fb

Πληροφορίες για: Δανία

Περιγραφή

Μικρή σκανδιναβική χώρα, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρότυπο οικονομικής ευρωστίας και πολιτικής σταθερότητας. Η θέση της, ανάμεσα στη Βόρεια και την Κεντρική Ευρώπη από τη μια, και τη Βόρεια και τη Βαλτική θάλασσα από την άλλη, αποτελεί σημαντικό παράγοντα της οικονομικής της ανάπτυξης και την αιτία του προσανατολισμού των κατοίκων της προς τη θάλασσα, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της. Το Βασίλειο της Δανίας, όπως είναι η επίσημη ονομασία της χώρας, βρίσκεται στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της χερσονήσου της Γιουτλάνδης, που σχηματίζεται ανάμεσα στη Βόρεια θάλασσα και τη θάλασσα της Βαλτικής. Συνορεύει νότια με τη Γερμανία, σε μήκος 67 χιλιομέτρων. Ανατολικά βρέχεται από τη Βαλτική θάλασσα και δυτικά και βόρεια από τη Βόρεια θάλασσα. Στα βόρεια χωρίζεται από τη Νορβηγία από τον πορθμό Σκάγερακ και ανατολικά χωρίζεται από τη Σουηδία από τον πορθμό Κάτεγκατ και τον πορθμό Έρεσουν. Στο βασίλειο της Δανίας περιλαμβάνεται ένα αρχιπέλαγος 487 νησιών, στην είσοδο της Βαλτικής, ανατολικά της χερσονήσου της Γιουτλάνδης, όπως και τα νησιά Φερόες και η Γροιλανδία, αυτοδιοικούμενες περιοχές στο βόρειο τμήμα του Ατλαντικού ωκεανού.
Η έκτασή της (χωρίς τα νησιά Φερόες και τη Γροιλανδία) είναι 43.081 τ. χλμ., τα 29.689 από τα οποία (68,9%) βρίσκονται στο ηπειρωτικό τμήμα της χώρας, στη χερσόνησο της Γιουτλάνδης, ενώ τα υπόλοιπα (31,1%) είναι νησιωτικό έδαφος. Καταλαμβάνει το 0,44% της συνολικής έκτασης της Ευρώπης και είναι ίση με το 1/3 της έκτασης της Ελλάδας. Ο πληθυσμός της είναι 5.368.854 κάτοικοι (2002), με πυκνότητα 124,62 κατοίκους ανά τ. χλμ. Πρωτεύουσα της Δανίας είναι η Κοπεγχάγη, στη ανατολική ακτή του νησιού Σγιέλαντ, του μεγαλύτερου από τα νησιά του αρχιπελάγους της Βαλτικής.

Μέχρι τον 20ό αιώνα


Η προϊστορία της Δανίας
Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για την ιστορία της Δανίας αναφέρονται στον 8ο αιώνα μ.Χ. Για την απώτατη αρχαιότητα βασιζόμαστε στα αρχαιολογικά δεδομένα και για την οψιμότερη αρχαιότητα στις αποσπασματικές και μάλλον αναξιόπιστες γνώσεις των Ρωμαίων και στα επίσης αναξιόπιστα έργα μεταγενέστερων συγγραφέων που συχνά συγχέουν τους θρύλους με την ιστορία. Οι απαρχές της ανθρώπινης παρουσίας στη Δανία τοποθετούνται, σύμφωνα με τις αρχαιολογικές ενδείξεις, γύρω στο 50.000 π.Χ., ενώ γύρω στο 12.000 π.Χ., με την υποχώρηση των παγετώνων από τη χώρα, αναπτύσσεται ένας παλαιολιθικός νομαδικός πολιτισμός, του οποίου έχουν εντοπιστεί αρκετά λείψανα. Από την περίοδο γύρω στο 2.000 π.Χ. σώζονται μερικά μεγαλιθικά μνημεία (ντολμέν), ενώ στην περίοδο 1500 - 400 π.Χ. η Δανία γνωρίζει την εποχή του Χαλκού, κατά τη διάρκεια της οποίας συγκροτήθηκαν οργανωμένες και διαφοροποιημένες κοινότητες. Η έναρξη της εποχής του Χαλκού θεωρείται ότι σημειώνεται με την έλευση κάποιων νέων φύλων, που κυριάρχησαν στη χώρα και υπήρξαν η φυλετική βάση των σημερινών Δανών.
