fb

Πληροφορίες για: Νορβηγία

Περιγραφή

Η Νορβηγία, κράτος της Βόρειας Ευρώπης, καταλαμβάνει το δυτικό και βόρειο τμήμα της Σκανδιναβικής χερσονήσου και ορίζεται από τις γεωγραφικές συντεταγμένες: 58° 02΄ έως 71° 11΄ βόρειο πλάτος και 4° 49΄ έως 31° 02΄ ανατολικό μήκος. Το σχήμα της χώρας είναι επίμηκες, με συνολικό μήκος περίπου 1.750 χλμ. και μέγιστο πλάτος 470 χλμ., στο νότιο τμήμα, που είναι και το περισσότερο πλατύ.
Έχει χερσαία σύνορα μόνο στα ανατολικά. Από νότο προς βορρά συνορεύει διαδοχικά με τη Σουηδία (μήκος συνόρων περίπου 1.600 χλμ.), τη Φιλανδία (700 χλμ.) και τη Ρωσία (250 χλμ.). Βόρεια βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς, βορειοδυτικά και δυτικά από τον Ατλαντικό ωκεανό (ειδικότερα από τη Νορβηγική θάλασσα) και νότια από τον πορθμό Σκάγερακ, ο οποίος τη χωρίζει από τη Δανία.
Έχει συνολική έκταση 324.220 τ. χλμ. Στην παραπάνω έκταση δεν υπολογίζονται νησιά Σφάλμπαρ, στο ομώνυμο αρχιπέλαγος, το οποίο εκτείνεται ανάμεσα στις θάλασσες Γκρίνλαντ και Μπάρεντς, το νησί Γιαν Μαϊέν, βορειοανατολικά της Ισλανδίας, το νησί Μπουβέ στο νότιο Ατλαντικό, το νησί Πέτρος Α΄ στην Ανταρκτική, καθώς και μια ζώνη στην ίδια ήπειρο, η οποία εκτείνεται ανάμεσα στις 20° δυτικό και 45° ανατολικό γεωγραφικό μήκος και είναι γνωστή ως Χώρα της Βασίλισσας Μοντ. Ως προς την έκταση η Νορβηγία κατατάσσεται στην 66η θέση στον κόσμο και στην 8η στην Ευρώπη. Η Νορβηγία καταλαμβάνει περίπου το 3,3% του ευρωπαϊκού εδάφους, ενώ σε σύγκριση με τις άλλες τέσσερις Σκανδιναβικές χώρες, είναι μεγαλύτερη σε έκταση από τη Δανία και την Ισλανδία και μικρότερη από τη Σουηδία και τη Φιλανδία. Η έκταση της Νορβηγίας είναι περίπου ίση με την έκταση της Ακτής Ελεφαντοστού, διπλάσια από αυτήν της Τυνησίας και κατά 2,4% φορές μεγαλύτερη από την έκταση της Ελλάδας.
Το 2002, ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σε 4.525.116 κατοίκους. Από άποψη πληθυσμού η Νορβηγία κατατάσσεται στην 113η παγκόσμια θέση και στην 27η μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Μεταξύ των Σκανδιναβικών χωρών κατέχει την προτελευταία θέση, πριν από την Ισλανδία. Αναλογικά με την έκταση ο πληθυσμός της χώρας δεν είναι μεγάλος, με αποτέλεσμα η Νορβηγία να είναι η τρίτη πιο αραιοκατοικημένη χώρα της Ευρώπης, μετά τη Ρωσία και την Ισλανδία. Η πυκνότητα πληθυσμού φτάνει τους 13,4 κατοίκους ανά τ. χλμ.

Μέχρι τον 20ό αιώνα

Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στη Νορβηγία τοποθετούνται μεταξύ του 11000 και 8000 π.Χ., χάρη στα ευρήματα που ανακαλύφθηκαν κατά μήκος των ακτών. Ειδικότερα, έχουν βρεθεί πέτρινα εργαλεία των τύπων Κόμσα και Φόσνα, τα οποία χρονολογούνται ανάμεσα στο 7000 και 6000 π.Χ., ενώ έχουν εντοπιστεί και οικισμοί του 5000 π.Χ.. Το 3000 - 2500 π.Χ. έφτασαν στο ανατολικό τμήμα της χώρας νέοι μετανάστες, οι οποίοι απασχολούνταν κυρίως στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το 1500 π.Χ. εισήχθη στη Νορβηγία η χρήση του χαλκού, χωρίς όμως να σταματήσει η κατασκευή αντικειμένων από πέτρα.
