fb

Πληροφορίες για: Λετονία

Περιγραφή

Ανεξάρτητο κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης που μέχρι το 1991 αποτελούσε μία από τις ομόσπονδες δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ. Σήμερα είναι μία από τις τρεις χώρες της Βαλτικής (οι άλλες δύο είναι η Εσθονία και η Λιθουανία). Βόρεια συνορεύει με την Εσθονία, ανατολικά με τη Ρωσία, νοτιοανατολικά με τη Λευκορωσία, νότια με τη Λιθουανία, ενώ δυτικά βρέχεται από τη Βαλτική θάλασσα και βορειοδυτικά από το μεγάλο Κόλπο της Ρίγας.
Η Λετονία έχει συνολική έκταση 64.589 τ. χλμ. και κατέχει την 123η παγκόσμια θέση. Συγκριτικά με άλλες χώρες, η έκτασή της είναι περίπου ίση με αυτή της Λιθουανίας, διπλάσια από αυτή του Βελγίου και αντίστοιχη με το μισό σχεδόν της έκτασης της Ελλάδας. Καταλαμβάνει το 0,29% της έκτασης της πρώην ΕΣΣΔ και το 0,66% του ευρωπαϊκού εδάφους.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2002, ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σε 2.366.515 κατοίκους. Από άποψη πληθυσμού η χώρα βρίσκεται στην 132η παγκόσμια θέση, ενώ κατατάσσεται 32η ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες. Αναλογικά με την έκταση ο πληθυσμός της χώρας δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος, με αποτέλεσμα η Λετονία να είναι μία μάλλον αραιοκατοικημένη χώρα. Το 2002 η πυκνότητα πληθυσμού έφτανε τους 36,6 κατοίκους ανά τ. χλμ. και ήταν η 7η μικρότερη της Ευρώπης μετά από αυτή της Εσθονίας, των σκανδιναβικών χωρών, της Ρωσίας και της Ισλανδίας.

Μέχρι τον 20ό αιώνα
Στη Λετονία υπάρχουν ίχνη ανθρώπινης εγκατάστασης που χρονολογούνται από την εποχή του Λίθου. Στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες η χώρα κατοικήθηκε από διάφορους λαούς της βαλτικής και φινοουγγρικής ομάδας, στους οποίους αργότερα προστέθηκαν οι Φίνοι και οι Λιβόνιοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα παράλια. Στη διάρκεια του 13ου αι. το τάγμα των Ιπποτών του Πορτ-Γκλάιβ, το οποίο ιδρύθηκε από το Γερμανό επίσκοπο Αλβέρτο και το τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών προχώρησαν σε βίαιο εκχριστιανισμό του λαού της Λετονίας. Το 1561 το τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών χώρισε τη χώρα σε δύο τμήματα: την Κουρλάνδη, η οποία αποτέλεσε δουκάτο υπό την πολωνική επικυριαρχία, και τη Λιβονία , η οποία ενσωματώθηκε στην Πολωνία. Τον επόμενο αιώνα η χώρα κυριεύτηκε από τους Σουηδούς και πέρασε στο λουθηρανισμό. Το 1710 η Ρωσία κατέλαβε τη Λιβονία, ενώ το 1795, ύστερα από την παραχώρηση της Κουρλάνδης στη Ρωσία από τους Πολωνούς, ολόκληρη η Λετονία περιήλθε στην κυριαρχία των τσάρων της Ρωσίας, οι οποίοι ακολούθησαν πολιτική εκρωσισμού του γηγενούς πληθυσμού.


