fb

Πληροφορίες για: Βραζιλία

Περιγραφή

Η Βραζιλία (πορτ. Brasil), ή επίσημα η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας (República Federativa do Brasil) είναι η μεγαλύτερη και πολυπληθέστερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, στη Νότια Αμερική. Επίσης, είναι η πέμπτη μεγαλύτερη σε έκταση χώρα στον κόσμο, και πέμπτη σε πληθυσμό. Καλύπτει μια τεράστια έκταση μεταξύ των Άνδεων και του Ατλαντικού ωκεανού, ενώ συνορεύει με όλες τις χώρες της Νότιας Αμερικής, εκτός από τη Χιλή και το Εκουαδόρ. Διαδοχικά, και από νότο προς βορρά, συνορεύει με την Ουρουγουάη, την Αργεντινή, την Παραγουάη, τη Βολιβία, το Περού, την Κολομβία, τη Βενεζουέλα, τη Γουιάνα, το Σουρινάμ και τη Γαλλική Γουιάνα. Η ακτογραμμή της με τον Ατλαντικό ωκεανό έχει μήκος 7,491 χλμ., ενώ ανήκουν σε αυτή νησίδες και νησιωτικά συγκροτήματα, όπως το αρχιπέλαγος Φερνάντο ντε Νορόνια, η ατόλη Ρόκας, οι βραχονησίδες Σαν Πέδρο και Σαν Πάμπλο, και οι νησίδες Τρινιντάντ και Μαρτίμ Βας. Η Βραζιλία ήταν αποικία της Πορτογαλίας από το 1500, οπότε και ανακαλύφθηκε από τον Πέντρο Άλβαρες Καμπράλ, μέχρι την ανεξαρτησία της το 1822. Αν και δημοκρατία από το 1889, είχε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση από το 1824, με την εισαγωγή του πρώτου συντάγματος στη χώρα. Το σημερινό σύνταγμα ορίζει τη Βραζιλία ως Ομοσπονδιακή Δημοκρατία που στηρίζεται στην ένωση μίας ομοσπονδιακής περιοχής 26 πολιτειών και 5.564 δήμων. Η Βραζιλία αποτελεί τη δέκατη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο σε δυναμικό αγοράς και την ένατη σε αγοραστική δύναμη. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις έχουν δώσει στη χώρα νέα διεθνή προοπτική. Επίσης, η Βραζιλία είναι μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ένωσης των Κρατών της Νότιας Αμερικής. Με μία πολυεθνική, πολυπολιτισμική, κυρίως καθολική και πορτογαλόφωνη κοινωνία, η Βραζιλία παράλληλα φιλοξενεί μία τεράστια βιοποικιλότητα και πολυσχιδές φυσικό περιβάλλον, ιδιαίτερα εκτεταμένους φυσικούς πόρους και ένα πλήθος προστατευόμενων οικοσυστημάτων. Πήρε την ονομασία της από το brazilwood το δέντρο ,καλούμενο peu – brazil στα Πορτογαλικά , επειδή το κοκκινωπό ξύλο του έμοιαζε με το χρώμα των χοβόλων ( brasa στα πορτογαλικά) και αναγνωρίστηκε ως άριστη πηγή κόκκινης χρωστικής ουσίας. Το ξύλο του δέντρου χρησιμοποιήθηκε για να χρωματίσει τα ενδύματα και τα υφάσματα της περιοχής.