Η εποχή του Σιδήρου (400 π.Χ. - 800 μ.Χ.)
Στα χρόνια της εποχής του Σιδήρου της Δανίας, από το 400 π.Χ. ως το 800 μ.Χ. περίπου, οι επαφές των κατοίκων της χώρας με το εξωτερικό πολλαπλασιάστηκαν και το εμπόριο γνώρισε σχετική άνθηση. Η Δανία, που αυτή την περίοδο αποτελείται από πολλά μικρά βασίλεια, δε γνώρισε ποτέ τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Σύμφωνα με το θρύλο, πρώτος βασιλιάς της χώρας υπήρξε ο θεός Όντιν, απόγονος του οποίου υπήρξε ο βασιλιάς Νταν ο Επιφανής, από τον οποίo η χώρα πήρε το όνομά της ("Dαnmark" = Ντάνμαρκ). Από τον 4ο ως τον 6ο αιώνα μ.Χ., κατά τη διάρκεια της μεγάλης μετανάστευσης των λαών του Βορρά, η Δανία υπήρξε χώρος μετακινήσεων και συγχωνεύσεων διάφορων γερμανικών φύλων. Κατά την περίοδο αυτή παγιώθηκε και η εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της.
Στα τέλη του 8ου αιώνα μ.Χ., το Χέδεμπι, στο νότιο τμήμα της Γιουτλάνδης, υπήρξε το προπύργιο της αντίστασης των Δανών εναντίον της Αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου. Από αυτή την περίοδο είναι γνωστά τα ονόματα των βασιλέων Γκόντφρεντ και Χέμινγκ, που πέτυχαν σημαντικές στρατιωτικές νίκες κατά του Καρλομάγνου. Τότε κατασκευάστηκε και το περίφημο οχυρωματικό τείχος του Ντανεβίρκε, νότια και δυτικά του Χέδεμπι (το σημερινό Σλίσβι στα δανικά ή Σλέσβιχ στα γερμανικά), ενώ με την ειρήνη του 811 με τους Φράγκους, τα σύνορα μεταξύ της Δανίας και της Αυτοκρατορίας των Φράγκων καθορίστηκαν στον ποταμό Άιντερ (σήμερα στη γερμανική Γιουτλάνδη).
Η εποχή των Βίκινγκς (9ος - 11ος αιώνας)
Στην περίοδο από το 800 μ.Χ. ως το τέλος του 11ου αιώνα τοποθετείται η δράση των Βίκινγκς. Με αυτό το όνομα προσδιορίζονται οι γερμανικοί λαοί των παραλίων της Βαλτικής και της Βόρειας θάλασσας, ανάμεσά τους και οι Δανοί, που ήταν περίφημοι για τις φοβερές πειρατικές επιδρομές τους. Οι Δανοί Βίκινγκς επέδραμαν στις ακτές της Μάγχης, στη Βρετάνη και τη Νορμανδία, αλλά και στο εσωτερικό της ηπείρου, ακολουθώντας τον ρου των ποταμών (του Λουάρ, του Σομ κ.ά.). Μάλιστα αρκετές φορές επιχείρησαν να λεηλατήσουν και το Παρίσι. Κατά το 10ο αιώνα ο Γκορμ, βασιλιάς του Γέλενγκ, επικράτησε στα βασίλεια της Δανίας και ενοποίησε τη χώρα υπό την εξουσία του, με την ανακήρυξή του σε βασιλιά της Γιουτλάνδης γύρω στο 940. Ο γιος του Χάραλντ ο Κυανόδοντας προσχώρησε στο χριστιανισμό το 985 περίπου. Στη συνέχεια, με τη βασιλική προστασία, οι επίσκοποι της Γιουτλάνδης προχώρησαν στην ανέγερση πλήθους εκκλησιών και στον οριστικό εκχριστιανισμό των Δανών, ολοκληρώνοντας έτσι μια διαδικασία που είχε αρχίσει από το 826, όταν ο μοναχός Άνγκσαρ, ο επονομαζόμενος και "Απόστολος του Βορρά", επιχείρησε, σταλμένος από τον Λουδοβίκο τον Ευσεβή, γιο του Καρλομάγνου, να διαδώσει το χριστιανισμό στη Δανία, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Η εκκλησία της Δανίας υπαγόταν στην αρχιεπισκοπή του Αμβούργου και στη συνέχεια σ` αυτήν του Αμβούργου - Βρέμης.
Κατά τη διάρκεια του 10ου και του 11ου αιώνα η Δανία, με μια σειρά πολέμων, επέκτεινε την επικράτειά της, κατακτώντας την Αγγλία και τη Νορβηγία. Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό του τέλους της εποχής των Βίκινγκς είναι η έντονη ταξική διαφοροποίηση της κοινωνίας των Δανών, η οποία υπήρξε αποτέλεσμα της ανάπτυξης της γεωργίας, της δημιουργίας αστικών κέντρων και μιας τάξης ευγενών - πολεμιστών. Στη διάρκεια του 11ου αιώνα συντελέστηκε το πέρασμα από τη βασιλεία του τύπου των Βίκινγκς, όπου ο βασιλιάς εκλέγεται από την κοινότητα και μπορεί να εκπέσει αν αποδειχτεί ανίκανος ή φαύλος, στην κληρονομική βασιλεία.


12ος - 19ος αιώνας
Στους αιώνες που ακολούθησαν η Δανία έζησε μια σειρά πολέμων και εμφύλιων διαμαχών, που είχαν ως αποτέλεσμα την εδαφική της επέκταση προς τα ανατολικά και την εδραίωση της φεουδαρχίας. Το 1375 ο Όλαφ, γιος του Χάκoν ΣΤ΄, τελευταίου βασιλιά της ανεξάρτητης Νορβηγίας, και της Μαργαρίτας Α΄, εκλέχτηκε βασιλιάς της Δανίας. Το 1380, όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Όλαφ κληρονόμησε και το θρόνο της Νορβηγίας. Μετά το θάνατο του Όλαφ, το 1387, η μητέρα του Μαργαρίτα Α΄ αναγνωρίστηκε ως αντιβασίλισσα της Δανίας και της Νορβηγίας. Το 1388 οι Σουηδοί ευγενείς, δυσαρεστημένοι από το βασιλιά τους, Αλβέρτο του Μεκλεμβούργου, πρόσφεραν στη Μαργαρίτα την αντιβασιλεία της Σουηδίας. Στον πόλεμο που ακολούθησε τα στρατεύματα της Μαργαρίτας κατανίκησαν τον Αλβέρτο και το 1398 κατέλαβαν τη Στοκχόλμη. Η Μαργαρίτα φρόντισε ώστε να αναγνωριστεί ο εγγονός της αδελφής της, Έρικ της Πομερανίας, βασιλιάς της Νορβηγίας το 1389, ενώ το 1396 αναγνωρίστηκε και ως βασιλιάς της Δανίας και της Σουηδίας. Το 1397 στέφθηκε βασιλιάς στο Κάλμαρ της Σουηδίας, ιδρύοντας έτσι την Ένωση του Κάλμαρ, τη μόνη πολιτική ένωση των Σκανδιναβικών χωρών που υπήρξε ποτέ. Η Ένωση του Κάλμαρ περιλάμβανε τη Δανία (μαζί με την περιοχή του Σλέσβιχ - Χόλσταϊν), τη Νορβηγία, τη Σουηδία, την Ισλανδία, τα νησιά Φερόες, Εβρίδες, Ορκάδες και τη Γροιλανδία. Η Ένωση του Κάλμαρ διαλύθηκε το 1523, όταν η Σουηδία, μετά από μια σειρά επαναστάσεων, αποσκίρτησε και έγινε ανεξάρτητη. Η Νορβηγία κέρδισε την ανεξαρτησία της πολύ αργότερα, το 1814, η Ισλανδία το 1920, ενώ η Γροιλανδία παραμένει και σήμερα εξαρτώμενο δανικό έδαφος.
Το 1536 ο βασιλιάς Χριστιανός Γ΄ διέκοψε τους δεσμούς με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και αναγνώρισε τη Λουθηρανική Μεταρρύθμιση. Στον Τριακονταετή πόλεμο η Δανία πολέμησε με την προτεσταντική συμμαχία εναντίον της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και γνώρισε την ήττα. Η χερσόνησος της Γιουτλάνδης καταλήφθηκε από τα στρατεύματα του Γουστάβου Αδόλφου και η Δανία αναγκάστηκε το 1645 να παραχωρήσει στη Σουηδία μερικές από τις κτήσεις της στη Βαλτική. Η πολιτική και οικονομική αντιπαράθεση με τη Σουηδία οδήγησε σε μερικούς διαδοχικούς πολέμους που κατέληξαν στην ήττα της Δανίας το 1660 και την απώλεια μερικών νησιών της Βαλτικής και όλων των εδαφών της στη Σκανδιναβική χερσόνησο, εκτός από τη Νορβηγία. Οι στρατιωτικές αυτές αποτυχίες είχαν εξαιρετικά δυσάρεστες συνέπειες στην εμπορική δραστηριότητα των Δανών, καθώς αρκετές αγορές και εμπορικοί δρόμοι έκλεισαν πλέον γι` αυτούς. Η αστική τάξη και ο κλήρος υποστήριξαν το βασιλιά Φρειδερίκο Γ΄ εναντίον των προνομίων της αριστοκρατίας και ο βασιλιάς κατόρθωσε, το 1660, με έναν νέο βασιλικό νόμο να καθιερώσει την κληρονομική και απόλυτη μοναρχία. Με μια σειρά μεταρρυθμίσεων του Φρειδερίκου Γ΄ απέκτησαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στα όργανα διοίκησης και οι μη αριστοκράτες.
Ο 18ος αιώνας υπήρξε εποχή μεγάλης οικονομικής άνθησης για τη Δανία. Οι συνεχείς αγγλο-γαλλικοί πόλεμοι της επέτρεψαν να αναλάβει μεγάλο τμήμα του παγκόσμιου διαμετακομιστικού εμπορίου. Οι Δανοί έμποροι έφτασαν στην ανατολική Ασία και τις Δυτικές Ινδίες, ενώ την ίδια περίοδο άρχισε και ο αποικισμός της Γροιλανδίας. Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων (1799 - 1815) η Δανία συντάχθηκε με τον Ναπολέοντα και υπέστη τις συνέπειες της τελικής ήττας του. Οι Άγγλοι κατέστρεψαν το στόλο της και η Νορβηγία παραχωρήθηκε στη Σουηδία. Η δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας μετά τους πολέμους χειροτέρευσε από τη μεγάλη αγροτική κρίση του 1815 - 1830. Οι κοινωνικές ταραχές που ακολούθησαν κατέληξαν στην παραχώρηση Συντάγματος το 1849, με το οποίο η Δανία μετατράπηκε σε συνταγματική μοναρχία. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, oi τάσεις αυτονομίας του Σλέσβιχ - Χόλσταϊν οδήγησαν τη Δανία σε δύο διαδοχικούς πολέμους με την Πρωσία, που έληξαν με τη συνθήκη της Βιέννης του 1864, σύμφωνα με την οποία η Δανία αναγκάστηκε να παραχωρήσει ολόκληρο το Σλέσβιχ και το Χόλσταϊν στην Πρωσία. Στις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα η βιομηχανία και το εμπόριο της Δανίας γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη.


Ο 20ός αιώνας
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, το νεοϊδρυθέν Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Δανίας πρωτοστάτησε στον πολιτικό αγώνα για τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Στις εκλογές του 1901 η Ενωμένη Αριστερά σχημάτισε κυβέρνηση και πραγματοποίησε μια σειρά οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων, που έμειναν γνωστές ως "Αλλαγή του Συστήματος". Στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο (1914 - 1918) η Δανία παρέμεινε ουδέτερη. Μετά τη λήξη του πολέμου πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα για το μέλλον του Σλέσβιχ, η διενέργεια του οποίου προβλεπόταν από τη συνθήκη των Βερσαλιών (1918). Με το δημοψήφισμα αυτό