Ο 20ός αιώνας
Η ρωσική κυριαρχία τερματίστηκε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν η χώρα καταλήφθηκε σταδιακά από τα γερμανικά στρατεύματα. Μετά την ήττα της Γερμανίας η Λετονία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη στις 18 Νοεμβρίου 1918. Λίγο αργότερα οι Σοβιετικοί κατέλαβαν τη Ρίγα και εγκατέστησαν κομουνιστική κυβέρνηση. Ο Λετονός πρωθυπουργός Κάρλις Ούλμανις κατέφυγε στη Λιέπαγια κάτω από την προστασία βρετανικών δυνάμεων, ενώ τον Μάιο του 1919 γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Ρίγα και εγκατέστησαν γερμανόφιλη κυβέρνηση. Δύο μήνες αργότερα ο Ούλμανις, έχοντας την υποστήριξη των Συμμάχων, ανακατέλαβε τη Ρίγα και μετά την αποχώρηση όλων των ξένων η Λετονία αναγνωρίστηκε επίσημα ανεξάρτητη από τους Σοβιετικούς στις 11 Αυγούστου 1920. Το 1922 η χώρα απέκτησε δημοκρατικό Σύνταγμα. Το 1939 οι Σοβιετικοί, ύστερα από την υπογραφή του γερμανοσοβιετικού συμφώνου μη επίθεσης, επέβαλαν καθεστώς στρατιωτικού ελέγχου στη Λετονία. Στις 16 Ιουνίου 1940 εισέβαλαν στη Λετονία σοβιετικές στρατιωτικές δυνάμεις και στις 21 Ιουλίου η χώρα ανακηρύχτηκε σε λαϊκή δημοκρατία. Η πλήρης ενσωμάτωσή της στην πρώην ΕΣΣΔ πραγματοποιήθηκε στις 5 Αυγούστου 1940. Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου η χώρα διατέλεσε υπό γερμανική κατοχή, η οποία έληξε στις 13 Οκτωβρίου 1944, με τη νικητήρια προέλαση των σοβιετικών στρατευμάτων στη χώρα και την ανακήρυξη της Λετονίας σε σοσιαλιστική δημοκρατία. Η ανακατάληψη της χώρας από τα σοβιετικά στρατεύματα και η μετατροπή της σε μία από τις σοσιαλιστικές δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ σημαδεύτηκε από την εκτόπιση εκατοντάδων χιλιάδων Λετονών στη Γερμανία, τη Σουηδία, τη Βόρεια Ρωσία και τη Σιβηρία τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Πρώτος πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ της Λετονίας υπήρξε ο Αουγκούστ Κίρχενσταϊνς, τον οποίο διαδέχτηκε το 1952 ο Κάρλις Οζόλινς. Τα επόμενα χρόνια συνεχίστηκε ο εκρωσισμός της Λετονίας και το 1978 ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα. Το 1984 στη θέση του πρώτου γραμματέα του Κομουνιστικού Κόμματος Λετονίας διορίστηκε ο πρώην αρχηγός της Κα-Γκε-Μπε Λετονίας, Μπόρις Πούγκο. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η άνοδος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και η επικράτηση της περεστρόικα στην πολιτική της πρώην ΕΣΣΔ δημιούργησαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός εθνικού κινήματος ανεξαρτησίας, το οποίο υπήρξε περισσότερο ισχυρό στις βαλτικές σοβιετικές σοσιαλιστικές δημοκρατίες. Στη Λετονία εκλέχτηκε νέος γραμματέας του Κομουνιστικού Κόμματος, ο οποίος προώθησε τα εθνικά αιτήματα της χώρας, ενώ τον Οκτώβριο του 1988 ιδρύθηκε το Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο κινήθηκε για την άμεση προώθησή τους. Ύστερα από την παραχώρηση στη χώρα ορισμένων θρησκευτικών ελευθεριών και μιας περιορισμένης αυτονομίας, η Λετονία κήρυξε την ανεξαρτησία της στις 4 Μαΐου 1991 και στις 21 Αυγούστου του ίδιου χρόνου ψηφίστηκε το νέο Σύνταγμα. Το Σεπτέμβριο του 1991 το Σοβιετικό Κρατικό Συμβούλιο αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Λετονίας, η οποία στις 17 Σεπτεμβρίου αποτέλεσε μέλος του ΟΗΕ, στις 14 Οκτωβρίου της UNESCO και μια μέρα αργότερα της ΔΑΣΕ.