Η Βραζιλία κατοικούνταν για τουλάχιστον 10.000 έτη από τους ημινομαδικούς ιθαγενείς πληθυσμούς προ των πρώτων πορτογαλικών κατακτητών, που μπήκαν στη χώρα υπό την ηγεσία του Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ στις 22 Απριλίου 1500. Η πηγή εργατικού δυναμικού της αποικίας ήταν αρχικά οι υποδουλωμένοι ινδιάνοι, και μετά από 1550, κυρίως Αφρικανοί δούλοι. Η δουλεία καταργήθηκε μόλις το 1888, μέσω του "χρυσού νόμου", δημιουργημένου από την πριγκίπισσα Ιζαμπέλ, και η εντατική ευρωπαϊκή μετανάστευση δημιούργησε τη βάση για την εκβιομηχάνιση. Το 1815 η πορτογαλική αυτή αποικία μετονομάσθηκε σε Βασίλειο και στις 13 Μαΐου του 1822 ο Δον Πέδρο, τελευταίος γιος του Βασιλέως Ιωάννη Στ΄ της Πορτογαλίας, ανέλαβε Αυτοκράτωρ της Βραζιλίας υπό Εθνικό Κογκρέσο. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1822 ανακήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας και επέλεξε μια "Συνταγματική Αυτοκρατορία κληρονομικής ισχύος" αντίστοιχη με "Βασιλευόμενη Δημοκρατία". Όμως το 1831 παραιτήθηκε και, εννέα χρόνια αργότερα, ο 14χρονος γιος του Πέδρο ανέλαβε δεύτερος Αυτοκράτορας της Βραζιλίας. Ακολούθησαν όμως πλείστα πραξικοπήματα από τους στρατιωτικούς με καθεστωτικές εναλλαγές. Η βραζιλιάνικη δημοκρατία αντικαταστάθηκε με δικτατορίες τρεις φορές - το 1930-1934 και το 1937-1945 κάτω από τον Ζετούλιο Βάργκας, και το 1964-1985, κάτω από μια διαδοχή στρατηγών που διορίστηκαν από τους στρατιωτικούς. Από το 1985], η Βραζιλία έχει θεωρηθεί διεθνώς δημοκρατία, συγκεκριμένα μια προεδρική δημοκρατία. Αυτή η θέση βεβαιώθηκε σε ένα δημοψήφισμα του 1993, στο οποίο οι ψηφοφόροι κλήθηκαν να επιλέξουν μεταξύ ενός προεδρικού ή κοινοβουλευτικού συστήματος. Οι ψηφοφόροι αποφάσισαν επίσης να μην αποκαταστήσουν τη συνταγματική μοναρχία της χώρας. Πρόεδρος της χώρας από την 1η Ιανουαρίου του 2003 είναι ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα και Αντιπρόεδρος είναι ο Τζοζέ Αλενκάρ επίσης από την 1η Ιανουαρίου του 2003.

Προαποικιακή περίοδος

Η πλειοψηφία των αυτόχθονων κατοίκων του σημερινού κράτους της Βραζιλίας θεωρούνται απόγονοι του πρώτοι κύματος μετανάστευσης από τη Βόρεια Ασία, και συγκεκριμένα τη Σιβηρία, οι οποίοι διέσχισαν τον Πορθμό του Μπέρινγκ προς τα τέλη της τελευταίας εποχής των παγετώνων γύρω στο 9000 π.Χ. Η περιοχή της σύγχρονης Βραζιλίας γύρω στο 1500 μ.Χ. είχε πληθυσμό κατά εκτίμηση περίπου 3 εκατομμυρίων ιθαγενών, με περίπου 2000 φυλές και έθνη. Μία γλωσσολογική έρευνα κατέγραψε 188 τοπικές γλώσσες σε χρήση με περίπου 155,000 χρήστες, ενώ το 2007, έρευνα του Εθνικού Ιδρύματος Ινδιάνων ανέφερε 67 διαφορετικές φυλές που ζούσαν χωρίς επαφή με τον πολιτισμό. Το 2005 η αντίστοιχη καταγραφή έδωσε 40 μόλις φυλές. Σε αυτό το πλαίσιο, η Βραζιλία είναι η μεγαλύτερη χώρα παγκόσμια με πρωτόγονους κατοίκους, ακόμα περισσότερους και από το νησί της Νέας Γουινέας. Όταν οι πρώτοι Πορτογάλοι εξερευνητές έφτασαν στις ακτές το 1500, οι ιθαγενείς ήταν οργανωμένοι κυρίως σε ημινομαδικές φυλές, με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να ζει κοντά στην ακτή και κατά μήκος των μεγαλύτερων ποταμών. Σε αντίθεση με τον Χριστόφορο Κολόμβο, ο οποίος πίστευε ότι είχε φτάσει στην Ινδία, ο Πορτογάλος εξερευνητής Βάσκο ντα Γκάμα είχε ήδη προσεγγίσει την Ινδία με τον περίπλου της Αφρικής δύο χρόνια πριν ο Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ φτάσει στη Βραζιλία. Παρόλ' αυτά, η λέξη Ινδιάνοι (Ίντιος) χαρακτήριζε ήδη τους κατοίκους του Νέου Κόσμου και χρησιμοποιείται ακόμα στα Πορτογαλικά, σε αντιδιαστολή με τους κατοίκους της Ινδίας που αποκαλούνται Ινδοί (Ιντιάνος). Οι Ευρωπαίοι χαρακτήρισαν αρχικά τους ιθαγενείς ως ειρηνικούς άγριους και ο εκφυλισμός τους ξεκίνησε άμεσα. Οι φυλετικές διαμάχες και ο κανιβαλισμός έπεισαν τους Πορτογάλους ότι έπρεπε να εκπολιτίσουν του αυτόχθονες.

