fb

Δημήτρης Τσαφέντας, ο Έλληνας που νίκησε το Απαρτχάιντ, Νότια Αφρική

«Κάθε μέρα βλέπεις κάποιον που ξέρεις ότι διαπράττει ένα σοβαρό έγκλημα, το οποίο πλήττει εκατομμύρια άλλους ανθρώπους. Δεν μπορείς να τον δικάσεις ούτε να τον καταγγείλεις στην Αστυνομία επειδή αυτός είναι ο ίδιος ο νόμος της χώρας. Θα παραμείνεις σιωπηλός και θα τον αφήσεις να διαπράττει το έγκλημά του ή θα κάνεις κάτι για να τον σταματήσεις;». Αυτά είπε ο Δημήτρης Τσαφέντας όταν συνελήφθη για τη δολοφονία του αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ, πρωθυπουργού της Νοτίου Αφρικής Χέντρικ Φέρβερντ, στις 6 Σεπτεμβρίου του 1966.
Λίγο νωρίτερα, εκείνη την ημέρα, ο Φέρβερντ, ο πρώτος μη Μπόερ πρωθυπουργός, είχε ανέβει στο βήμα της Βουλής. Ο Τσαφέντας, ως κλητήρας του κτιρίου (προσλήφθηκε λίγους μήνες νωρίτερα, μάλλον γι αυτόν τον σκοπό), πήγε να του αφήσει ένα ποτήρι νερό. Μόλις άφησε το ποτήρι πάνω στο βήμα, έβγαλε από την κάλτσα του ένα μαχαίρι και δολοφόνησε με τέσσερα χτυπήματα τον πρωθυπουργό. Αρχικό σχέδιο ήταν να τον πυροβολήσει με περίστροφο και μετά να διαφύγει. Ωστόσο δεν κατάφερε να βάλει το περίστροφο μέσα στο κτίριο κι έτσι ακολούθησε το δεύτερο πλάνο που ήταν τον μαχαιρώσει και να παραδοθεί.
Ο Δημήτρης Τσαφέντας γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1918 στη Μοζαμβίκη. Πατέρας του ήταν ο Μιχάλης Τσαφέντας ή Τσαφεντάκης από τα Χανιά της Κρήτης και μητέρα του ήταν η Αμέλια Γουίλιαμς, μιγάδα από την Μοζαμβίκη. Από τα δεκάξι του άρχισε να δουλεύει όπου έβρισκε για τα προς το ζην. Τη δεκαετία του 1930 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Νοτίου Αφρικής. Περίπου τότε μπάρκαρε σε υπερωκεάνια αλλά άρχισε να εμφανίζει ψυχωτικά επεισόδια, με αποτέλεσμα, για σύντομα χρονικά διαστήματα, να νοσηλεύεται σε διάφορες χώρες. Μεταξύ άλλων έμεινε για έξι μήνες στη Νήσο Έλις στη Νέα Υόρκη όπου του διαγνώστηκε σχιζοφρένεια. Όταν εν συνεχεία εγκαταστάθηκε και πάλι στη Νότια Αφρική μιλούσε ήδη οκτώ γλώσσες οπότε εργάστηκε ως μεταφραστής.
Σύμφωνα με τους φυλετικούς νόμους του Απαρτχάιντ, ο Τσαφέντας ήταν λευκός. Όμως επειδή είχε σκούρο δέρμα αντιμετώπιζε συνεχώς ρατσιστικά σχόλια και κοροϊδίες. Ως λευκός απαγορευόταν να παντρευτεί γυναίκα μη λευκή, έτσι κάποια στιγμή ο Τσαφέντας ζήτησε να καταχωρηθεί ως «έγχρωμος», προκειμένου να παντρευτεί τη μιγάδα φίλη του, ωστόσο η αίτησή του απορρίφθηκε. Το γεγονός αυτό μάλλον τον κλόνισε ιδιαίτερα και σε συνδυασμό με την άθλια κατάσταση που έβλεπε γύρω του στη χώρα λόγω του απαρτχάιντ άρχισε να σκέφτεται πώς θα μπορούσε να αναλάβει μία κάποια δράση… με τη γνωστή τελικά κατάληξη της 6ης Σεπτεμβρίου 1966.
