικής εξουσίας. Ο σουλτάνος διόρισε τον Μπρουκ κυβερνήτη του Σαράβακ και το 1847 υπέγραψε συμφωνία με τη Μεγάλη Βρετανία για την καταστολή της πειρατείας και τη βελτίωση των εμπορικών τους συναλλαγών. Το 1877 η περιοχή της βόρειας Βόρνεο παραχωρήθηκε σε Βρετανούς εμπόρους και αργότερα στη Βρετανική Εταιρεία Βόρειας Βόρνεο. Το 1888 η Βρετανία ανέλαβε τη διεύθυνση των εξωτερικών υποθέσεων του Μπρουνέι (βρετανικό προτεκτοράτο) και το 1906 διορίστηκε στη χώρα ο πρώτος Βρετανός ύπατος αρμοστής.


Ο 20ός αιώνας
Το 1941 η χώρα κυριεύτηκε από τους Ιάπωνες, αλλά απελευθερώθηκε λίγα χρόνια αργότερα (1945) από τους Αυστραλούς. Το Μπρουνέι ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος την 1η Ιανουαρίου του 1984. Τον ίδιο μήνα ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας ο σουλτάνος σερ Μουντά Χασανάλ Μπολκιάχ Μουιζαντίν Βανταουλάχ. Ένα χρόνο αργότερα ιδρύθηκε το πρώτο κόμμα του Μπρουνέι, το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο άρχισε να πιέζει το σουλτάνο να προκηρύξει εκλογές. Ο σουλτάνος όμως κατηγόρησε το κόμμα για τις μεταρρυθμιστικές του προτάσεις και το 1988 το διέλυσε. Επιπλέον εξάγγειλε πως δε θα ξαναεπιτρέψει την ίδρυση κομμάτων. Το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα όμως είχε στο μεταξύ προτείνει την παραίτηση του σουλτάνου, του οποίου το όνομα είχε εμπλακεί στα οικονομικά σκάνδαλα που είχαν ξεσπάσει το 1987 (ο σουλτάνος θεωρείται ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο), και την προκήρυξη εκλογών.

Η σημερινή πολιτική κατάσταση
Από το 1990 και μετά η κυβέρνηση της χώρας ασχολείται με τη βελτίωση των σχέσεων του Μπρουνέι με τα υπόλοιπα κράτη. Το 1991 ο σουλτάνος ήρθε σε επαφή με αξιωματούχους της Κίνας για την πολιτογράφηση των Κινέζων κατοίκων του Μπρουνέι και τον επόμενο χρόνο είχε διπλωματικές επαφές με την κυβέρνηση του Βιετνάμ. Το 1993 ο σουλτάνος υπέγραψε συμφωνίες για τη βελτίωση των σχέσεων της χώρας με τη Μαλαισία και για την πώληση υγροποιημένου φυσικού αερίου στους Ιάπωνες. Από τις 5 Οκτωβρίου 1967 σουλτάος και πρωθυπουργός της χώρας είναι ο σερ Μουντά Χασανάλ Μπολκιάχ Μουιζαντίν Βανταουλάχ.

Η εδαφική περιοχή που βρίσκεται στα ανατολικά της χώρας περιλαμβάνει τις κοιλάδες των σημαντικότερων ποταμών της περιοχής (Μπελάιτ, Μπρουνέι και Τούτονγκ), ενώ η περιοχή που βρίσκεται στα δυτικά περιλαμβάνει την κοιλάδα του ποταμού Τεμπούρονγκ. Γενικά από μορφολογική άποψη το Μπρουνέι είναι μία παράκτια πεδιάδα, με λίγα βουνά στα ανατολικά και μία λοφώδη περιοχή στα δυτικά. Στα δυτικά και βορειοανατολικά υπάρχουν επίσης αρκετοί βάλτοι.
Ο μεγαλύτερος ποταμός της χώρας είναι ο Μπελάιτ, ο οποίος χύνεται στη Νότια Κινεζική θάλασσα. Άλλοι ποταμοί είναι ο Τούτονγκ, ο Μπρουνέι και ο Τεμπούρονγκ.

Η χώρα έχει κλίμα τροπικό, με αυξημένη υγρασία και ζέστη. Μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του κλίματος παίζουν οι μουσώνες που πνέουν από το δυτικό Ειρηνικό ωκεανό. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 27° C και η μέση υγρασία κυμαίνεται σε ποσοστό 67% - 97%. Η χώρα δέχεται αρκετές βροχές και το μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης κυμαίνεται στα 2.500 με 3.750 χιλιοστόμετρα. Έντονες βροχές πέφτουν κατά την περίοδο Νοεμβρίου - Μαρτίου.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 2002 το ποσοστό της γεννητικότητας έφτασε το 2%, της θνησιμότητας το 0,34% (βρεφική θνησιμότητα 1,4%) και το ποσοστό της ετήσιας αύξησης του πληθυσμού το 2,06%. Με αυτά τα δεδομένα υπολογίζεται πως οι 350.898 κάτοικοι της χώρας (2002) θα ανέλθουν σε 410.000 κατ. το 2010 και σε 490.000 το 2020. Από ηλικιακή άποψη η πλειονότητα των κατοίκων είναι άτομα ηλικίας 15-64 ετών (67%). Το 30,2% είναι παιδιά ηλικίας μέχρι 14 ετών και μόνο το 2,8% ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών. Το βελτιωμένο σύστημα υγείας έχει ανεβάσει το μέσο όρο ζωής του πληθυσμού της χώρας στα 74 χρόνια (76 χρόνια ζουν οι γυναίκες και 72 οι άντρες). Το 58% του συνόλου των κατοίκων ζει στα αστικά κέντρα.

Το συγκοινωνιακό δίκτυο της χώρας δεν είναι καλά οργανωμένο. Το οδικό δίκτυο έχει μήκος 1.712 χλμ. (1996). Το σιδηροδρομικό δίκτυο έχει μήκος 13 χλμ. (2001). Η χώρα διαθέτει επίσης δύο αεροδρόμια και τέσσερα λιμάνια, με μεγαλύτερο αυτό στην πρωτεύουσα Μπάνταρ Σέρι Μπεγκάβαν.
Όσον αφορά τον τομέα των επικοινωνιών, το 1998 εξέπεμπαν στη χώρα 13 ραδιοφωνικοί σταθμοί (10 στα FM και 3 στα μεσαία) και δύο τηλεοπτικά κανάλια. Το 1996 υπήρχαν στη χώρα 79.000 τηλέφωνα. Το 1998 υπήρχαν 329.000 ραδιόφωνα και 201.900 τηλεοράσεις.