Η σημερινή πολιτική κατάσταση
Τον Ιούνιο του 1993 διεξήχθησαν στη χώρα οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές για την ανάδειξη του Εθνικού Κοινοβουλίου (Σαέιμα). Πρόεδρος του Κοινοβουλίου εκλέχτηκε ο Ανατόλι Γκορμπούνοβς και πρόεδρος της Δημοκρατίας ο υποψήφιος της Ένωσης Αγροτών της Λετονίας, Γκούντις Ουλμάνις. Πρώτη δύναμη αναδείχτηκε το Κόμμα της Λετονικής Οδού, συγκεντρώνοντας το 32,4% των ψήφων. Στις 20 Ιουλίου σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με την Ένωση Αγροτών και πρωθυπουργός της χώρας διορίστηκε ο Βάλντις Μπίρκαβς. Ύστερα από την αποχώρηση της Ένωσης Αγροτών από την κυβέρνηση συνασπισμού, ο Βάλντις Μπίρκαβς αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 13 Ιουλίου 1994. Στις 31 Αυγούστου αποχώρησαν από το έδαφος της Λετονίας και οι τελευταίες ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις, ενώ στις 15 Σεπτεμβρίου το Κόμμα της Λετονικής Οδού σχημάτισε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Μάρις Γκάιλις. Τον Φεβρουάριο του 1995, ύστερα από την αναθεώρηση του επίμαχου νόμου για την απόκτηση ιθαγένειας, η Λετονία αποτέλεσε επίσημα πια μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το πρώτο εξάμηνο του 2003, επί ελληνικής προεδρίας της Ε.Ε., η Λετονία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πολίτευμα - συνταγματικοί θεσμοί
Η επίσημη ονομασία της χώρας είναι Δημοκρατία της Λετονίας. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, το οποίο θεσπίστηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1922 και αναθεωρήθηκε πλήρως το 1993, η χώρα έχει πολίτευμα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αρχηγός του κράτους είναι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος εκλέγεται από το Κοινοβούλιο, για θητεία τριών χρόνων και τριών μηνών. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον πρωθυπουργό και το υπουργικό συμβούλιο, που διορίζονται από τον πρόεδρο με βάση την "αρχή της δεδηλωμένης". Η νομοθετική εξουσία ασκείται από το Κοινοβούλιο (Σαέιμα), τα 100 μέλη του οποίου εκλέγονται κάθε τρία χρόνια με καθολική ψηφοφορία. Το όριο ηλικίας, έπειτα από το οποίο μπορεί να ψηφίσει κάποιος, είναι τα 18 χρόνια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 άλλαξαν οι νόμοι σχετικά με την ιθαγένεια και την απόκτηση του δικαιώματος ψήφου. Στις πρώτες πολυκομματικές εκλογές που διενεργήθηκαν στη χώρα το 1990 για την ανάδειξη των μελών του Κοινοβουλίου ψήφισαν όλοι οι κάτοικοι, συμπεριλαμβανομένου και του στρατιωτικού προσωπικού της πρώην ΕΣΣΔ. Το 1993 όμως τέθηκαν περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος ψήφου. Όσοι είχαν τη λετονική υπηκοότητα ως το 1940 και οι απόγονοί τους, ανεξαρτήτως εθνικότητας, επιτράπηκε να ψηφίσουν. Όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της αρμοστείας και να πιστοποιήσουν με εξετάσεις τη γνώση της λετονικής. Ένα νέο νομοσχέδιο, το οποίο θα επέτρεπε την πολιτογράφηση και των μη-λετονικής καταγωγής κατοίκων, κατατέθηκε στο Κοινοβούλιο το 1994. Το νομοσχέδιο πρόβλεπε να δοθεί η λετονική ιθαγένεια σε 50.000 άτομα και σε άλλα 180.000 άτομα μεταξύ του 1996-1999. Προτεραιότητα θα δινόταν σε εκείνους που είχαν ζήσει στη Λετονία πριν από το 1940 ή είχαν Λετονούς γονείς ή συζύγους. Το ίδιο νομοσχέδιο έθετε όριο στις αιτήσεις για την απόκτηση λετονικής ιθαγένειας έως το έτος 2000, διάταξη η οποία επικρίθηκε από τη Ρωσία και μερικές ευρωπαϊκές χώρες και διεθνείς οργανισμούς. Με σχετική τροπολογία το Κοινοβούλιο απέσυρε την επίμαχη διάταξη, παραμένει όμως η πιστοποίηση της λετονικής γλώσσας για όσους υποβάλλουν αιτήσεις, ενώ αποκλείονται από τη διαδικασία όσοι ανήκουν στο στρατιωτικό προσωπικό της πρώην ΕΣΣΔ. Η Λετονία αποτελεί μέλος του ΟΗΕ, ενώ στα μέσα του 1995 έγινε μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης. Είναι η μόνη από τις άλλες πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες που δεν αποτέλεσε μέλος της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών. Το πρώτο εξάμηνο του 2003, επί ελληνικής προεδρίας της Ε.Ε., η Λετονία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση.