Αμέσως μετά τη σύλληψή του εκείνη την ημέρα, άρχισαν οι ανακρίσεις. «Ήθελα να δω μία κυβέρνηση που να εκπροσωπεί όλο τον λαό της Νότιας Αφρικής. Η Εθνικιστική Κυβέρνηση δεν το κάνει αυτό και ήθελα να δω μια αλλαγή. Δεν σκέφτηκα τις συνέπειες για μένα, δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Ήμουν τόσο αηδιασμένος από τη ρατσιστική πολιτική που απλώς αποφάσισα να δολοφονήσω τον πρωθυπουργό» δήλωσε στους ανακριτές.
Φυσικά δεν έλειψαν και τα βασανιστήρια. Καθημερινά ηλεκτροσόκ. Απομόνωση χωρίς κρεβάτι και ρούχα, ξαπλωμένος στο τσιμέντο και με τα χέρια δεμένα με χειροπέδες. Ξύλο και κλωτσιές. Πλαστική σακούλα στο κεφάλι και ταυτόχρονη ρήψη νερού για να δημιουργείται το αίσθημα της ασφυξίας. Μετά την πρώτη εβδομάδα εφαρμόστηκε και η εικονική κρεμάλα. Με κλειστά μάτια και χειροπέδες τον έβαζαν να πατήσει σε μια καρέκλα, του περνούσαν μια θηλιά και έσπρωχναν την καρέκλα. Ο Τσαφέντας έμενε για λίγο κρεμασμένος αλλά προτού εκπνεύσει έκοβαν τη θηλιά και έπεφτε στο πάτωμα… Δεν άλλαξε όμως ποτέ την αρχική ομολογία του.
Στο δικαστήριο αστυνομικοί κατέθεσαν πως κατά την ανάκριση είχε αναφέρει ότι μέσα στη κοιλιά του είχε ένα σκουλήκι που του μιλούσε... Με βάση αυτή τη μαρτυρία, ο δικαστής αποφάνθηκε πως ο Τσαφέντας ήταν σχιζοφρενής και θεωρήθηκε αθώος για το έγκλημα της δολοφονίας. Φυλακίστηκε με έναν νόμο που επέτρεπε μόνο στον πρόεδρο της χώρας να διατάξει την απελευθέρωσή του, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Έτσι πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του έγκλειστος παρόλο που δεν είχε καταδικαστεί ως εγκληματίας. Το κελί του βρισκόταν ακριβώς δίπλα από ένα δωμάτιο ομαδικών εκτελέσεων δι’απαγχονισμού. Οι κραυγές και ο ήχος της κρεμάλας κλόνισαν τα νεύρα του, με αποτέλεσμα να μπαινοβγαίνει διαρκώς στα ψυχιατρεία των φυλακών.
Ο ίδιος δεν μετάνιωσε ποτέ για την πράξη του. Το 1994 φέρεται να είπε σε δύο έλληνες ιερείς που τον επισκέφθηκαν: «ένοχος είσαι όχι μόνο όταν διαπράττεις ένα έγκλημα, αλλά και όταν δεν κάνεις τίποτα για να το εμποδίσεις εφόσον σου δίνεται η ευκαιρία».
Πέθανε στην ψυχιατρική κλινική-φυλακή Στέρκφονταϊν στις 7 Οκτωβρίου 1999 από πνευμονία. Κηδεύτηκε παρουσία ελάχιστων δημοσιογράφων και 4 Ελλήνων. Ακόμα και οι συγγενείς του όλα αυτά τα χρόνια τον θεωρούσαν τρελό. Ωστόσο, μετά τη δολοφονία που διέπραξε, είχαν αρχίσει σταδιακά να γίνονται θετικές μεταρρυθμίσεις στους νόμους του απαρτχάιντ, μέχρι που το 1991 η ρατσιστική νομοθεσία καταργήθηκε οριστικά. Το 1994 ο Νέλσον Μαντέλα έγινε ο πρώτος μαύρος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής.