fb

Πληροφορίες για: Ινδία

Περιγραφή

Η Ινδία, ή επίσημα Δημοκρατία της Ινδίας είναι χώρα στη νότια Ασία. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα παγκοσμίως σε πληθυσμό, με 1.210.193.422 κατοίκους, και η έβδομη μεγαλύτερη σε έκταση με 3.287.590 χμ². Εκτείνεται ανάμεσα στα Ιμαλάια όρη και τον Ινδικό ωκεανό από τον οποίο ορίζεται στα νότια, νοτιοδυτικά και νοτιοανατολικά. Συνορεύει ανατολικά με το Μπανγκλαντές και τη Βιρμανία, βόρεια με την Κίνα και τα κρατίδια Μπουτάν, Νεπάλ, βορειοδυτικά με το Πακιστάν, ενώ δυτικά βρέχεται από την Αραβική θάλασσα και νότια, νοτιοανατολικά από τον Ινδικό ωκεανό και τον κόλπο της Βεγγάλης. Η Ινδία, κατά τη διάρκεια της ιστορίας υπήρξε κοιτίδα και σταυροδρόμι πολλών σημαντικών πολιτισμών και θρησκειών. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα σταδιακά υποτάχθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ το 1947 απέκτησε την ανεξαρτησία της μετά από γενικευμένο αγώνα αυτοδιάθεσης που χαρακτηρίστηκε από μη βίαιες αντιδράσεις. Σήμερα η Ινδία είναι από τις πιο γοργά αναπτυσσόμενες οικονομίες, παρόλο που η φτώχεια παραμένει έντονο κοινωνικό φαινόμενο. Η ονομασία Ινδία προέρχεται από το όνομα του ποταμού Ινδού, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από την αρχαία περσική λέξη Χίντου, ή από τη σανσκριτική Σχίντου. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποίησαν τον όρο Ινδοί, αναφερόμενοι στους ανθρώπους από τον Ινδό ποταμό. Το σύνταγμα της σύγχρονης Ινδίας αναγνωρίζει τη λέξη Μπαράτ ως επίσης επίσημη ονομασία της χώρας, κάτι που χρησιμοποιείται και στην καθημερινότητα αρκετών γλωσσών στη χώρα. Η ονομασία Μπαράτ προέρχεται από τον μυθικό βασιλιά Μπαράτα της ινδικής μυθολογίας. Η λέξη Χιντουστάν, αρχικά περσική έκφραση με σημασία η χώρα των Ινδών, χρησιμοποιείται επίσης περιστασιακά ως συνώνυμο όλης της χώρας.

Οι πρώτοι ιθαγενείς κάτοικοι της χώρας εξοντώθηκαν ή αφομοιώθηκαν από λαούς που κατέβηκαν από το βορρά το 2.000 π.Χ. και επέβαλαν θρησκεία που τους ευνοούσε (το βεδισμό). Ως αντίδραση σ' αυτήν την καταπίεση γεννήθηκε ο βουδισμός, ο ζαϊνισμός και πολλές αιρέσεις των τριών αυτών θρησκειών που προκάλεσαν φυλετικούς και πολιτικούς αγώνες ανάμεσα στις κατά τόπους ηγεμονίες. Ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος επωφελήθηκε από τις διαμάχες αυτές και εισέβαλε στο παράκτιο δυτικό τμήμα της χώρας που το κατέλαβε το 517 π.Χ. Κατά την αρχαιότητα η Ινδία ήταν χωρισμένη σε 118 βασίλεια (όπως γράφει ο Μεγασθένης που έγραψε πρώτος για τον ινδικό κόσμο) και ο λαός του κάθε βασιλείου διαιρούνταν σε 7 τάξεις (ή κάστες) δηλαδή τους φιλόσοφους (βραχμάνες), τους γεωργούς, τους βοσκούς, τους τεχνίτες, τους στρατιώτες, τους επόπτες και τους συμβούλους του βασιλιά. Για πρώτη φορά οι Ινδοί ήρθαν σ' επαφή με το δυτικό κόσμο, με την προέλαση του Μεγάλου Αλέξανδρου μέχρι τον Ινδό ποταμό. Η επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στους Ινδούς υπήρξε βαθιά. Δείγματά της ανακαλύπτουμε πολλά στην ινδική τέχνη. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλέξανδρου δημιουργήθηκαν ινδικά κρατίδια με Έλληνες ηγεμόνες που διατηρήθηκαν μέχρι το 50 π.Χ. (κατά την περίοδο αυτή διαδόθηκε ευρύτατα ο βουδισμός που δημιουργήθηκε γύρω στα 1700 π.Χ. σαν αντίδραση προς τον βεδισμό). Από τότε νέα φύλα εισβάλλουν από την κεντρική Ασία στην Ινδία και επικρατούν. Τον 7ο αιώνα η Ινδία εξακολουθεί να είναι διαιρεμένη σε κρατίδια, από τα οποία σπουδαιότερα ήταν το Κασμίρ και το Νεπάλ. Από αυτήν την εξασθένηση της χώρας επωφελήθηκαν οι μουσουλμάνοι, που εισέβαλαν για πρώτη φορά το 711 και υπόταξαν τις χώρες γύρω από τον Ινδό. Η μουσουλμανική κατάκτηση της Ινδίας ολοκληρώνεται στις αρχές του 14ου αιώνα. Επικίνδυνοι αντίπαλοι των μουσουλμάνων ηγεμόνων αρχίζουν να γίνονται τότε οι Μογγόλοι. Στο τέλος του 14ου αιώνα εισέβαλε στην Ινδία ο Ταμερλάνος και οι ταταρικές ορδές που λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα πάντα. Μετά την ταταρική εισβολή ακολούθησε η επικράτηση των Μογγόλων που τη διαδέχθηκε η ευρωπαϊκή. Πρωτοπόροι της ευρωπαϊκής διείσδυσης υπήρξαν οι Πορτογάλοι. Ο Βάσκο ντα Γκάμα, που ονομάστηκε αντιβασιλιάς της Πορτογαλίας στην Ινδία το 1524, θεμελίωσε την εκεί πορτογαλική κυριαρχία. Αυτή διάρκεσε πολλές δεκάδες χρόνια και υπήρξε απόλυτη στη δυτική ακτή της ινδικής χερσονήσου. Κατά τις αρχές του 17ου αιώνα αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τους Πορτογάλους οι Ολλανδοί και κυρίως οι Άγγλοι. Αυτοί, με την «Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών» που έγινε πανίσχυρη, απέκτησαν σημαντικά πρακτορεία και προνόμια στην Ινδία. Επί δυο αιώνες (17ο και 18ο) αγγλικά και γαλλικά συμφέροντα ανταγωνίζονταν στην Ινδία με αποτέλεσμα να επεκτείνουν βαθμηδόν την επιρροή τους, άλλοτε με τη βία και άλλοτε με την υπογραφή συμφωνιών με τους ντόπιους ηγεμόνες σ' όλη την ινδική χερσόνησο. Τελικά επικράτησαν οι Άγγλοι, που, αφού αντιμετώπισαν εξεγέρσεις των ιθαγενών, καθαίρεσαν τον τελευταίο Μογγόλο ηγεμόνα το 1857 και μεταβίβασαν (το επόμενο έτος) την εξουσία από την «εταιρεία των Ινδιών» στο αγγλικό στέμμα. Το 1877 η βασίλισσα Βικτωρία ονομάστηκε «αυτοκράτειρα των Ινδιών». Ακολούθησαν ακούραστες προσπάθειες των Ινδών να απαλλαγούν από την αγγλική κυριαρχία, ειρηνικές κι ένοπλες εξεγέρσεις που πνίγηκαν στο αίμα. Το 1885 ιδρύθηκε το «Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο», το οποίο έθεσε ως στόχο του την απελευθέρωση της Ινδίας και έγινε ισχυρότατη οργάνωση, υποστηριζόμενη από όλους τους Ινδούς. Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ινδοί πολέμησαν στο πλευρό των Άγγλων, πιστεύοντας ότι η λήξη του πολέμου θα σήμαινε την ανεξαρτησία τους. Επικεφαλής του κινήματος είχε τεθεί ο Μαχάτμα Γκάντι, που επιδίωξε να εξαναγκάσει τους Άγγλους να δεχτούν το αίτημα των συμπατριωτών του για ανεξαρτησία με την «παθητική αντίσταση». Ο Μαχάτμα Γκάντι δολοφονήθηκε τo 1948. Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου έγιναν πολλές ένοπλες εξεγέρσεις των Ινδών, που πολέμησαν και πάλι στο πλευρό των Άγγλων στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τέλος, μετά από μακρές και δυσχερείς διαπραγματεύσεις, το 1947 η Ινδία χωρίστηκε σε δύο αυτόνομα κράτη, στο πλαίσιο της βρετανικής κοινοπολιτείας: το Πακιστάν και τη μεγάλη, αυτόνομη Ινδική Δημοκρατία.

Το πολίτευμα της χώρας είναι ομοσπονδιακή δημοκρατία. Αρχηγός Κράτους είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος εκλέγεται από το ειδικό εκλογικό σώμα (που αποτελείται από μέλη του κοινοβουλίου) για πενταετή, ανανεώσιμη θητεία. Στις πιο πρόσφατες εκλογές, στις 19 Ιουλίου 2012, Πρόεδρος εξελέγη ο Πρανάμπ Μουχέρτζι, η ορκωμοσία του οποίου έγινε στις 25 Ιουλίου. Το Κοινοβούλιο ή Sansad είναι διθάλαμο και αποτελείται από το Συμβούλιο των Πολιτειών (Rajya Sabha), που είναι ένα σώμα που απαρτίζεται από γύρω στα 250 μέλη, 12 εκ των οποίων διορίζονται από τον πρόεδρο, ενώ τα υπόλοιπα εκλέγονται από τα εκλεγμένα μέλη των πολιτειακών και περιφερειακών συνελεύσεων, καθώς επίσης και από τη Λαϊκή Συνέλευση (Lok Sabha, με 545 έδρες- οι 543 εκλέγονται για πενταετή θητεία από το λαό και 2 διορίζονται από τον πρόεδρο). Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.

Η χώρα διαιρείται σε τρία κύρια φυσικά διαμερίσματα: Το βόρειο μεγάλο ορεινό τείχος, που αποτελείται κυρίως από τα Ιμαλάια και τις παραφυάδες του, τη μεγάλη χαμηλή πεδιάδα, που βρίσκεται νότια του ορεινού τείχους και διαρρέεται από τους μεγάλους ποταμούς Γάγγη, Ινδό (γι' αυτό ονομάζεται Ινδογαγγική) και Βραχμαπούτρα, και το νότιο μεγάλο οροπέδιο που ονομάζεται Ντεκκάν και καταλήγει στο ακρωτήριο Κομορίν, το νοτιότερο της Ινδίας. Η Σρι Λάνκα (πρώην Κεϋλάνη) και μερικά μικρά νησιά που προεκτείνονται βαθιά στον Ινδικό ωκεανό αποτελούν γεωλογική συνέχεια της Ινδικής χερσονήσου.

Εκτός από τις ψηλές ορεινές περιοχές της, η Ινδία δέχεται την επίδραση της τροπικής θερμότητας με μέση ετήσια θερμοκρασία 24-28 °C. Το κλίμα της επηρεάζεται από τους ετήσιους ανέμους μουσώνες (μουσούν). Διακρίνουμε κυρίως 3 εποχές: τον ήπιο και χωρίς πολλές βροχές χειμώνα, τη θερμή και ξερή άνοιξη και το υγρό, τροπικό καλοκαίρι. Η καθυστέρηση της βροχής συχνά καταστρέφει τις καλλιέργειες και προκαλεί ομαδικούς θανάτους από πείνα. Η σοδειά καταστρέφεται πολλές φορές εξαιτίας καταρρακτωδών βροχών που προκαλούν μεγάλης έκτασης πλημμύρες. Η βλάστηση της Ινδίας μοιάζει με την αφρικανική. Στα ινδικά δάση συναντάται μεγάλη ποικιλία τροπικών φυτών και ζώων.