Στα τέλη της 1ης χιλιετίας π.Χ. και τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες έφτασαν στη χώρα αρκετοί Γερμανοί, οι οποίοι ενώθηκαν με τους γηγενείς κατοίκους. Νωρίς επιζήτησαν την επέκταση της χώρας τους και οι κατακτητικές τους εκστρατείες, που είχαν κατεύθυνση κυρίως προς τα δυτικά, κορυφώθηκαν την περίοδο 800 - 1050 ("Περίοδος των Βίκινγκς"). Οι Νορβηγοί αποίκησαν στη Σκοτία, την Αγγλία, την Ιρλανδία, την Ισλανδία, τη Γαλλία, τις Εβρίδες, τα Νησιά Σχέτλαντ και τις Ορκάδες, τα νησιά Φερόες και το Νησί Μαν. Επίσης ορισμένοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στη Γροιλανδία και επιτέθηκαν στη Βίνλαντ.
Η πρώτη πολιτική ενοποίηση της Νορβηγίας πραγματοποιήθηκε το 872 μ.Χ. μετά την αποδοχή του Χάραλντ Α΄ του Χόρφαγκερ από όλους τους πολέμαρχους της χώρας. Μετά το θάνατο τού τελευταίου ξέσπασαν αλλεπάλληλοι εμφύλιοι πόλεμοι. Οι διαφωνούντες γιοι τού Χάραλντ συγκρούστηκαν με τους Δανούς, οι οποίοι με τη σειρά τους μετέτρεψαν σε προτεκτοράτο τη νότια Νορβηγία. Η ανασύσταση του κράτους ξεκίνησε από τον Όλαφ Τρίγκβεσον και συνεχίστηκε από τον ανιψιό του Όλαφ Β΄ Χάραλντσον, ο οποίος σκοτώθηκε κατά την επίθεση του βασιλιά της Αγγλίας και Δανίας Κανούτου του Μέγα. Στη συνέχεια ορίστηκε βασιλιάς ο γιος του Κανούτου, Σβεν, που αντικαταστάθηκε από το γιο του αγίου Όλαφ, Μάγκνους (1035-1047).
Μετά τη βασιλεία του Χάραλντ του Σκληρού (1047-1066) και του Σίγκουρντ (1103-1130), η βασιλική εξουσία υποχώρησε μπροστά στην αριστοκρατία. Σύντομα όμως η Εκκλησία αποκατέστησε τη δυναστεία με τη στέψη ενός βασιλιά της Νορβηγίας, του Μάγκνους Ε΄ Έρλινγκσον. Σπουδαίος βασιλιάς της εποχής υπήρξε ο Χάκον Δ΄ Χόκονσον (1217-1263), ο οποίος ανέκτησε τη Γροιλανδία, την Ισλανδία, τα νησιά Σχέτλαντ και τις Ορκάδες. Ο διάδοχος του Χάκονα του Δ΄, Μάγκνους ΣΤ΄ Λάγκαμπετε, πρόσφερε αρκετά προνόμια στους Γερμανούς εμπόρους, ενώ οι μεταγενέστεροί του πήραν δάνεια από τη Χανσεατική Ένωση. Το 1349 οι περισσότεροι κάτοικοι της χώρας επλήγησαν από πανώλη ("μαύρος θάνατος").
Το 14ο αι. πραγματοποιήθηκαν μια σειρά από επιγαμίες, οι οποίες ουσιαστικά συντέλεσαν να χάσει η χώρα την αυτοτέλειά της. Ειδικότερα, ο Μάγκνους Ζ΄ Έρικσον, εγγονός τού Χάκονα Ε΄ Μάγκνουσον (1299-1319), ένωσε τη Νορβηγία με τη Σουηδία, αλλά τα βασίλεια διασπάστηκαν και πάλι πριν το θάνατό του. Αργότερα, ο δεύτερος γιος του Μάγκνους, Χάκον ΣΤ΄, κληρονόμησε τη Σουηδία από τον αδερφό του Έρικ, ενώ είχε ήδη παντρευτεί την κόρη του βασιλιά της Δανίας, Μαργαρίτα. Η τελευταία, μετά το θάνατο του γιου της Όλαφ, επέβαλε ως βασιλιά της Σουηδίας, της Νορβηγίας και της Δανίας, τον ανιψιό της Έρικ της Πομερανίας. Έτσι η Νορβηγία έχασε σταδιακά τα νησιά Σχέτλαντ και τις Ορκάδες.
Ο Γουστάβος Βάζα ξανακέρδισε την ανεξαρτησία της Σουηδίας, με αποτέλεσμα η Νορβηγία να παραμείνει υποτελής στο βασίλειο της Δανίας υπομένοντας τα παρεπόμενα αυτής της κατάστασης (επιβολή του λουθηρανισμού και της δανικής γλώσσας). Το 17ο και 18ο αι. οι Νορβηγοί αγωνίστηκαν πολλές φορές εναντίον των κατακτητών τους. Ο στόλος της χώρας, η ηγεσία του οποίου έμεινε ουδέτερη κατά τους πολέμους Γαλλίας-Αγγλίας (18ος αι.), καταστράφηκε από τους Βρετανούς ως αντίποινα για τον αποκλεισμό της χώρας τους από την Ευρώπη. Τελικά ο αντιβασιλιάς της Σουηδίας Μπέρναντοτ με την υπογραφή Συμφωνίας Ειρήνης στο Κίελο (1814) υποχρέωσε το βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκο ΣΤ΄ να του παραχωρήσει τη Νορβηγία. Ο αντιβασιλιάς της Δανίας όμως, Χριστιανός-Φρειδερίκος, ανέβηκε στο θρόνο με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης και το 1814 ψήφισε το Σύνταγμα του Έιντσβολ, ενώ στις 11 Φεβρουαρίου 1814 κήρυξε την ανεξαρτησία της, τερματίζοντας οριστικά την ένωση του Κάλμαρ.
Ένα χρόνο αργότερα η Νορβηγία υποχρεώθηκε να αποδεχτεί το Διάταγμα της Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο το μόνο κοινό μεταξύ Σουηδίας και Νορβηγίας ήταν ο βασιλιάς και ο υπουργός των Εξωτερικών. Με αναθεώρηση του Διατάγματος της Ένωσης η Νορβηγία απέκτησε τη δικής της σημαία, ενώ παράλληλα καταργήθηκε ο θεσμός της αντιβασιλείας. Από εκείνη τη στιγμή η χώρα γνώρισε σημαντική ανάπτυξη και έγινε η τρίτη ισχυρή χώρα του κόσμου. Το 1884 ο βασιλιάς Όσκαρ Β΄ αναγνώρισε επίσημα το κοινοβουλευτικό καθεστώς της χώρας και το 1898 παραχώρησε δικαίωμα ψήφου σε όλους τους πολίτες της.


Ο 20ός αιώνας

Το 1905 η Νορβηγία αποσχίστηκε από τη Σουηδία και η Εθνοσυνέλευση ("Στόρτινγκ") ανακοίνωσε πως ο Όσκαρ Β΄ καθαιρέθηκε από βασιλιάς της χώρας, ενώ η ίδια διόρισε νέο βασιλιά τον Δανό Χάκον Ζ΄. Ακολούθησε μια μακρά περίοδος οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου η Νορβηγία τήρησε ουδέτερη στάση, ενώ το 1933 παραιτήθηκε από την κυριαρχία της Γροιλανδίας και δύο χρόνια αργότερα ανέλαβαν την εξουσία οι Εργατικοί. Στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η γεωμορφολογία της χώρας προσέλκυσε το ενδιαφέρον των Γερμανών, οι οποίοι στις 8 Απριλίου 1940 κατέλαβαν τα λιμάνια του Όσλο, του Τρόνχεϊμ, του Στάβανγκερ και του Νάρβικ. Οι Νορβηγοί πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση, αλλά αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν στις 9 Ιουνίου 1940. Το φιλοναζιστικό κόμμα Κουίσλινγκ κατόρθωσε να σχηματίσει κυβέρνηση μόλις τον Φεβρουάριο του 1942. Η χώρα απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς το 1945 και τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε μέλος του ΝΑΤΟ. Το 1957 ανέβηκε στο θρόνο ο βασιλιάς Όλαφ Ε΄.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1961 διεξήχθησαν στη χώρα βουλευτικές εκλογές, τα αποτελέσματα των οποίων οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης Γκέρχαρσεν (23 Αυγούστου 1963). Ωστόσο νέα κυβέρνηση σχημάτισαν οι Εργατικοί με τον Γκέρχαρσεν, ο οποίος πρότεινε και την είσοδο της χώρας στην Κοινή Αγορά. Αν και το 1965 ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας ένας συνασπισμός Φιλελευθέρων, Συντηρητικών και Κεντρώων, με αρχηγό τον Περ Μπόρτεν, η Νορβηγία άρχισε να προσχωρεί στην Κοινή Αγορά. Η είσοδος αυτή προκάλεσε την αντίδραση του λαού και οδήγησε στην πτώση πολλών κυβερνήσεων. Τελικά τον Σεπτέμβριο του 1972 έγινε δημοψήφισμα και οι Νορβηγοί αρνήθηκαν την είσοδό τους στην Ε.Ο.Κ.
Τον Φεβρουάριο του 1981 η Γκρο Χάρλεμ Μπρούντλαντ των Εργατικών αντικατέστησε, προσωρινά μόνο, τον πρωθυπουργό Όντβαρ Νόρντλι, αφού τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου νικητής των βουλευτικών εκλογών αναδείχτηκε ένας συνασπισμός συντηρητικών με αρχηγό τον Κάρε Βίλοχ. Οι περικοπές που πρότεινε ο Βίλοχ τον Μάιο του 1986 συντέλεσαν στην πτώση της κυβέρνησής του. Πρωθυπουργός ανέλαβε και πάλι η Γκρο Χάρλεμ Μπρούντλαντ και οι Εργατικοί πήραν ψήφο εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο στις 12 Ιουνίου 1987. Μετά τη διεξαγωγή των εκλογών στις 11 Σεπτεμβρίου του 1989 ο βασιλιάς Όλαφ Ε΄ έδωσε εντολή στον Γιαν Πέντερ Σίζε, αρχηγό των Συντηρητικών, να σχηματίσει κυβέρνηση. Στις 3 Νοεμβρίου ξαναδιορίστηκε πρωθυπουργός η Γκρο Χάρλεμ Μπρούντλαντ. Ακολούθησε μια δύσκολη περίοδος διαρκών συζητήσεων για την ένταξη της Νορβηγίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Στο μεταξύ ο Όλαφ Ε΄ πέθανε και στο θρόνο ανέβηκε ο γιος του Χάραλντ Ε΄. Τον Ιούνιο του 1992 η πρωθυπουργός πρότεινε το έτος 1993 να αρθούν οι περιορισμοί για τη φαλαινοθηρία, προκειμένου να κερδίσει το κόμμα της την εύνοια των αλιέων, οι οποίοι αντιτάσσονταν στην ιδέα της εισόδου της χώρας στην πρώην ΕΟΚ.
Το Νοέμβριο του 1992 το Κοινοβούλιο της Νορβηγίας κατέθεσε αίτηση για την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε., η οποία εγκρίθηκε τον Μάρτιο του 1993. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους οι εκλογές ανέδειξαν και πάλι νικητές τους Εργατικούς που κέρδισαν 67 έδρες. Στις 29 Νοεμβρίου 1994 οι Νορβηγοί αποφάσισαν με δημοψήφισμα να μην ενταχθεί η χώρα τους στην Ε.Ε.

Τον Νοέμβριο του 1997 σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας από το Χριστιανοδημοκρατικό, το Κεντρώο και το Φιλελεύθερο κόμμα, με πρωθυπουργό το χριστιανοδημοκράτη Κίελ Μάγκνε Μπόντεβικ, οποίος κέρδισε και τις τελευταίες εκλογές οι οποίες έγιναν στις 19 Οκτωβρίου του 2001.

Από γεωλογική άποψη αποτελεί τμήμα της Φιννοσκανδιναβικής Ασπίδας, η οποία δημιουργήθηκε πριν από 1-2 δισ. χρόνια, στη διάρκεια της Προκάμβριας περιόδου. Πριν από 570-395 εκατ. χρόνια το μεγαλύτερο μέρος της χώρας βρισκόταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, μέχρι που η Καληδόνια πτύχωση προκάλεσε την ανύψωση ενός ορεινού συστήματος, το οποίο αποτελεί συνέχεια των βουνών της Βόρειας Βρετανίας. Στο τέλος του Παλαιοζωικού αιώνα το μεγαλύτερο μέρος του ορεινού συστήματος που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της Καληδόνιας ορογένεσης είχε διαβρωθεί ή εξαφανιστεί. Μια νέα ορογένεση ακολούθησε στη διάρκεια του Μεσοζωικού αιώνα και κατά την Τριτογενή περίοδο του Καινοζωικού, η οποία προκάλεσε εκτεταμένες τεκτονικές μετατοπίσεις, με αποτέλεσμα τα βουνά στο δυτικό τμήμα της Ασπίδας να τεμαχιστούν από καταβυθίσεις και οι εξάρσεις της προηγούμενης διαμόρφωσης να υψωθούν πολύ πιο πάνω από την προηγούμενη στάθμη, χωρίς όμως να χάσουν τη αρχική γενική διάταξη ενός επιπέδου. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας (γεωλογικά) περιόδου το ανάγλυφο της χώρας υπέστη τη διαβρωτική επίδραση των παγετώνων και άλλων εξωγενών δυνάμεων, για να καταλήξει στη μορφή που έχει σήμερα. Κύριο χαρακτηριστικό του σημερινού ανάγλυφου είναι οι μεγάλου μήκους και βάθους κόλποι, οι οποίοι είναι γνωστοί με τον όρο φιορδ και εκτείνονται κατά μήκος των δυτικών ακτών της χώρας. Τα φιορδ οφείλουν το σχηματισμό τους στις υψηλές πιέσεις των πάγων, που βάθυναν τις ήδη υπάρχουσες κοιλάδες, οι οποίες στη συνέχεια καλύφθηκαν με νερό, όταν με το λιώσιμο των πάγων ανέβηκε η στάθμη της θάλασσας. Άλλο χαρακτηριστικό του νορβηγικού ανάγλυφου είναι οι αναρίθμητες εκτεταμένες περιοχές, οι οποίες έχουν διαβρωθεί σε βάθος και είναι γνωστές με τον όρο πανεπίπεδα. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι το Οροπέδιο Χαρντάνγκερ (900 μ. πάνω από τη στάθμη της θάλασσας), το οποίο βρίσκεται στο νότιο τμήμα της χώρας, καλύπτει έκταση 11.900 τ. χλμ. και είναι το μεγαλύτερο της Ευρώπης, και το Οροπέδιο Φίνμαρκ (300 μ. πάνω από τη στάθμη της θάλασσας), στο βόρειο τμήμα της χώρας. Οι σχετικά πρόσφατες και μεγάλης έκτασης ορογενετικές διεργασίες είχαν ως αποτέλεσμα το ανάγλυφο της χώρας να είναι πολύπλοκο και κατά τα 2/3 του ορεινό. Κυριαρχείται από τις Σκανδιναβικές Άλπεις, οι οποίες διασχίζουν τη Σκανδιναβική χερσόνησο με κατεύθυνση από ΒΑ προς ΝΔ. Το δυτικό τμήμα των Σκανδιναβικών Άλπεων ανήκει στη Νορβηγία. Μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις φυσιογραφικές περιοχές: στο νότο η οροσειρά Λάνγκφγελετ (Μακρά Όρη), η οποία έχει κατεύθυνση από Ν προς Β, χωρίζει την ανατολική Νορβηγία (Έστλαντετ) από τη δυτική Νορβηγία (Βέστλαντετ). Στην οροσειρά Λάνγκφγελετ το όρος Γκλίτερτιντεν φτάνει τα 2.472 μ. και αποτελεί το ψηλότερο σημείο της χώρας και ολόκληρης της Σκανδιναβικής χερσονήσου. Στα βορειοανατολικά υψώνεται το όρος Σνέρχετα, που φτάνει τα 2.286 μ. Η περιοχή Βέστλαντετ είναι η πιο πυκνοκατοικημένη της χώρας, εξαιτίας του ομαλού γενικά ανάγλυφου και του υγιεινού κλίματος. Η περιοχή Έστλαντεν είναι πιο αραιοκατοικημένη και ορεινή, καθώς αποτελείται από τη δαιδαλώδη νοτιοδυτική ακτή με τα μεγάλα φιορδ, τα εσωτερικά υψίπεδα και μικρές γόνιμες εκτάσεις μόνο προς τα νότια, απέναντι σχεδόν από τη Δανία. Βορειότερα η ορεινή καμπύλη στρέφεται ανατολικά και χωρίζει την Έστλαντετ από την περιοχή Τρόνχεϊμ ή Τρέντελαγκ, η οποία εκτείνεται στο κέντρο σχεδόν της χώρας. Οι εδαφικές εξάρσεις εδώ είναι λιγότερο έντονες και το κλίμα ηπιότερο. Από την κομητεία Νόρλαντ μέχρι το βόρειο ακρωτήριο, σε μια απόσταση 925 χλμ., εκτείνεται η τέταρτη φυσιογραφική περιοχή της χώρας, η βόρεια Νορβηγία. Καταλαμβάνει έκταση 112.920 τ. χλμ. και το βορειοανατολικό τμήμα της αποτελεί μέρος της Λαπωνίας. Στην περιοχή αυτή οι εδαφικές εξάρσεις όσο προχωρούμε προς το βορρά βαθμιαία ελαττώνονται (όρη Όκστιντερνε 1.915 μ., Σφάρτισεν 1.599 μ., Στόρστεϊνσφγελετ 1.893 μ., Χαλτιατούντουρι 1.328 μ., Τσγιόρκαρασα 1.131 μ. και Ράστεγκαϊσα 1.067 μ.).

Το κλίμα της Νορβηγίας ποικίλλει, γεγονός που οφείλεται στο μεγάλο μήκος της χώρας και στην επίδραση των θερμών και υγρών ανέμων του Ατλαντικού. Οι θερμοί και υγροί άνεμοι που φυσούν από τον Ατλαντικό αποτελούν παρακλάδια του μεγάλου Ρεύματος Γκολφ Στριμ, το οποίο ξεκινά από τον Κόλπο του Μεξικού και διατρέχει τις δυτικές ακτές της Βόρειας Ευρώπης. Έτσι η Νορβηγία, αν και σε μεγάλο γεωγραφικό πλάτος, έχει ηπιότερο κλίμα από την Αλάσκα, η οποία βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με αυτήν. Οι δυτικές ακτές τις χώρας έχουν θαλάσσιο κλίμα με σχετικά ψυχρά καλοκαίρια και ήπιους χειμώνες, ενώ στην ενδοχώρα και το ανατολικό τμήμα της χώρας τα καλοκαίρια είναι θερμά και οι χειμώνες ψυχροί. Για παράδειγμα, οι μέσες θερμοκρασίες Ιανουαρίου και Ιουλίου στην πόλη Μπέργκεν, η οποία βρίσκεται στις δυτικές ακτές, είναι 2° C και 14° C αντίστοιχα, ενώ στην πρωτεύουσα Όσλο, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, οι μέσες θερμοκρασίες είναι -3° C και 17° C αντίστοιχα.
Οι δυτικές ακτές δέχονται κατά μέσο όρο 1.778 χιλιοστά βροχής το χρόνο, ενώ στην ενδοχώρα και στα ανατολικά η αντίστοιχη τιμή μειώνεται στα 1.016 χιλιοστά ή και λιγότερα. Το μεγάλο γεωγραφικό πλάτος στο οποίο βρίσκεται η Νορβηγία έχει ως συνέπεια οι χειμώνες να διαρκούν πολύ και τα καλοκαίρια να μη δύει σχεδόν καθόλου ο ήλιος, ειδικά στις βορειότερες περιοχές. Στο εσωτερικό και το βόρειο τμήμα της χώρας το έδαφος καλύπτεται επί επτά μήνες το χρόνο με πάγο, κάτι που δε συμβαίνει κατά μήκος των βόρειων ακτών, καθώς εκεί επιδρά το θερμό ρεύμα του Κόλπου, με αποτέλεσμα τα λιμάνια να παραμένουν συνεχώς ανοιχτά για τη ναυσιπλοΐα.

Από δημογραφική αύξηση ο πληθυσμός της Νορβηγίας εμφανίζει τα γνωστά χαρακτηριστικά που απαντώνται και στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, δηλαδή χαμηλά ποσοστά γεννητικότητας και σχεδόν μηδενική πληθυσμιακή αύξηση. Το 2002 τα ποσοστά γεννητικότητας και θνησιμότητας ήταν 1,23% και 0,97% αντίστοιχα και με βάση αυτά το ποσοστό της ετήσιας φυσικής αύξησης κυμάνθηκε στο 0,47% (2002). Η χώρα αντιμετωπίζει ήδη το φαινόμενο της "γήρανσης" του πληθυσμού, ενώ και η υπογεννητικότητα πρόκειται να αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει στο άμεσο μέλλον.