οι κάτοικοι του βόρειου Σλέσβιχ ψήφισαν την ένωσή τους με τη Δανία, ενώ αυτοί του νότιου Σλέσβιχ την ένωσή τους με τη Γερμανία. Παράλληλα η Δανία άρχισε να αποσύρεται από τις υπερπόντιες κτήσεις της: ήδη από το 1917 είχε πουλήσει τις Παρθένες νήσους, κτήση της στη θάλασσα της Καραϊβικής, στις ΗΠΑ, ενώ το 1918 η Ισλανδία απέκτησε εθνική κυριαρχία και ουσιαστικά έγινε ανεξάρτητη. Στις 20 Απριλίου 1940, λίγο μετά την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, η Γερμανία εισέβαλε στη Δανία και την κατέλαβε. Καθώς η Δανία παρέμεινε κυρίαρχο κράτος τυπικά, σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας που διατήρησε τον έλεγχο της χώρας βρίσκοντας έναν τρόπο συμβιβασμού με τις γερμανικές απαιτήσεις, όμως το 1943 επήλθε ρήξη στις σχέσεις των κατακτητών με τη δανική κυβέρνηση και οι Γερμανοί κήρυξαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έθεσαν τη χώρα υπό τον άμεσο έλεγχό τους. Η Δανία απελευθερώθηκε από τα βρετανικά στρατεύματα τον Μάιο του 1945. Τα σύνορά της με τη Γερμανία παρέμειναν αμετάβλητα μετά τον πόλεμο. Το 1948 παραχωρήθηκε ειδικό καθεστώς αυτονομίας στα νησιά Φερόες. Το 1949 η Δανία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ. Το 1953, με μια αναθεώρηση του Συντάγματος, επιτράπηκε και σε γυναίκες να καταλαμβάνουν το θρόνο του Βασιλείου, ενώ αναδιαρθρώθηκε η Βουλή, η οποία στο εξής αποτελείται από ένα σώμα στο οποίο έχουν δικαίωμα εκπροσώπησης και η Γροιλανδία και τα νησιά Φερόες. Το 1971 ανέβηκε στο θρόνο η βασίλισσα Μαργαρίτα Β΄. Το 1973 η Δανία έγινε μέλος της ΕΟΚ και το 1981 παραχώρησε καθεστώς αυτονομίας στη Γροιλανδία. Η μεταπολεμική πολιτική ζωή της Δανίας είναι σε γενικές γραμμές ήπια και οι κυβερνήσεις της χώρας κατά κανόνα βασίζονται σε συνεργασίες κομμάτων.

Η σημερινή πολιτική κατάσταση
Από το 1982 ως το 1993 πρωθυπουργός της Δανίας υπήρξε ο Πόουλ Σλίτερ του Συντηρητικού Κόμματος. Το 1991 άρχισε η οικονομική ανάκαμψη της χώρας, η οποία, από την άποψη των οικονομικών δεικτών, κατέλαβε μία από τις πρώτες θέσεις ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες. Τον Ιούλιο του 1992 οι Δανοί, με 50,7% κατά και 49,3% υπέρ, καταψήφισαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ σε δημοψήφισμα που έγινε για την επικύρωσή της από τη Δανία. Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν ανάμεσα στην κυβέρνηση της χώρας και την Ευρωπαϊκή Ένωση αποφασίστηκε κατά τη Σύνοδο Κορυφής του Εδιμβούργου, τον Δεκέμβριο του 1992, να εξαιρεθεί η Δανία από ορισμένα άρθρα της Συνθήκης του Μάαστριχτ, όπως από αυτά που αναφέρονται στην οικονομική και νομισματική ένωση, την κοινή αμυντική πολιτική, την ενιαία υπηκοότητα κ.ά. Τον Ιανουάριο του 1993 ο Σλίτερ αναγκάστηκε να παραιτηθεί εξαιτίας ενός σκανδάλου λήψης παράνομων μέτρων από την κυβέρνησή του, για να αποτραπεί η είσοδος προσφύγων Ταμίλ από τη Σρι Λάνκα στη Δανία. Νέα κυβέρνηση σχημάτισε ο Πάουλ Νίρουπ Ράσμουσεν, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Τον Μάιο του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκε το δεύτερο δημοψήφισμα για τη συνθήκη του Μάαστριχτ, στο οποίο το 56,8% ψήφισε υπέρ και το 43,2% κατά. Στις βουλευτικές εκλογές του 1994 πλειοψήφησαν οι Σοσιαλδημοκράτες και ο Ράσμουσεν σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με τους Κεντρώους Δημοκράτες, το Ριζοσπαστικό Φιλελεύθερο Κόμμα και το Χριστιανικό Λαϊκό Κόμμα.

Η Δανία είναι μια επίπεδη χώρα με λίγα λοφώδη εξάρματα στο ανατολικό τμήμα των κεντρικών περιοχών της χώρας. Ο κυριότερος παράγοντας που συνέβαλε στη διαμόρφωση της γεωμορφολογίας της χώρας είναι οι παγετώνες. Το μέσο υψόμετρό της είναι 30 μέτρα, ενώ το μέγιστο υψόμετρο, που σημειώνεται στην κορυφή του λόφου Ούντινγκ Σκόβχοϊ, νοτιοδυτικά της πόλης Άαρχους, είναι 178 μέτρα. Το δυτικό τμήμα της χερσονήσου της Γιουτλάνδης, που αποτελείται κυρίως από άμμους και χαλίκια, είναι ακατάλληλο για καλλιέργεια, ενώ το ανατολικό της τμήμα καλύπτεται από αποθέσεις που το καθιστούν εξαιρετικά εύφορο. Στις χαμηλές και αμμώδεις δυτικές ακτές της Γιουτλάνδης σχηματίζονται φιόρδ, που ουσιαστικά είναι αβαθείς λεκάνες οι οποίες γεμίζουν με όμβρια ύδατα, μπροστά από τα οποία διαμορφώνονται σειρές από θίνες. Στις ανατολικές ακτές σχηματίζεται μια σειρά από φιόρδ που εισέρχονται σε μεγάλο μήκος στο εσωτερικό της χώρας. Μεγαλύτερο απ` όλα είναι το Λιμφιόρντεν, στο βόρειο άκρο της Γιουτλάνδης, που εκτείνεται σε κατεύθυνση Ανατολής - Δύσης από τον πορθμό του Κάτεγκατ ως τη Βόρεια θάλασσα, χωρίζονται στα δύο το άκρο της χερσονήσου.
Δυτικά του κεντρικού τμήματος της χερσονήσου της Γιουτλάνδης υπάρχει μια σειρά μικρών νησιών, τα βορειότερα από τα οποία ανήκουν στη Δανία. Στα ανατολικά της χερσονήσου σχηματίζεται ένα σύμπλεγμα 487 νησιών, από τα οποία τα 97 μόνο κατοικούνται. Τα τέσσερα μεγαλύτερα καλύπτουν το 96% της συνολικής τους έκτασης. Είναι το νησί Σγιέλαντ, με έκταση 7.512 τ. χλμ., το νησί Φιν, με έκταση 3.482 τ. χλμ., το νησί Λόλαντ, με έκταση 1.170 τ. χλμ., και το νησί Μπόρνχολμ, το ανατολικότερο όλων, με έκταση 590 τ. χλμ. Τα νησιά αυτά αποτελούνται από πεδινές εύφορες εκτάσεις. Στο βασίλειο της Δανίας ανήκουν και οι Φερόες νήσοι. Πρόκειται για 22 νησιά στα βόρεια της Σκοτίας, συνολικής έκτασης 1.400 τ. χλμ., από τα οποία κατοικούνται τα 17. Μια άλλη κτήση της Δανίας είναι η Γροιλανδία, που έχει έκταση 2.175.596 τ. χλμ. Περίπου το 82% της Γροιλανδίας, και συγκεκριμένο το εσωτερικό τμήμα του νησιού εκτός από μια ζώνη μικρού πλάτους στην περιφέρειά του, καλύπτεται μόνιμα από παχύ στρώμα πάγου, το πάχος του οποίου φτάνει κατά τόπους τα 3.350 μέτρα.

Η Δανία, παρά το μεγάλο γεωγραφικό της πλάτος, έχει ήπιο κλίμα, που οφείλεται κυρίως στις θερμές και υγρές αέριες μάζες του Ατλαντικού. Η μέση θερμοκρασία του χειμώνα είναι 0° C (περίπου 12° C ψηλότερη από αυτήν που αντιστοιχεί στο γεωγραφικό της πλάτος) και η μέση θερμοκρασία του καλοκαιριού περίπου 16° C. Η θέση της χώρας ανάμεσα στα θερμά ρεύματα του Ατλαντικού και τα ψυχρά της Ασίας και του Αρκτικού ωκεανού, κάνουν τον καιρό της ιδιαίτερα ευμετάβλητο: η μεταβολή των ανέμων μπορεί να προκαλέσει μεγάλες θερμομετρικές διαφορές μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο. Το μέσο ύψος των ετήσιων βροχοπτώσεων είναι σχετικά μικρό, γύρω στα 610 χιλιοστόμετρα. Οι βροχές στη Δανία είναι συνήθως μικρής έντασης και μεγάλης διάρκειας, με αποτέλεσμα, παρά το μικρό ύψος των βροχοπτώσεων, να βρέχει συνήθως περίπου 150 μέρες το χρόνο, κυρίως τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο. Το κλίμα των νήσων Φερόες είναι ήπιο, ενώ το κλίμα της Γροιλανδίας είναι πολικό.