Αποικιοκρατία

Η Πορτογαλία δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις Βραζιλιάνικες κτήσεις της, καθώς είχε ήδη μεγάλα κέρδη από το εμπόριό της με την Ινδία, την Ινδονησία, την Κίνα και την Ιαπωνία. Η μόνη εκμετάλλευση της Βραζιλίας ήταν η υλοτομία των τοπικών δέντρων για την ιδιαίτερη κόκκινη χρωστική τους. Από το 1530, το Πορτογαλικό στέμμα καθιέρωσε τα κληρονομικά κυβερνεία ως ένα σύστημα για την αποτελεσματική κατάκτηση της νέας αποικίας, ενώ στη συνέχεια πήρε τον έλεγχο σε όσα κυβερνεία απέτυχαν στο ρόλο τους. Αν και νωρίτερα είχαν ιδρυθεί προσωρινοί εμπορικοί σταθμοί για τη συλλογή ξυλείας, η μόνιμη εγκατάσταση σε περιοχές ενίσχυσε την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου και απαίτησε εντατική εργασία. Αρκετές αποικίες ιδρύθηκαν κατά μήκος των ακτών, όπως μεταξύ άλλων η αποικιακή πρωτεύουσα Σαλβαντόρ που ιδρύθηκε το 1549 στον κόλπο των Αγίων στο βορρά, και η πόλη του Ρίο ντε Τζανέιρο το 1567 στο νότο. Οι Πορτογάλοι άποικοι υιοθέτησαν μία οικονομία βασισμένη στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων και την εξαγωγή τους στην Ευρώπη. Η ζάχαρη έγινε το πλέον σημαντικό αποικιακό προϊόν μέχρι και τις αρχές του 18ου αιώνα. Αν και η ζάχαρη της Βραζιλίας ήταν φημισμένη για την ποιότητά της, η βιομηχανία ζάχαρης αντιμετώπισε κρίση τον 17ο και 18ο αιώνα, όταν οι Ολλανδοί και οι Γάλλοι ξεκίνησαν την παραγωγή ζάχαρης στις Αντίλες, γεγονός που προκάλεσε την πτώση τιμών λόγω της μικρότερης απόστασης από την Ευρώπη. Το 17ο αιώνα, τυχοδιώκτες εξερευνητές από το κυβερνείο του Σάο Πάολο, γνωστοί σήμερα ως Μπαντεϊράντες, εξερεύνησαν την ενδοχώρα και επέκτειναν τα σύνορα της Βραζιλίας, κυρίως με επιδρομές και υποδούλωση των ιθαγενών φυλών των δασών. Το 18ο αιώνα, οι Μπαντεϊράντες ανακάλυψαν κοιτάσματα χρυσού και διαμαντιών στη σημερινή πολιτεία του Μίνας Ζέρας (Minas Gerais). Τα κέρδη από την εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων χρησιμοποιήθηκαν για να ενισχύσουν τα έξοδα της βασιλικής αυλής και να διατηρήσουν τον παγκόσμιο χαρακτήρα της Πορτογαλικής αυτοκρατορίας και την πολυτελή ζωής της αριστοκρατίας. Ο τρόπος εκμετάλλευσης από το Στέμμα και την τοπική ελίτ, επιβάρυναν την τοπική κοινωνία με υπερβολική φορολογία και προκάλεσαν αρκετά δημοφιλή κινήματα ανεξαρτησία, όπως το Τιραντέντες το 1789. Παρόλ' αυτά, τα κινήματα καταπνίγονταν από τις αποικιακές αρχές. Προς το τέλος του 18ου αιώνα, η παραγωγή χρυσού μειώθηκε και η ενδοχώρα της Βραζιλίας αντιμετώπισε μία ύφεση και υποβάθμιση. Σε αντίθεση με τις γειτονικές Ισπανικές κτήσεις στη Νότια Αμερική, η Πορτογαλική αποικία της Βραζιλίας διατήρησε την χωρική, πολιτική και γλωσσική της ακεραιότητα, με τις εντατικές προσπάθειες της Πορτογαλικής αποικιακής διοίκησης. Αν και η αποικία απειλήθηκε από πολλά κράτη κατά την Πορτογαλική εποχή, και κύρια από την Ολλανδία και τη Γαλλία, οι αρχές και οι κάτοικοι κατάφεραν τελικά να προστατέψουν τα σύνορά τους από επιθέσεις. Αντίθετα με τις αποικιακές συνήθειες, οι Πορτογάλοι έκαναν ακόμα εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων στη Βραζιλία για την προστασία της αποικίας.