Το 2002 ο πληθυσμός της χώρας εμφάνιζε την ακόλουθη ηλικιακή σύνθεση: το 20% ήταν έως 14 ετών, το 65% ήταν ηλικίας 15 έως 64 ετών, ενώ το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 ετών έφτανε το 15%. Το φαινόμενο της πληθυσμιακής "γήρανσης" κατά ένα μεγάλο μέρος του οφείλεται στο πολύ υψηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων και στις άριστες συνθήκες υγιεινής και νοσηλείας, γεγονός το οποίο έχει ως αποτέλεσμα ο μέσος όρος ζωής στη χώρα να φτάνει τα 78 χρόνια (2002) και η βρεφική θνησιμότητα να περιορίζεται στο 0,39% (2002). Ο δείκτης εγκληματικότητας είναι αρκετά υψηλός. Όσον αφορά την κατανομή του πληθυσμού, η πλειονότητα των κατοίκων (73,2%) ζει στα αστικά κέντρα και μόλις το 26,8% στις αγροτικές περιοχές.

Το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας είναι προηγμένο, λόγω όμως των πολλών αραιοκατοικημένων περιοχών, του μεγάλου μήκους της χώρας και του ψυχρού κλίματος δεν είναι τόσο εκτεταμένο όπως τα αντίστοιχα άλλων αναπτυγμένων χωρών. Το 2000 το συνολικό μήκος του οδικού δικτύου έφτανε τα 91.180 χλμ. και τα 109 χλμ. αποτελούνταν από δρόμους ταχείας κυκλοφορίας. Ο αριθμός των αυτοκινήτων αυξάνεται συνεχώς, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται κυκλοφοριακά προβλήματα στις μεγαλύτερες πόλεις. Το 2001 το συνολικό μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου έφτανε τα 4.006 χλμ., από τα οποία περίπου τα 2.471 είναι ηλεκτροδοτούμενα. Η λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου διευθύνεται από τον οργανισμό Νορβηγικών Κρατικών Σιδηροδρόμων. Στην πρωτεύουσα Όσλο λειτουργεί υπόγειο σιδηροδρομικό δίκτυο (μετρό). Εθνικός αερομεταφορέας είναι η αεροπορική εταιρεία Scandinavian Airlines (SAS), η οποία ανήκει από κοινού στη Νορβηγία, τη Σουηδία και τη Δανία. Δύο επίσης ιδιωτικές αεροπορικές εταιρείες εκτελούν πτήσεις στο εσωτερικό. Λειτουργούν 66 αεροδρόμια για προγραμματισμένες πτήσεις, μεγαλύτερο από τα οποία είναι το διεθνές αεροδρόμιο Gardermoen, κοντά στο Όσλο. Διεθνή αεροδρόμια λειτουργούν επίσης στις πόλεις Μπέργκεν και Σταβάνγκερ. Μεγάλο μέρος των συγκοινωνιών και των μεταφορών διεξάγεται μέσω της θάλασσας από δεκάδες πορθμεία, τα οποία συνδέουν μεταξύ τους τις παράλιες πόλεις. Στα φιορδ λειτουργούν περίπου 250 πορθμεία, τα οποία μαζί με τα λεωφορεία εξυπηρετούν την επικοινωνία πολλών περιοχών. Ο εμπορικός στόλος της χώρας είναι μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων του κόσμου και το 2002 αποτελούνταν από 746 μεγάλα πλοία, συνολικής χωρητικότητας 20.691.266 κόρων. Τα μεγαλύτερα θαλάσσια λιμάνια της χώρας είναι του Μπέργκεν και του Σταβάνγκερ στα νοτιοδυτικά, του Όσλο στα νότια και του Τρόνχεϊμ, στο κεντρικό τμήμα της χώρας.
Το δίκτυο τηλεπικοινωνιών είναι προηγμένο και καλύπτει το σύνολο της Νορβηγίας. Το 2000 σε όλη τη χώρα εξέπεμπαν το λιγότερο 650 στα FM και 46 στα μεσαία κύματα, καθώς και 360 τηλεοπτικά κανάλια. Μεγάλο μέρος των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του Τύπου ανήκει σε ιδιώτες. Εκδίδονται περίπου 85 ημερήσιες εφημερίδες, ενώ η μέση ημερήσια κυκλοφορία είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο και ανέρχεται σε 610 φύλλα ανά 1.000 άτομα. Το 2000 αναλογούσαν ένα τηλέφωνο σε 1,6 άτομα, μία τηλεόραση σε 2,2 άτομα και ένα ραδιόφωνο σε 1,1 άτομα.