Υγεία - πρόνοια
Στη διάρκεια της 50χρονης διακυβέρνησης της χώρας από το κομουνιστικό καθεστώς της πρώην ΕΣΣΔ, συντελέστηκε σημαντική πρόοδος στους τομείς της κρατικής πρόνοιας και της υγειονομικής περίθαλψης. Σήμερα το σύστημα δημόσιας υγείας της χώρας μπορεί να συγκριθεί με τα αντίστοιχα συστήματα αρκετών ευρωπαϊκών χωρών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 αναλογούσαν ένα νοσοκομειακό κρεβάτι σε 82 άτομα και ένας γιατρός σε 276 άτομα (μία από τις υψηλότερες στον κόσμο αναλογίες γιατρών ως προς τον πληθυσμό).


Εκπαίδευση
Το επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας είναι πολύ υψηλό και το σύνολο του πληθυσμού είναι εγγράμματοι. Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική για τις ηλικίες 6 ή 7 έως 16 ετών και παρέχεται δωρεάν. Διακρίνεται σε γενική ή πρωτοβάθμια εκπαίδευση, που διαρκεί 9 χρόνια, σε δευτεροβάθμια (3 χρόνια) και σε ανώτερη και ανώτατη. Η διδασκαλία γίνεται στα λετονικά, στα ρωσικά ή και στις δύο γλώσσες και λειτουργούν ξεχωριστά σχολεία για τους Λετονούς και τους Ρώσους μαθητές και ξεχωριστά για τις άλλες εθνικές μειονότητες. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται από 14 σχολές και την Ακαδημία Επιστημών, η οποία ιδρύθηκε το 1946 και περιλαμβάνει 10 ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και 10 επιστημονικά ινστιτούτα.


Ένοπλες δυνάμεις
Οι στρατιωτικές δυνάμεις της Λετονίας, ύστερα από την ανεξαρτητοποίηση της χώρας από την πρώην ΕΣΣΔ, βρίσκονται σε φάση ανασυγκρότησης. Η στράτευση είναι υποχρεωτική και διαρκεί 18 μήνες. Ο τακτικός στρατός της χώρας αριθμεί 8.100 άτομα περίπου, ενώ το 2001 οι δαπάνες για την άμυνα απορρόφησαν το 1,2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατιωτικού εξοπλισμού της χώρας είναι σοβιετικής τεχνολογίας. Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου η πρώην ΕΣΣΔ εγκατέστησε ναυτικές και αεροπορικές βάσεις στο έδαφος της Λετονίας, οι οποίες σήμερα αποτελούν μία από τις κυριότερες πηγές μόλυνσης της θάλασσας και του υπεδάφους της χώρας.


ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ
Η χώρα διαιρείται σε 26 κομητείες (διοικητικές περιοχές) και 7 δήμους.


Πρωτεύουσα - Πόλεις
Πρωτεύουσα και μεγαλύτερο αστικό κέντρο της χώρας είναι η Ρίγα (915.000 κάτοικοι το 1998). Είναι χτισμένη στο μυχό του ομώνυμου κόλπου της Βαλτικής θάλασσας, πολύ κοντά στις εκβολές του ποταμού Ντβίνα και αποτελεί μεγάλο θαλάσσιο λιμάνι, καθώς και το σημαντικότερο πνευματικό και βιομηχανικό κέντρο της χώρας. Η παλιά πόλη περιβάλλεται από τάφρο και αποτελείται από πολλά μεσαιωνικά κτίρια, ανάμεσα στα οποία και ένας καθεδρικός ναός του 13ου αιώνα. Η σημερινή πόλη αποτελεί έδρα πανεπιστημίου, της Λετονικής Ακαδημίας Επιστημών και πολλών άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η Ρίγα ιδρύθηκε το 1201 και αποτέλεσε έδρα του επισκόπου της Λιβονίας. Τα επόμενα χρόνια η πόλη αναπτύχθηκε ως κέντρο του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Κατά καιρούς αποτέλεσε τμήμα της Πολωνίας, της Σουηδίας, της Ρωσίας, της Γερμανίας, της ανεξάρτητης Λετονίας και της πρώην ΕΣΣΔ.
Δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας είναι η Νταουγκάβπιλς (129.000 κάτ.). Είναι χτισμένη στο νοτιοανατολικό άκρο της χώρας, στις όχθες του ποταμού Ντβίνα και αποτελεί σημαντικό σιδηροδρομικό κόμβο και μεγάλο βιομηχανικό κέντρο.
Ακολουθεί η πόλη Λιεπάγια (114.900 κάτ.), σημαντικό θαλάσσιο λιμάνι στις δυτικές ακτές της χώρας στη Βαλτική. Η πόλη είναι χτισμένη στο μυχό μιας λιμνοθάλασσας, σε μικρή απόσταση από τα σύνορα της χώρας με τη Λιθουανία. Από το λιμάνι της, το οποίο παραμένει ανοιχτό από τους πάγους όλο το χρόνο, διεξάγεται ένα σημαντικό μέρος του εξωτερικού εμπορίου της χώρας. Η πόλη ιδρύθηκε το 1263, γύρω από ένα κάστρο των Τευτόνων ιπποτών.
Άλλες σημαντικές πόλεις της χώρας είναι η Γιελγκάβα (75.000 κάτ.), νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας, η Βέντσπιλς (51.000 κάτ.), λιμάνι στις δυτικές ακτές, και η Ρέτσεκνε (43.500 κάτ.) στο ανατολικό τμήμα της χώρας.

Μορφολογία εδάφους
Από γεωλογική άποψη το έδαφος της χώρας είναι ένα από τα παλαιότερα της Ευρωπαϊκής ηπείρου και αποτελείται από πετρώματα τα οποία έχουν υποστεί τη διαβρωτική επίδραση του ανέμου, του νερού και κυρίως των παγετώνων που κάλυπταν στη διάρκεια του Τεταρτογενούς την περιοχή. Για το λόγο αυτόν το ανάγλυφο της χώρας είναι γενικά ομαλό και αποτελείται από βαθύπεδα, τα οποία εναλλάσσονται με χαμηλούς λόφους και διαμορφώνουν εκτεταμένες περιοχές οροπεδίων μικρού ύψους, όπως τα οροπέδια Κουρζέμε στα δυτικά και Λάτγκαλε στα ανατολικά. Οι εδαφικές εξάρσεις δεν ξεπερνούν τα 300 μ. Ο λόφος Γκάιζινκαλν, ανατολικά της πρωτεύουσας Ρίγα, φτάνει τα 311 μ. και αποτελεί το ψηλότερο σημείο της χώρας.


Υδρογραφία
Η μικρή γενικά κλίση του εδάφους προς τα δυτικά διαχέει τα περισσότερα ύδατα της ρωσικής πεδιάδας σε ένα εκτεταμένο δίκτυο ρυακιών και μικρών λιμνών. Τα νερά των περισσότερων ποταμών της χώρας, οι οποίοι ξεπερνούν συνολικά τους 750 και έχουν μικρό μέγεθος και ταχύτητα, συγκεντρώνονται σε κοιλώματα του εδάφους, σχηματίζοντας εκτεταμένες ελώδεις περιοχές. Σημαντικότερος ποταμός της χώρας είναι ο Δυτικός Ντβίνα ή Νταουγκάβα. Το συνολικό του μήκος φτάνει τα 1.020 χλμ., η λεκάνη απορροής του έχει έκταση 85.200 τ. χλμ. και η μέση ετήσια παροχή στις εκβολές του φτάνει τα 600 κυβ. μ. ανά δευτερόλεπτο. Πηγάζει από το οροπέδιο Βαλντάι της Ρωσίας και αρχικά ακολουθεί νοτιοανατολική κατεύθυνση. Στη συνέχεια στρέφεται βορειανατολικά, εισχωρεί στο έδαφος της Λευκορωσίας και κατόπιν της Λετονίας, για να εκβάλει τελικά στη Βαλτική. Είναι πλωτός σε μεγάλη απόσταση από τις εκβολές του, ενώ κατά μήκος του έχουν κατασκευαστεί φράγματα και υδροηλεκτρικά εργοστάσια, από τα οποία προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος της υδροηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στη χώρα. Άλλοι σημαντικοί ποταμοί της χώρας είναι ο Γκάουγια, που εκβάλλει στον Κόλπο της Ρίγας, και ο Βέντα, που εκβάλλει στη Βαλτική, κοντά στην πόλη Βέντσπιλς.
Στη χώρα υπάρχουν διάσπαρτες αρκετές λίμνες, οι οποίες καλύπτουν περίπου το 4-5% της συνολικής της έκτασης. Οι περισσότερες εντοπίζονται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Μεγαλύτερη είναι η λίμνη Λούμπας, ενώ άλλες μικρότερες είναι οι Ράζνας, Νίρζας, Μπουρνιέκου, Σίλβερ, Μπάμπιτες, Πάπες κ.ά.