Η Ινδία αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη σε πληθυσμό χώρα στον κόσμο, μετά την Κίνα, με εκτιμώμενο πληθυσμό σχεδόν 1.2 δισεκατομμυρίων κατοίκων. Τα τελευταία πενήντα χρόνια έχει καταγραφεί μία έντονη πληθυσμιακή αύξηση, η οποία αποδίδεται στη βελτίωση της ιατρικής και την εντατικοποίηση της γεωργίας. Συνέπεια αυτής της προόδου είναι η αύξηση κατά 11 φορές του αστικού πληθυσμού της Ινδίας μέσα στον 20ο αιώνα με την παράλληλη ενίσχυση της αστυφιλίας. 35 πόλεις της χώρας ξεπέρασαν το 2001 το ένα εκατομμύριο κατοίκους, ενώ οι μεγαλύτερες έχουν πληθυσμό περισσότερο από 10 εκατομμύρια, όπως η Βομβάη, το Δελχί και η Καλκούτα. Το 70% όμως του συνόλου των Ινδών παραμένει αγροτικός πληθυσμός. Η Ινδία έχει παγκόσμια την μεγαλύτερη ποικιλομορφία σε ότι αφορά τον πολιτισμό, τη γλώσσα και τα φυλετικά χαρακτηριστικά των κατοίκων της, ενώ συγκρίνεται σε αυτούς τους τομείς μόνο με το σύνολο της Αφρικής. Δύο είναι οι κύριες γλωσσικές οικογένειες των Ινδών: η Ινδοαριανή οικογένεια (με ομιλητές περίπου το 74% του πληθυσμού) και η Δραβινιανή (24% του πληθυσμού). Άλλες γλώσσες της Ινδίας προέρχονται από την Αυστροασιατική και την Θιβετοβιρμανική οικογένεια. Το ίδιο το σύνταγμα της χώρας δεν προσδιορίζει κάποια εθνική γλώσσα. Τα Χιντί, με τους περισσότερους ομιλητές, αποτελούν την επίσημη γλώσσα του κράτους, ενώ τα Αγγλικά έχουν διαδεδομένη χρήση στη διοίκηση, την εκπαίδευση και τον επιχειρηματικό κόσμο, ενώ χαρακτηρίζονται ως θυγατρική επίσημη γλώσσα. Εκτός από τα Χιντί, καμία άλλη γλώσσα δεν ομιλείται από ποσοστό μεγαλύτερο από 10% του πληθυσμού, ενώ κάθε πολιτεία και ένωση έχει τη δική της επίσημη γλώσσα, καθώς το σύνταγμα αναγνωρίζει 21 τοπικές γλώσσες. Ως προς το θρήσκευμα και σύμφωνα με την απογραφή του 2001, περισσότεροι από 800 εκατομμύρια Ινδοί (80,5% του πληθυσμού) είναι Ινδουιστές, ενώ άλλες θρησκευτικές ομάδες είναι οι Μουσουλμάνοι (13,4%), οι Χριστιανοί (2,3%), οι Σιχ (1,9%), οι Βουδιστές, οι Εβραίοι, οι Ζωροάστρες κτλ. Οι Ινδοί ανήκουν φυλετικά στο «λευκό» κόσμο της Ασίας. Αποτελούν ένα πολύ δυσερμήνευτο τύπο. Ινδικά χαρακτηριστικά συναντάμε σε Αφγανιστάν, Κίνα, Ινδοκίνα, Ινδονησία κ.ά. Αξιόλογη, αν και μικρή σε ποσότητα, έξοδος ινδικών στοιχείων θεωρείται αυτή των τσιγγάνων. Η Ινδία εκτείνεται σε 3.200.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και έχει πληθυσμό 1.143.040.000 κατοίκους. Είναι δημοκρατία, με πρωτεύουσα το Νέο Δελχί με 11.600.000 κατοίκους. Άλλες σημαντικές πόλεις είναι η Βομβάη, βιομηχανική πόλη και λιμάνι εξαγωγής βαμβακιού, η Καλκούτα, πάνω σ' ένα κλάδο του δέλτα των ποταμών Γάγγη και Βραχμαπούτρα (τοποθεσία που την κάνει θαλάσσιο και παραποτάμιο λιμάνι, σημαντικό για την εξαγωγή της ιούτης, του ρυζιού και άλλων προϊόντων της Ινδίας), το Μαντράς, εμπορικό λιμάνι, την Μπενάρες, ιερή πόλη για τους Ινδουιστές. Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού ήταν σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2009 τα 69,59 χρόνια (67,28 χρόνια οι άνδρες και 72,17 οι γυναίκες).

Η οδήγηση γίνεται στα αριστερά.