Η Δανία έχει 5.368.854 κατοίκους (2002) και, με πυκνότητα πληθυσμού 124,62 κατοίκους ανά τ. χλμ., αποτελεί την πιο πυκνοκατοικημένη από τις σκανδιναβικές χώρες. Όπως και οι υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες, αντιμετωπίζει πρόβλημα γήρανσης του πληθυσμού της, καθώς οι γεννήσεις είναι ελάχιστα περισσότερες από τους θανάτους, με αποτέλεσμα το ποσοστό των ηλικιωμένων στο σύνολο του πληθυσμού να τείνει να αυξάνεται διαρκώς. Το 2002 το ετήσιο ποσοστό γεννήσεων ήταν 1,17%, το ποσοστό θανάτων 1,08% και ο δείκτης ετήσιας αύξησης του πληθυσμού 0,29% (2002). Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της Δανίας, το 85,2%, ζει σε αστικά κέντρα, ενώ το υπόλοιπο 14,8% του συνολικού πληθυσμού αποτελεί τον αγροτικό πληθυσμό της χώρας (εκτίμηση 1995). Ο μέσος όρος ζωής των Δανών είναι 76,91 χρόνια (74,3 χρόνια για τους άντρες και 79,67 χρόνια για τις γυναίκες). Κατά το 2002 το 18,7% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν έως 14 χρονών, το 66,4% ήταν 15-64 χρονών, ενώ το 14,9% από 65 χρονών και πάνω. Το 2010 ο πληθυσμός της Δανίας εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 5.417.000 κατοίκους και το 2020 τα 5.458.000 κατοίκους.

Οι συγκοινωνίες της Δανίας είναι άριστες, καθώς μάλιστα η πεδινή χώρα ευνοεί την απρόσκοπτη ανάπτυξή τους. Ένα δίκτυο οδικών, σιδηροδρομικών και ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών καλύπτει πλήρως όλη τη χώρα. Οι συνδέσεις της χερσονήσου της Γιουτλάνδης με τα νησιά και των νησιών μεταξύ τους επιτυγχάνεται με μια σειρά πορθμείων και γεφυρών. Το οδικό δίκτυο της χώρας έχει μήκος 71.474 χιλιομέτρων και το σιδηροδρομικό δίκτυο 2.859 χιλιομέτρων (1999). Πολύ δημοφιλές μέσο μετακίνησης στις πόλεις είναι και το ποδήλατο. Περίφημη είναι η κρεμαστή γέφυρα που συνδέει τη χερσόνησο της Γιουτλάνδης με το νησί Φιν, ενώ σχεδιάζεται η κατασκευή σιδηροδρομικής σύνδεσης, με υποθαλάσσιο τούνελ και γέφυρα, της νήσου Φιν με τη νήσο Σγίελαντ. Οι εμπορικές δραστηριότητες της Δανίας βασίζονται στην αναπτυγμένη ναυτιλία της χώρας, που διαθέτει εμπορικό στόλο 345 πλοίων (1995), συνολικής χωρητικότητας 5.005.470 κόρων (22η παγκοσμίως). Κυριότερα λιμάνια της Δανίας είναι αυτά της Κοπεγχάγης, του Όλμποργκ, του Άαρχους και της Οντένσε. Εθνική αεροπορική εταιρεία της χώρας είναι η SΑS (SAS = Σύστημα Σκανδιναβικών Αερογραμμών), που δημιουργήθηκε το 1950 με τη συγχώνευση των αεροπορικών εταιρειών της Δανίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας. Από τα 14 μεγάλα αεροδρόμια της Δανίας, σημαντικότερο είναι αυτό της πρωτεύουσας Κοπεγχάγης.
Όσον αφορά τις επικοινωνίες, το 1997 υπήρχαν στη χώρα 3,121 εκατομμύρια τηλεοπτικές συσκευές, 6,02 εκατομμύρια ραδιόφωνα και 4,785 εκατομμύρια τηλέφωνα, ενώ το 1990 εκδίδονταν 47 ημερήσιες εφημερίδες, με συνολική κυκλοφορία 352 φύλλα ανά 1.000 κατοίκους.