Ακτές
Οι ακτές της χώρας στη Βαλτική έχουν συνολικό μήκος 547 χλμ. και γενικά δεν παρουσιάζουν μεγάλο διαμελισμό. Ο μόνος αξιόλογος κόλπος που σχηματίζεται είναι ο κλειστός Κόλπος της Ρίγας. Αρκετά σημεία των ακτών καλύπτονται από άμμο, ενώ κατά μήκος τους σχηματίζονται λιμνοθάλασσες. Το μόνο αξιόλογο ακρωτήριο είναι το Κόλκασραγκς, στη δυτική είσοδο του κόλπου της Ρίγας. Απέναντί του βρίσκεται το μικρό νησί Ρούχνου.

Η χώρα έχει ηπειρωτικό κλίμα, το οποίο όμως είναι σχετικά ήπιο και υγρό, χάρη στη μετριαστική επίδραση που δέχεται από τις υγρές αέρινες μάζες που φυσούν από τον Ατλαντικό. Οι παγωμένοι άνεμοι που φυσούν το χειμώνα από το βορρά επηρεάζουν περισσότερο το ανατολικό μέρος της χώρας. Ανάλογες είναι και οι θερμοκρασίες, οι οποίες κατά μέσο όρο τον Ιανουάριο είναι -2°C στις ακτές και -7°C στο εσωτερικό. Ο χειμώνας διαρκεί από τα μέσα Δεκεμβρίου έως τα μέσα Μαρτίου και στη διάρκειά του αρκετές περιοχές της χώρας, κυρίως στα σύνορα με τη Λευκορωσία, καλύπτονται με χιόνι. Τα καλοκαίρια είναι συνήθως δροσερά και υγρά, αρκετά συχνά όμως η θερμοκρασία στη διάρκειά τους φτάνει τους 25°C. Η χώρα δε δέχεται ιδιαίτερα πολλές βροχές. Το μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης φτάνει τα 625 χιλιοστά με τις πιο υψηλές τιμές να εμφανίζονται στις ορεινές περιοχές της χώρας.

Από δημογραφική άποψη ο πληθυσμός της Λετονίας, όπως και των περισσότερων αναπτυγμένων χωρών, εμφανίζει το φαινόμενο της υπογεννητικότητας και "γήρανσης" του πληθυσμού. Ο ρυθμός γεννήσεων προοδευτικά μειώνεται, ενώ αντίθετα ο μέσος όρος ζωής των κατοίκων αυξάνει, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού να αποτελείται από άτομα άνω των 50 ετών και ο συνολικός πληθυσμός της χώρας βαθμιαία να ελαττώνεται. Συγκεκριμένα, το 2002 τα ποσοστά γεννητικότητας και θνησιμότητας ήταν 0,83% και 1,47% αντίστοιχα, ενώ ο δείκτης της ετήσιας δημογραφικής αύξησης ήταν αρνητικός (-0,77% το 2002). Με βάση τα στοιχεία αυτά και σύμφωνα με στατιστικές μελέτες ο πληθυσμός της χώρας από 2.366.515 κατοίκους που ήταν το 2002 αναμένεται να μειωθεί στους 2.293.000 κατ. το 2010 και να πέσει κάτω από τους 2.212.000 κατοίκους το 2020, καθιστώντας την υπογεννητικότητα και την πληθυσμιακή "γήρανση" ένα από τα κυριότερα προβλήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η χώρα στο μέλλον. Το 2002 ο πληθυσμός της χώρας εμφάνιζε την ακόλουθη πληθυσμιακή σύνθεση: το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού (68,6%) ήταν άτομα 15 έως 64 ετών, το 15,8% παιδιά έως 14 ετών, ενώ το ποσοστό των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών ήταν ιδιαίτερα υψηλό και έφτανε το 15,6%. Οι καλές συνθήκες υγιεινής και το σχετικά υψηλό (τα τελευταία χρόνια) βιοτικό επίπεδο αντανακλώνται στο μέσο όρο ζωής, ο οποίος το 2002 έφτανε τα 69 χρόνια - παρουσιάζοντας ωστόσο σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις γυναίκες (75,17 χρόνια) και τους άντρες (63,13 χρόνια) - καθώς και στο αρκετά χαμηλό ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας (1,5% το 2002). Όσον αφορά την κατανομή του πληθυσμού, το 69% των κατοίκων ζει στα αστικά κέντρα και μόλις το 31% στις αγροτικές περιοχές. Περίπου το 1/3 του συνολικού πληθυσμού ζει στην πρωτεύουσα Ρίγα.