Αυτοκρατορική περίοδος

Το 1808, η Πορτογαλική αυλή, δραπετεύοντας από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα που κατέλαβαν την Πορτογαλία, μεταφέρθηκε στην πόλη του Ρίο ντε Τζανέιρο, η οποία έγινε η έδρα της κυβέρνησης της χώρας και όλης της αυτοκρατορίας, παρά το ότι ήταν εκτός της Ευρώπης. Το Ρίο ντε Τζανέιρο παρέμεινε πρωτεύουσα της Πορτογαλίας από το 1808 ως το 1815, για το διάστημα που η Πορτογαλία αντιμετώπιζε τη Γαλλική επίθεση στην Ιβηρική χερσόνησο. Μετά την απελευθέρωση, το Ηνωμένο Βασίλειο της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας και του Αλγκάβρε (1815-1825) ιδρύθηκε με πρωτεύουσα τη Λισαβόνα. Με την επιστροφή του Ζοάου του ΣΤ' στην Πορτογαλία το 1821, ο απόγονος και κληρονόμος του Πέντρο έγινε διάδοχος του Βασιλείου της Βραζιλίας, στο πλαίσιο της ένωσης των Βασιλείων. Μετά από μία σειρά πολιτικών γεγονότων και διαφορών, η Βραζιλία πέτυχε την ανεξαρτησία της από την Πορτογαλία στις 7 Σεπτεμβρίου του 1822, και ο Πέντρο, δύο μήνες αργότερα, στέφθηκε ο πρώτος αυτοκράτορας της Βραζιλίας. Η Πορτογαλία αναγνώρισε τη Βραζιλία ως ανεξάρτητο κράτος το 1825. Το 1824, ο Πέντρο κατάργησε τη συνταγματική συνάθροιση, με αφορμή την διαφύλαξη της εθνικής ελευθερίας, ενώ στη συνέχεια σχημάτισε ένα σύνταγμα παρόμοιο με της Πορτογαλίας και της Γαλλίας. Καθόρισε έμμεσες εκλογές και δημιούργησε τον νομοθετικό, εκτελεστικό και δικαστικό κλάδο του κράτους, προσθέτοντας και έναν ακόμα ως ρυθμιστική δύναμη, δηλαδή το θεσμό του αυτοκράτορα. Η κυβέρνηση του Πέντρο θεωρήθηκε αναποτελεσματική τόσο διοικητικά όσο και οικονομικά και οι πολιτικές πιέσεις τον εξανάγκασαν σε παραίτηση το 1831. Ο Πέντρο επέστρεψε στην Πορτογαλία, αφήνοντας διάδοχο τον πεντάχρονο γιο του Πέντρο τον Β', με επιτρόπους κυβερνήτες μέχρι την ενηλικίωσή του. Οι επίτροποι κυβέρνησαν τη χώρα μέχρι το 1840 σε μία περίοδο πολλών τοπικών επαναστάσεων, με κυριότερη τη Μαλέ στη Μπαΐα το 1835, η οποία ήταν η μεγαλύτερη αστική επανάσταση σκλάβων στην Αμερική. Η στέψη του αυτοκράτορα Πέντρο του Β' έγινε τον Ιούλιο του 1840. Η διακυβέρνησή του σημαδεύτηκε από μία μεγάλη αύξηση στις εξαγωγές καφές, τον Πόλεμο της Τριπλής Συμμαχίας, και το τέλος του εμπορίου σκλάβων από την Αφρική το 1850, αν και η δουλεία στη Βραζιλία καταργήθηκε το 1888. Με το νόμο του Εουσέμπιο ντε Κεϊρός, η Βραζιλία σταμάτησε να εμπορεύεται σκλάβους από την Αφρική το 1850, όμως ήταν η τελευταία χώρα που κατάργησε τη δουλεία στην Αμερική. Το 1888 με την κατάργηση, ξεκίνησε και ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα από την Ευρώπη προς τη χώρα. Μέχρι τη δεκαετία του 1870, ο αυτοκρατορικός έλεγχος στην εθνική πολιτική σκηνή είχε εξασθενήσει με συνεχείς διαμάχες με την Καθολική Εκκλησία, τον στρατό και τους ιδιοκτήτες δούλων. Παράλληλα, η δημοκρατία κέρδιζε έδαφος, καθώς οι άρχουσες τάξεις δεν χρειάζονταν το θεσμό του αυτοκράτορα για την προστασία των συμφερόντων του και ήταν ριζικά αντίθετες στην κατάργηση της δουλείας. Έτσι, η αυτοκρατορία σταδιακά έχανε έδαφος απέναντι στην τοπική αυτονομία και το 1889 ο Πέντρο ο Β' παραιτήθηκε και καθιερώθηκε ένα δημοκρατικό ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης.

Ομοσπονδιακό κράτος

Η καθαίρεση του Πέντρο του Β' στην πράξη έγινε από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα με αρχηγό τον στρατηγό Ντεοντόρο ντα Φονσέκα, ο οποίος έγινε και ο πρώτος πρόεδρος της χώρας, και τη μετονόμασε σε Δημοκρατία των Ηνωμένων Πολιτειών της Βραζιλίας. Από το 1889 ως το 1930, οι κυρίαρχες πολιτείες του Σάο Πάολο και του Μίνας Ζέρας εναλλάσσονταν στην προεδρία, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε μία στρατιωτική κυβέρνηση με πραξικόπημα. Ο Τζετούλιο Βάργκας ανέλαβε τη διακυβέρνηση και παρέμεινε ως αρχηγός του καθεστώτος μέχρι το 1945, ενώ επανεκλέχτηκε το 1951 και παρέμεινε πρόεδρος μέχρι την αυτοκτονία του το 1954. Την περίοδο αυτή η Βραζιλία συμμετείχε στον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά το 1930, οι διαδοχικές κυβερνήσεις της χώρας προώθησαν τη βιομηχανική και αγροτική ανάπτυξη, καθώς και την ανάπτυξη της αχανούς ενδοχώρας. Κατά την προεδρία του Τζουσελίνο Κουμπίτσεκ (1956-1961) το αντίστοιχο σύνθημα που επικρατούσε ήταν "50 χρόνια ανάπτυξης σε μία πενταετία", ενδεικτικό του κλίματος της εποχής. Με ένα πραξικόπημα όμως το 1964, ο στρατός ανέλαβε την εξουσία της Βραζιλίας και παρέμεινε στην κυβέρνηση μέχρι τον Μάρτιο του 1985. Το 1967 η χώρα μετονομάστηκε και επίσημα σε Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας. Το καθεστώς του '64 προκάλεσε διαμάχες ανάμεσα σε πολιτικές παρατάξεις αλλά και μέσα στο ίδιο το στράτευμα, φαινόμενο που είχε επαναληφθεί και στα καθεστώτα του 1889, 1930 και 1945. Η δημοκρατία επανήλθε το 1988 με την ψήφιση του σημερινού ομοσπονδιακού συντάγματος της χώρας. Πρώτος πρόεδρος με καθολική λαϊκή ψήφο μετά το πραξικόπημα έγινε ο Φερνάντο Κολόρ ντε Μέλο. Το 1992 το Εθνικό Κογκρέσο ψήφισε την καθαίρεσή του μετά από σειρά σκανδάλων και ο τότε αντιπρόεδρος Ιταμάρ Φράνκο πήρε τη θέση του. Με την ισχυρή υποστήριξη του τότε υπουργού οικονομικών, Φερνάντο Ενρίκε Καρντόσο, ο Φράνκο υλοποίησε το ονομαζόμενο Πλάνο Ρεάλ για την οικονομική πολιτική, το οποίο εισήγαγε το νέο νόμισμα της χώρας, το ρεάλ, συνδεδεμένο με το αμερικανικό δολάριο. Στις εκλογές του 1994, ο Καρντόσο ήταν υποψήφιος πρόεδρος και κέρδισε τη θέση, ενώ επανεκλέχθηκε και το 1998. Στις εκλογές του 2002, πρόεδρος εκλέχθηκε ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, ο οποίος με την επανεκλογή του το 2006, παραμένει και σήμερα πρόεδρος της ομοσπονδιακής δημοκρατίας.

Διακυβέρνηση και πολιτική

Η ομοσπονδιακή δημοκρατία ως πολίτευμα της Βραζιλίας βασίζεται στην ένωση τριών αυτόνομων πολιτικών οντοτήτων: των πολιτειών, των δήμων και πόλεων, και της ομοσπονδιακής περιοχής. Μία τέταρτη οντότητα είναι η ένωσή τους στο ομοσπονδιακό καθεστώς. Δεν υπάρχει διάκριση και ιεράρχηση ανάμεσα σε αυτές τις οντότητες. Η ομοσπονδία βασίζεται σε έξι βασικές αρχές: την κυριαρχία, την υπηκοότητα, τη λαϊκή αξιοπρέπεια, την κοινωνική αναγνώριση της εργασίας, την ελευθερία του επιχειρείν, και του πολιτικού πλουραλισμού. Η τυπική διάκριση των εξουσιών καθορίζεται από το σύνταγμα ως εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική. Η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία οργανώνεται αυτόνομα από κάθε μία οντότητα, ενώ η δικαστική εξουσία οργανώνεται σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο. Όλα τα μέλη της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας εκλέγονται άμεσα. Οι δικαστές και οι δικαστικοί αξιωματούχοι διορίζονται μετά από εισαγωγικές εξετάσεις. Η ψήφος είναι υποχρεωτική για τους πολίτες μεταξύ 18 και 65 ετών. Τα πολιτικά κόμματα που ξεχωρίζουν από την πληθώρα πολιτικών σχηματισμών είναι το Εργατικό Κόμμα, το Βραζιλιανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Βραζιλιάνικο Κόμμα του Δημοκρατικού Κινήματος, και οι Δημοκρατικοί (πρώην Κόμμα Φιλελεύθερου Μετώπου). Ο τρόπος διακυβέρνησης είναι η δημοκρατική εξουσία με ένα προεδρικό σύστημα. Ο πρόεδρος είναι αρχηγός τόσο του κράτους όσο και της κυβέρνησης της ένωσης, και εκλέγεται για τετραετή θητεία με τη δυνατότητα επανεκλογής για μία επιπλέον διαδοχική θητεία. Ο πρόεδρος διορίζει τους υπουργούς. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τα νομοθετικά σώματα κάθε οντότητας της χώρας. Το Εθνικό Κογκρέσο είναι το ομοσπονδιακό νομοθετικό όργανο με δύο επιμέρους σώματα, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και την Ομοσπονδιακή Γερουσία. Τέλος, οι δικαστικές αρχές ασκούν αποκλειστικά και μόνο την εφαρμογή της δικαστικής εξουσίας, διασφαλίζοντας τη διάκριση των εξουσιών.

Νομοθεσία και δικαστική εξουσία

Το νομικό σύστημα της Βραζιλίας βασίζεται στο Ρωμαϊκό και Γερμανικό παραδοσιακό δίκαιο, ενώ ο αστικός νόμος υπερισχύει στις κοινές νομικές πρακτικές. Σχεδόν το σύνολο των νόμων είναι κωδικοποιημένοι, αν και το υπόλοιπο ποσοστό αποτελεί ένα σημαντικό μέρος του συστήματος και παίζει έναν συμπληρωματικό αλλά ισχυρό ρόλο. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων καθορίζουν ερμηνευτικές οδηγίες, αν και δεν είναι δεσμευτικές παρά μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις. Οι ακαδημαϊκές έρευνες και το νομικό πανεπιστημιακό προσωπικό παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και εξέλιξη του νομικού συστήματος. Το σύστημα βασίζεται στο ομοσπονδιακό σύνταγμα, το οποίο ισχύει από το 1988 και αποτελεί το βασικό νομικό καθεστώς στη Βραζιλία. Σε αυτό βασίζονται όλες οι μεταγενέστερες νομολογίες και αποφάσεις. Μέχρι το 2007 έχουν γίνει συνολικά 53 τροποποιήσεις του συντάγματος. Οι πολιτείες έχουν τα δικά τους συνταγματικά κείμενα, τα οποία όμως δεν πρέπει να αντιτίθενται στο ομοσπονδιακό Σύνταγμα. Οι πόλεις και η ομοσπονδιακή περιοχή έχουν αντίστοιχα λειτουργικούς νόμους, αντί για αυτόνομο σύνταγμα. Η δικαστική εξουσία εφαρμόζεται από τις δικαστικές αρχές, αν και σε σπάνιες περιπτώσεις το ομοσπονδιακό σύνταγμα επιτρέπει τη νομική γνωμοδότηση από την Ομοσπονδιακή Γερουσία. Υπάρχουν επίσης εξειδικευμένα στρατιωτικά, εργατικά και εκλογικά δικαστήρια. Το υψηλότερο δικανικό όργανο είναι το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο. Το σύστημα δέχεται τα τελευταία χρόνια κριτική για τη γραφειοκρατία και τις καθυστερήσεις στην έκδοση των τελικών αποφάσεων, καθώς οι υποθέσεις αργούν να τελεσιδικήσουν ως και μία δεκαετία, ακόμα και για απλές περιπτώσεις.

Διεθνείς Σχέσεις

Η Βραζιλία έχει ηγετική θέση στα πολιτικά και οικονομικά θέματα της Λατινικής Αμερικής. Παρόλ' αυτά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα δεν της έχουν επιτρέψει να είναι μία παγκόσμια δύναμη. Από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι το 1990, τόσο η δημοκρατικές όσο και οι στρατιωτικές κυβερνήσεις της χώρας προσπάθησαν να επεκτείνουν την επιρροή της Βραζιλίας σε παγκόσμιο επίπεδο, εφαρμόζοντας μία κρατική πολιτική στη βιομηχανία και μία ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Πρόσφατα, η χώρα κατάφερε να ενδυναμώσει τους δεσμούς της με τις υπόλοιπες χώρες της Νότιας Αμερικής, υιοθετώντας πολυμερείς διπλωματικές σχέσεις μέσω των Ηνωμένων Εθνών και του Οργανισμού των Αμερικανικών Κρατών. Η σύγχρονη εξωτερική της πολιτική βασίζεται στη θέση της Βραζιλίας ως περιφερειακή δύναμη της Λατινικής Αμερικής, ως ηγετική θέση ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς και ως βασική ανερχόμενη παγκόσμια δύναμη. Οι άξονες της πολιτικής περιλαμβάνουν την πολυμερή διπλωματία, την ειρηνική επίλυση διαφορών, και τη μη εμπλοκή στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών. Το σύνταγμα της Βραζιλίας καθορίζει επίσης ότι η χώρα πρέπει να αναζητά την οικονομική, πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ολοκλήρωση με τα υπόλοιπα έθνη της Λατινικής Αμερικής.

Στρατός

Οι ένοπλες δυνάμεις της Βραζιλίας αποτελούνται από το στρατό ξηράς, το ναυτικό και την αεροπορία. Η στρατιωτική αστυνομία (Ομόσπονδη Στρατονομία) είναι μία συμπληρωματική δύναμη των ενόπλων δυνάμεων, κάτω από τις διαταγές του κυβερνήτη κάθε πολιτείας. Οι ένοπλες δυνάμεις της Βραζιλίας είναι οι μεγαλύτερες στη Λατινική Αμερική. Η πολεμική αεροπορία είναι η ισχυρότερη στη Λατινική Αμερική με περίπου 700 αεροσκάφη, ενώ το πολεμικό ναυτικό είναι αρμόδιο για ναυτικές επιχειρήσεις και την περιφρούρηση των χωρικών υδάτων. Ο στρατός αντίστοιχα είναι αρμόδιος για τις χερσαίες επιχειρήσεις με δυναμικό περίπου 190,000 στρατιωτών.

Διακυβέρνηση

Το πολίτευμα της χώρας είναι Ομοσπονδιακή Προεδρική Δημοκρατία. Η ψηφοφορία είναι προαιρετική για όσες και όσους είναι ηλικίας 16-18 ετών και για τους υπερήλικες άνω των 70 ετών. Στην ηλικία των 18 ετών και άνω και μέχρι τα 70 είναι υποχρεωτική. Οι στρατεύσιμοι δεν ψηφίζουν.

Η Βραζιλία καταλαμβάνει μία τεράστια έκταση στην ανατολική ακτή και την ενδοχώρα της Νότιας Αμερικής, συνορεύοντας με όλες τις χώρες της ηπείρου, εκτός από τη Χιλή και τον Ισημερινό: Νότια με την Ουρουγουάη, νοτιοδυτικά με την Αργεντινή και την Παραγουάη, δυτικά με το Περού και τη Βολιβία, βορειοδυτικά με την Κολομβία, και βόρεια με τη Βενεζουέλα, το Σουρινάμ, τη Γουιάνα και τη Γαλλική Γουιάνα. Το μέγεθος, το ανάγλυφο, το κλίμα και οι φυσικοί πόροι κάνουν τη Βραζιλία γεωγραφικά πολυδιάστατη. Είναι η πέμπτη χώρα σε έκταση παγκόσμια, μετά τη Ρωσία, τον Καναδά, την Κίνα και τις ΗΠΑ, και η τρίτη στην Αμερική, με συνολική έκταση 8.511.965 τετρ.χλμ.

Το κλίμα της Βραζιλίας αντίθετα με ότι πιστεύεται δεν παρουσιάζει ούτε ακραίες βροχοπτώσεις ούτε υψηλές θερμοκρασίες. Το αυτό συμβαίνει και για τον Αμαζόνιο. Η μέση ετήσια θερμοκρασία ειδικά στο λεκανοπέδιο του Αμαζονίου είναι 25 - 26 °C. Θερμοκρασία μεγαλύτερη των 38° και κατώτερη των 0 °C δεν παρατηρούνται. Οι μικρότερες δε θερμοκρασίες παρατηρούνται στα υψίπεδα, αντίθετα με τα παράλια όπου εκεί απαντώνται οι μεγαλύτερες. Οι πολύ μικρότερες θερμοκρασίες παρατηρούνται στα νότια στα όρια της Πολιτείας Σαν Πάολο, όπου και σημειώνονται παγετοί κάθε Χειμώνα. Η βροχόπτωση στη Βραζιλία κυμαίνεται μεταξύ 1000 και 1500 χιλιοστομέτρων. Η εποχή των βροχών στη περιοχή του Αμαζονίου αρχίζει τον Ιανουάριο και λήγει τον Ιούνιο κατ΄ έτος. Γεγονός πάντως είναι ότι στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας οι βροχές πέφτουν το Καλοκαίρι και λιγότερο τον Χειμώνα.

Ο πληθυσμός της χώρας είναι 198.739.269, με βάση εκτιμήσεις του 2009. Η απογραφή του 2000 έδειξε 169.799.170 κατοίκους. Οι λαός της Βραζιλίας είναι ένα μίγμα πολλών φυλετικών και εθνικών ομάδων. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα αποτελέσματα δημογραφικής έρευνας, το 49,4% (περίπου 93 εκατομμύρια) του πληθυσμού είναι λευκοί, το 42,3% (περίπου 80 εκατομμύρια) είναι μιγάδες (γνωστοί και ως Πάρντο), το 7,4% (περίπου 13 εκατομμύρια) είναι μαύροι, ενώ το 0,5% (1 εκατ.) ασιατικής καταγωγής και το 0,4% (περίπου 520,000) αυτόχθονες ιθαγενείς. Οι περισσότεροι Βραζιλιάνοι έχουν απώτερη καταγωγή από τους ιθαγενείς κατοίκους της χώρας, τους πρώτους Πορτογάλους αποίκους και Αφρικανούς σκλάβους. Από το 1500 με την άφιξη των Πορτογάλων, η φυλετική σύνθεση αυτών των ομάδων είναι συνεχής. Μετά από σχεδόν τρεις αιώνες Πορτογαλικής εξουσίας, ενσωματώθηκαν στη Βραζιλία περισσότεροι από 700.000 Πορτογάλοι μέτοικοι και τουλάχιστον 4 εκατομμύρια Αφρικανοί σκλάβοι. Η χώρα έχει το μεγαλύτερο αριθμό ατόμων αφρικανικής καταγωγής εκτός Αφρικής. Με το τέλος του 19ου αιώνα, η Βραζιλία άνοιξε τα σύνορά της στους μετανάστες και το αποτέλεσμα ήταν η εισρροή ανθρώπων από περισσότερα από 60 έθνη. Περίπου 5 εκατομμύρια Ευρωπαίοι και Ασιάτες μετανάστες κατέφτασαν μεταξύ του 1870 και του 1953, η πλειοψηφία τους από την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Γερμανία. Στις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρχε αντίστοιχο ρεύμα από την Ιαπωνία και τη Μέση Ανατολή. Σήμερα, η διασπορά όλων αυτών των λαών στη Βραζιλία είναι σημαντική και έχει διαμορφώσει και τον εθνικό χαρακτήρα του συνολικού πληθυσμού. Η χώρα έχει το μεγαλύτερο πληθυσμό Ιταλικής προέλευσης εκτός Ιταλίας, με περισσότερους από 25 εκατομμύρια Ιταλικής καταγωγής Βραζιλιάνους, αλλά και το μεγαλύτερο πληθυσμό Ιαπωνικής καταγωγής εκτός Ιαπωνίας, με σχεδόν 1,6 εκατομμύριο Ιαπωνοβραζιλιάνους. Επίσης, το δεύτερο μεγαλύτερο πληθυσμό Γερμανικής καταγωγής κατοίκων εκτός Γερμανίας, μετά τις ΗΠΑ, με σχεδόν 12 εκατομμύρια Γερμανικής καταγωγής Βραζιλιάνους. Χαρακτηριστική παραμένει η φυλετική ανάμειξη, καθώς οι Βραζιλιάνοι είναι σε κάποιο βαθμό και Ευρωπαίοι, και Αφρικανοί, και αυτόχθονες. Το σύνολο του πληθυσμού παρουσιάζει ποικιλία φυλετικών τύπων και χαρακτηριστικών, χωρίς σαφείς εθνικές προελεύσεις. Οι μεγαλύτερες μητροπολιτικές περιοχές της χώρες από άποψη πληθυσμού είναι το Σάο Πάολο, το Ρίο ντε Τζανέιρο, και το Μπέλο Οριζόντε, με περίπου 20, 11 και 4 εκατομμύρια κατοίκους, αντίστοιχα. Οι μεγαλύτερες πόλεις κάθε πολιτείας είναι και πρωτεύουσες, με εξαιρέσεις τη Βιτόρια στην πολιτεία του Εσπίριτο Σάντο και τη Φλοριανόπολις στην πολιτεία Σάντα Καταρίνα. Μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές, χωρίς διοικητική έδρα, υπάρχουν στις πολιτείες Σάο Πάολο, Μίνας Ζέρας, Ρίο Γκράντε ντο Σουλ και Σάντα Καταρίνα.

Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.