Σύνθεση πληθυσμού
Οι Λετονοί αποτελούν την πλειονότητα (57,7%) του πληθυσμού. Αυτοαποκαλούνται Λάτβιεσοι και προήλθαν από την ανάμειξη βαλτικών και φινοουγγρικών φυλών. Πριν από την ένταξη της Λετονίας στην πρώην ΕΣΣΔ το 1940, αποτελούσαν τα 3/4 του πληθυσμού. Παρόλο που οι Λετονοί αντιστοιχούν σήμερα με το μισό περίπου πληθυσμό της χώρας, έχουν ισχυρή εθνική συνείδηση και καλλιεργούν το κλίμα εθνικής ενότητας και στους άλλους κατοίκους της χώρας. Οι Ρώσοι αποτελούν τη μεγαλύτερη μειονότητα (32,6%) και κατοικούν κυρίως στα αστικά κέντρα. Ακολουθούν οι Λευκορώσοι (4%), οι Ουκρανοί (2,9%) και οι Πολωνοί (2,2%). Το υπόλοιπο 3,2% του πληθυσμού αποτελείται από λαούς άλλων ευρωπαϊκών χωρών, καθώς και από λίγους Εβραίους. Μεταξύ του 1989 και 1993 περίπου 60.000 Ρώσοι εγκατέλειψαν τη Λετονία και εγκαταστάθηκαν στη Ρωσία.


Θρησκεία
Για περισσότερα από 50 χρόνια το κομουνιστικό καθεστώς της πρώην ΕΣΣΔ απαγόρευε τη θρησκευτική δραστηριότητα στη χώρα, πρεσβεύοντας τον αθεϊσμό. Η κατάρρευση όμως του υπαρκτού σοσιαλισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αναζωπύρωσε το θρησκευτικό αίσθημα. Σήμερα όλοι σχεδόν οι λετονικής καταγωγής κάτοικοι της χώρας ακολουθούν το λουθηρανικό προτεσταντικό δόγμα. Οι ρωσικής καταγωγής κάτοικοι είναι στην πλειονότητά τους χριστιανοί ορθόδοξοι, ενώ υπάρχουν και αρκετοί οπαδοί του ρωμαιοκαθολικισμού (τα ποσοστά δεν είναι σαφή), ο οποίος διαδόθηκε στους λαούς της Βαλτικής στις αρχές του 13ου αι. από Γερμανούς σταυροφόρους.


Γλώσσα
Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η λετονική, η οποία ομιλείται από την πλειονότητα του πληθυσμού. Η λετονική μαζί με τη λιθουανική είναι οι μοναδικές γλώσσες της βαλτικής ομάδας των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Στο γραπτό λόγο αποδίδεται με το λατινικό αλφάβητο. Δεύτερη σε χρήση γλώσσα έρχεται η ρωσική, η οποία οφείλει τη μεγάλη της διάδοση στην παρουσία πολλών Ρώσων στη χώρα, καθώς και στο γεγονός ότι η διδασκαλία της ήταν υποχρεωτική στα σχολεία κατά τη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου. Τέλος, τα τελευταία χρόνια επεκτείνεται η διδασκαλία της αγγλικής στα σχολεία.

Λειτουργεί σιδηροδρομικό δίκτυο, με ένα μικρό μέρος των αμαξοστοιχιών να είναι ηλεκτροκίνητες.

Οι αεροπορικές συγκοινωνίες εξυπηρετούνται κυρίως από το Διεθνές Αεροδρόμιο της Ρίγας. Επίσης υπάρχει ένα αεροδρόμιο στη Γιέλγκαβα. Σήμερα λειτουργούν συνολικά γύρω στα 50 αεροδρόμια. Τρία μεγάλα λιμάνια αποτελούν χώρο εξαγωγής για το ρωσικό πετρέλαιο, το οποίο διοχετεύεται εκεί με αγωγούς.

Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.